Χειμώνας ονομάζεται η περίοδος μετά το φθινόπωρο και πριν την άνοιξη. Ο χειμώνας περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο, Χριστανάρτς, Ιανουάριο, Καλαντάρτς, και Φεβρουάριο, Κούντουρον. Συνολικά έχει 89 μέρες και είναι η μικρότερη εποχή. Στον Πόντο λεγόταν χειμωγκός και χειμός, άρχιζε νωρίς και διαρκούσε πολύ, ιδιαίτερα στα ορεινά μέρη μέχρι και έξι μήνες. Γι’ αυτό λέγανε: «Εσέβαμε σον Αύγουστον και ση χειμού την άκραν».
Η αγωνία των κατοίκων για το χειμώνα
Τον καιρό του χειμώνα τον προέβλεπαν με διάφορους τρόπους. Στο χωριό Αντρεάντων Αμισού παρατηρούσαν τα πρόβατα και αν έβλεπαν ότι δάγκωναν τις πέτρες ή έφερναν ένα ξερό χορτάρι στο στόμα τους, καθώς γύριζαν από τη βοσκή, αυτό το θεωρούσαν σημάδι ότι θα ακολουθούσε βαρυχειμωνιά.
Στο χωριό Χόψα, μάντευαν τον καιρό από τις βροντές. Εάν μεταξύ του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Σεπτεμβρίου και Χριστουγέννων βροντούσε, τότε προμηνυόταν βαρύς χειμώνας. Εάν όμως, βροντούσε τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο, τότε πίστευαν ότι θα ακολουθούσε μεγάλη ευφορία, καταφεύγοντας στο εξής μαντικό μέσο. Οι γυναίκες και τα κορίτσια καιροφυλακτούσαν και μόλις βροντούσε έριχναν στο τζάκι τρεις φορές ένα κουτάλι. Αν και τις τρεις φορές έπεφτε ύπτια, ανάσκελα, θα ερχόταν μεγάλη ευφορία. Αν όμως έπεφτε μπρούμυτα, τότε πίστευαν ότι θα έρχονταν θεομηνίες και καταστροφές. Παρόμοιες σχεδόν δεισιδαιμονίες επικρατούσαν και στην Ινέπολη. Εκεί, αν έβλεπαν πως μια γάτα ζυγώνει σε αναμμένο τζάκι και παράλληλα γυρίζει τα πισινά της, πίστευαν ότι ο χειμώνας θα έχει πολύ χιόνι και βροχή.
Όταν το χιόνι έκανε νωρίς την εμφάνισή του, η ταλαιπωρία των κατοίκων ήταν μεγάλη, διότι πολλές φορές δεν είχαν προλάβει χρονικά να τελειώσουν όλες τις προετοιμασίες και συχνά δεν είχαν προφτάσει να κατεβάσουν τα ζώα από τα παρχάρια. Στη Σαντά, το πρώτο χιόνι έπεφτε το Νοέμβριο και κρατούσε μέχρι και τον Απρίλιο. Γι’ αυτό συνήθιζαν να λένε: «Εξέβεν ο Τρυγομηνάς κ’ εσέβεν Αεργίτες, τα χόνια έγκεν κ’ έστρωσεν άμον καλός τεχνίτες», δηλ. βγήκε ο Οκτώβριος και μπήκε ο Νοέμβριος, που σαν καλός τεχνίτης έφερε και έστρωσε τα χιόνια.
Παρατήρηση φυσικών φαινομένων και φιλοσοφία
Οι σοφοί πρόγονοί μας, παρατηρώντας όλα αυτά τα φυσικά φαινόμενα και τον απρόβλεπτο και συνάμα σκληρό καιρό του χειμώνα, είχαν φιλοσοφήσει διατυπώνοντας όμορφες σκέψεις, τις οποίες έλεγαν άλλες φορές μεταφορικά και άλλες πάλι κυριολεκτικά.
Για άνθρωπο αλαζόνα που ταπεινώνεται από τη δυστυχία έλεγαν, «Τ’ άγρα τα μουχτερά τα χιόνα ημερώνουν», δηλ. τους αγριόχοιρους τους ημερεύουν τα χιόνια.
Όταν πάλι έπιανε μεγάλη κακοκαιρία και έπρεπε να μετακινηθούν από το ορεινό εσωτερικό στην Τραπεζούντα, ήταν προτιμότερο κάποιος να διαβεί το πέρασμα του βουνού της Ζύγανας, διότι εάν πήγαινε από άλλο δρόμο, ήταν βέβαιος ο αφανισμός του, μιας και στα βουνά είχε πάντα χιονοθύελλες. Γι’ αυτό και έλεγαν, «Ας ση Ζύγαναν και ζήσον».
Παρόμοιες γνώμες σχετικές με τα περάσματα και τη κακοκαιρία διασώζονται σε κάποια ιστορικά δημοτικά τραγούδια του ποντιακού λαού. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και του Κωνσταντίνου Γαβρά, ανεψιού του Θεόδωρου Γαβρά που είχε αιχμαλωτιστεί το 1098 από τους Σελτζούκους Τούρκους στη Θεοδοσιούπολη, (Ερζερούμ), όπου και μαρτύρησε. Όταν ήταν έπαρχος και στρατηγός του θέματος Χαλδίας, περί το έτος 1118, ήθελε να περάσει με το στρατό του από το Σταυρίν διαμέσου του όρους Κουλάτ Νταγ προς Ματσούκα, αψηφώντας τις συστάσεις. Από μια χιονοθύελλα όμως, καταστράφηκε ο στρατός του. Το τραγούδι τελειώνει με την απορία του, ποια απάντηση να δώσει στις μάνες, στις χήρες και στα ορφανά των ανδρών που χάθηκαν: «Έρχουν μανάδες κ’ ερωτούν και ντο τζοάπ’ θα δίγω; Έρχουν χιοράδες κι ορφανά και ντο ν’ απηλογούμαι;».
Η καθημερινή ζωή το χειμώνα
Οι κάτοικοι του Πόντου είχαν εξοικειωθεί με το χιόνι πολύ, ώστε το αντιμετώπιζαν σαν κάτι πολύ φυσικό, αφού το χιονοφώς, η ανταύγεια, δηλαδή, του χιονιού ή η πάντα χιονισμένη βουνοκορφή, ήταν δεμένο με την καθημερινή τους ζωή, στα ορεινά μέρη.
Στη Σαντά οι χειμώνες ήταν συνήθως βαρείς. Όταν χιόνιζε και πάγωνε το χιόνι, κοβόταν κάθε επικοινωνία, έκλειναν τα σχολεία και δύσκολα έτρεχαν οι βρύσες νερό. Όταν έπιανε χιονοθύελλα κρατούσε κι ένα 24ωρο και ξανά έπεφτε κι άλλο χιόνι. Μάλιστα από τις χιονοστιβάδες υπήρχαν και ανθρώπινα θύματα. Όταν κάποιες φορές το χιόνι έφτανε το ενάμισι μέτρο, έλεγε ο λαός: «τα στράτας χονιγμένα είν’, τα δέβας επιάσταν», δηλαδή οι δρόμοι είναι χιονισμένοι και τα περάσματα είναι πιασμένα.
Σ’ όλες σχεδόν τις ορεινές περιοχές του Πόντου ετοίμαζαν νωρίτερα τα χειμερινά ρούχα, καθώς και την καύσιμη ύλη, γιατί δύσκολα μπορούσαν να την προμηθευτούν κατά τη διάρκεια του χειμερινού ψύχους. Ένα ευρέως γνωστό μέσο θερμάνσεως ήταν και η σάγκα. Επρόκειτο για ένα τραπέζι χαμηλό, που από κάτω είχε ένα μαγκάλι αναμμένο. Το τραπέζι ήταν σκεπασμένο με στρωσίδια και οι άνθρωποι του σπιτιού βάζανε τα πόδια τους κάτω από το κάλυμμα, όσο άντεχε ο καθένας, για να ζεσταθούν. Παράλληλα το κορμί τους το είχαν σκεπασμένο με πάπλωμα, γεργάν’. Πολλές φορές έτρωγαν και πάνω στη σάγκα, αφού πρωτίστως τοποθετούσαν ένα σινίν, μεγάλο χάλκινο δίσκο.
Μια άλλη δύσκολη δουλειά ήταν και το καθάρισμα της στέγης από τα χιόνια. Ανέβαινε πάνω στη σκεπή η νοικοκυρά και με το κατάλληλο φτυάρι για το χιόνι, τη χιονίφτα, αποχιονάτιζε ή αποδράνιζε, καθάριζε τη στέγη, από το χιόνι. Στην Ιμέρα, υπήρχε μια ιδιαιτερότητα στις στέγες των σπιτιών. Λόγω των πολύ μεγάλων χιονοπτώσεων, οι στέγες ήταν χωμάτινες, για ν’ αντέχουν το βάρος του χιονιού. Μόνο λίγα σπίτια ευπόρων, οι εκκλησίες και τα σχολεία είχαν κεραμοσκεπές ή σκεπές με πλάκες. Έτσι, οι κάτοικοι καθάριζαν τις στέγες τους με ξύλινα φτυάρια. Κατόπιν, κυλίντριζαν το δώμα με ξύλινο ή πέτρινο κύλινδρο, το κυλιντέρ’, για να μην εισχωρήσει στο εσωτερικό υγρασία.
Ανεξαιρέτως όμως, σε όλα τα χωριά του Πόντου τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα έκαναν παρακάθ’, νυχτέρι. Συγκεντρώνονταν σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό σπίτι, κατόπιν συνεννοήσεως και συζητούσαν τα νέα του τόπου, έπαιζαν διάφορα παιχνίδια, έλεγαν ιστορίες και παραμύθια. Οι νέοι πάλι, αρκετές φορές, έπαιζαν λύρα, τραγουδούσαν και κάποιες φορές χόρευαν. Η νοικοκυρά που καλούσε για παρακάθ’ κερνούσε τους καλεσμένους ξηρούς καρπούς, ξερά φρούτα, γλυκίσματα και πολλές φορές ρακί με μεζέ.
Χειμωνιάτικες κτηνοτροφικές ασχολίες
Στα ορεινά μέρη του Πόντου, αρχές φθινοπώρου άρχιζαν να κατεβάζουν τα ζώα από τα παρχάρια, τα θερινά βοσκοτόπια, στα χειμαδιά, δηλ. στα μέρη όπου θα περνούσαν το χειμώνα. Έτσι στη Λιβερά, οι κτηνοτρόφοι πήγαιναν τα ζώα στο υγρόν, δηλ. στα δάση και μάλιστα εκεί όπου ήταν πλούσια η βλάστηση, από αειθαλή δενδρύλλια και θάμνους, για να δώσουν στα ζώα φύλλα μαζί με την ξηρά τροφή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα ζώα να παράγουν περισσότερο και καλύτερο γάλα.
Το ίδιο συνέβαινε και στην Ίμερα. Εκεί οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της άνοιξης, θέριζαν με τα δρεπάνια τους τριφύλλια. Κατόπιν, τα άπλωναν σε σειρές και αφού τα ξέραιναν, το χειμώνα τα έδιναν στα ζώα. Μάλιστα τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα στην Ίμερα ελημερ’νίαζαν τα πρόβατα, δηλ. τα έβγαζαν πάνω στο δώμα του στάβλου, για να λιαστούν.
Κάπως έτσι αντιμετώπιζαν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες του χειμώνα, οι πρόγονοί μας στον Πόντο. Με σκληρή δουλειά, αλλά πάντα με αισιοδοξία για το καλύτερο μέλλον που περίμεναν, εφαρμόζοντας μ’ ευλάβεια τα ήθη, έθιμα και τις θρησκευτικές παραδόσεις που παρέλαβαν, στις οποίες πολλές φορές έδιναν και εθνικό χαρακτήρα, προσέχοντας πάντα να μην τους καταλάβει ο Τούρκος.
Θωμαΐς Κιζιρίδου