Δεν είμαι από αυτούς που υποστηρίζουν πως πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ. Ανήκουμε, όμως, στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, δεν μπορούμε να παρεκκλίνουμε από αυτό χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στα εθνικά μας θέματα –και στην οικονομία μας– και αναγκαστικά πρέπει να αξιοποιούμε κάθε παράθυρο που παρουσιάζεται εντός αυτού του συστήματος. Αυτό το παιχνίδι δεν το αξιοποιούν καλά οι πολιτικές ηγεσίες. Το παίζουν με όρους δουλικότητας, διότι είναι ευάλωτες στη δυνατότητα ΗΠΑ, Βρυξελλών και Βερολίνου να καθαιρέσουν μια μη αρεστή, στις πρωτεύουσες αυτές, πολιτική ηγεσία.
Τα παραδείγματα είναι αρκετά από τα χρόνια της κρίσης.
Άκουσα ο ίδιος με τα αυτιά μου πρώην πρωθυπουργό να λέει πως ζήτησε από τις ΗΠΑ να του αφήσουν περιθώρια να ελιχθεί σε σχέση με τη Ρωσία και του είπαν «όχι». Άρα, η χώρα δεν μπορεί να ασκήσει ούτε καν στοιχειωδώς ευέλικτη πολιτική.
Ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το πλαίσιο που θέτουν Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες έστω και αν το πλαίσιο αυτό δεν εξυπηρετεί την Ελλάδα. Και για να δικαιολογήσουν αυτήν την αρνητική συμμόρφωσή τους, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, οι ηγεσίες επικαλούνται αρχές διεθνούς ή ευρωπαϊκού δικαίου. Ίσως υπάρχουν και δεσμεύσεις ή εκβιασμοί που έχουν να κάνουν με τα μνημόνια.
Οι ίδιες αρχές καταπατούνται ή ερμηνεύονται διαφορετικά από ισχυρά κράτη ή κράτη που έχουν άλλη αντίληψη για τη σχέση εθνικού συμφέροντος και συμμετοχής τους σε ευρωπαϊκούς ή διεθνείς θεσμούς. Ο EastMed και η ιστορία του είναι ένα σύμπτωμα αυτής της αρρωστημένης πολιτικής.
O EastMed δεν ήταν ελληνική επινόηση. Η Ελλάδα δεν παράγει πολιτική. Προσπαθεί να προσαρμοστεί σε πλαίσια που διαμορφώνουν άλλοι.
Άνθρωποι που μπορούν να σκεφθούν υπάρχουν αλλά η πολιτική βούληση για εφαρμογή πολιτικής που ξεπερνά τα συνηθισμένα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και η πολιτεία δεν διαμορφώνει ένα πλαίσιο του τι θέλει τα επόμενα χρόνια να επιτύχει. Είναι της λογικής «προσπαθούμε να διατηρήσουμε τα σημερινά και να προσαρμοστούμε στα μελλούμενα για να μην απωλέσουμε όσα κατέχουμε». Μέχρι εκεί.
Αφού υποστεί ήττες η ελληνική πολιτική αρχίζει να κινείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λιβύη. Ένα άλλο παράδειγμα η Ρωσική Εξαρχία στην Αφρική. Ο υπουργός Εξωτερικών ανακάλυψε την Αφρική αφού η χώρα έμεινε πολύ πίσω στη διαμόρφωση πολιτικής με τις αφρικανικές χώρες.
Ο EastMed ήταν παιδί του Νετανιάχου. Αν υποστηριζόταν γεωπολιτικά θα γινόταν λόγω των επαφών και των διεθνών διασυνδέσεων του Νετανιάχου. Μόλις ο Νετανιάχου αποχώρησε, ο EastMed έμεινε χωρίς πατρική φροντίδα και άρχισε να υποχωρεί.
Ο πρώτος που έριξε χαριστική βολή εναντίον του ήταν ο Έλληνας ΥΠΕΞ με εκείνες τις οικολογικές δηλώσεις του περί βλαπτικών, του περιβάλλοντος, γεωτρήσεις.
Τη φοβία τους να διαμορφώσουν πολιτική την αποδίδουν στην οικολογική ευαισθησία τους.
Όλα συγκλίνουν στο ότι οικονομικά ο EastMed ήταν ασύμφορος. Μπορεί να ήταν. Αλλά, υπάρχουν και περιπτώσεις που τα κράτη, ιδίως οι μεγάλες δυνάμεις προκρίνουν τους γεωπολιτικούς λόγους αντί των οικονομικών.
Θυμάμαι μια αντίστοιχη δήλωση του Κλίντον όταν επρόκειτο να κατασκευαστεί ένας αγωγός στην Τουρκία που θα κατέληγε στο Τσεϊχάν. Είχε πει «μπορεί οικονομικά να είναι ασύμφορος, μας ενδιαφέρει, όμως, γεωπολιτικά». Οι δυνάμεις, λοιπόν, που θα υποστήριζαν γεωπολιτικά τον αγωγό δεν υπάρχουν.
Ίσως, να συνέφερε την Ευρώπη ένας εναλλακτικός αγωγός ενεργειακού ανεφοδιασμού της. Η υλοποίηση, όμως, του αγωγού περιείχε γεωπολιτικούς κινδύνους τους οποίους η ανύπαρκτη στρατιωτικά και γεωπολιτικά Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει. Προϋποθέτει, δηλαδή, ρήξη με την Τουρκία στις απαιτήσεις της στην παράνομη ανακήρυξη της «Γαλάζιας Πατρίδας». Άρα, ο πατέρας του EastMed εξέλειπε, η ωφελούμενη ΕΕ δεν έχει την διάθεση να αναλάβει τις ευθύνες της και οι δευτερεύοντες παίκτες, όπως η κυβέρνηση στην Αθήνα ή τη Ρώμη είναι παθητικές, Περιμέναμε, λοιπόν, από τις ΗΠΑ να αναλάβουν τα πάντα.
Μπορεί οι ΗΠΑ να υποχώρησαν για να ικανοποιήσουν τον Ερντογάν. Αλλά από την αρχή είχαν επιφυλάξεις. Όταν οι κύριοι παράγοντες που ενδιαφέρονται για τον αγωγό αδιαφορούν ή δεν υπάρχουν μπορούμε να ρίξουμε όλες τις ευθύνες στην Ουάσιγκτον;
Τι χάσαμε από την ακύρωση του EastMed ως αγωγού;
Οικονομικά τίποτε. Η Ελλάδα θα γινόταν χώρα διέλευσης. Μπορεί οι εναλλακτικές λύσεις για να προωθηθεί το φυσικό αέριο από τις ίδιες περιοχές στην Ευρώπη να είναι συμφερότερες από άποψη οικονομίας.
Εκείνο που ενδεχομένως να σκεφθεί κανείς ότι χάσαμε είναι η διαδικασία –όχι ο αγωγός– EastMed Act και ο εξαναγκασμός της Τουρκίας να αποδεχθεί τετελεσμένα σε σχέση με την ελληνική ΑΟΖ που θα της επιβάλλονταν από ισχυρές δυνάμεις για να προχωρήσει ο αγωγός.
Ο EastMed Act ως διαδικασία ήταν και είναι κάτι ευρύτερο του αγωγού. Περιλάμβανε τον αγωγό αλλά δεν ήταν και δεν είναι, μόνο, ο αγωγός.
Είναι η διαδικασία σύγκλισης και συνεργασίας χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία συμμετέχουν Ελλάδα και Κύπρος, να συνδιαμορφώσουν μια ομάδα χωρών που θα συνεργασθεί οικονομικά, ίσως πολιτικά, και αργότερα και γεωπολιτικά, ως αντιστάθμισμα της τουρκικής αξίωσης να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να συνδιαλέγεται με τις χώρες αυτές με όρους υποταγής.
Στη διαδικασία αυτή ad hoc θα συμμετείχαν και οι ΗΠΑ, ή η Γαλλία, ή η Ιταλία. Αυτή η διαδικασία όχι, μόνο, δεν ακυρώνεται με την ατυχή επιστολή του State Department αλλά έχει πάρει και τη μορφή νόμου στις ΗΠΑ. Θα συνεχισθεί και υποστηρίζεται και από τα δύο μεγάλα κόμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως διαβεβαιώνει ο Έντυ Ζεμενίδης στην εκπομπή «Ο Καφές της Κυριακής» της διαδικτυακής τηλεόρασης Ανιχνεύσεις web tv αυτή η διαδικασία είναι ενεργή και οι Ελληνοαμερικανοί πιέζουν να συμμετάσχει ο Αμερικανός ΥΠΕΞ στην συνάντηση 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ +ΗΠΑ) όποτε γίνει.
Η άλλη απώλεια από την υποχώρηση της ιδέας του EastMed ήταν η πίεση να αποδεχθεί η Τουρκία ΑΟΖ που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της θάλασσας. Ούτε και αυτό έχει χαθεί ως δυνατότητα. Διότι οι ΗΠΑ δήλωσαν πως υποστηρίζουν την διαδικασία ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας με Αίγυπτο (Euro-Africa Interconnector) και Ελλάδας- Ισραήλ (Euro-Asia Interconnector). Το καλώδιο θα περάσει από περιοχές από τις οποίες θα διήρχετο και ο αγωγός και θα τεθεί και πάλι θέμα του ποιος δικαιούται τι στη διαδρομή αυτή.
Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν ενεργό και δυναμική εξωτερική πολιτική. Δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από τους άλλους. Το πιθανότερο είναι ότι οι ΗΠΑ έκαναν μια κίνηση με πολλαπλά θετικά –γι’ αυτές– αποτελέσματα.
1. -Δημιουργούν προβλήματα στην κατασκευή ενός αγωγού προβληματικού στην οικονομική του απόδοση.
2. -Παράλληλα, ενθαρρύνουν την διακίνηση υγροποιημένου αερίου (LNG) από την ίδια περιοχή αλλά και του δικού τους σχιστολιθικού.
3. -Από την διακίνηση (LNG) με πλοία η ωφέλεια για την οικονομία της Ελλάδας και της Κύπρου είναι μεγαλύτερη.
4. -Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την διπλωματική υποστήριξη του αγωγού είναι ένα δώρο στον Ερντογάν. Ο οποίος για λόγους που μπορεί να προκαλούν ανησυχίες δεν το αξιοποίησε όπως θα περίμενε κανείς στο εσωτερικό του.
5. -Αν τον East Med τον αντικαταστήσει ένας άλλος αγωγός που θα ξεκινά από την Αίγυπτο, θα περνά από το Ισραήλ και μέσω της ΑΟΖ της Κύπρου καταλήγει στην Τουρκία τότε θα πρόκειται για εμφανή υποστήριξη των ΗΠΑ υπέρ της Τουρκίας και σε βάρος Ελλάδας-Κύπρου.
6. –Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ θέλουν πάση θυσία να κρατήσουν την Τουρκία στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στην Ανατολική Μεσόγειο αυτό μπορεί να γίνει με την ένταξή της στην διαδικασία EastMed act. Η ένταξη προϋποθέτει ορισμένες τουρκικές δεσμεύσεις. Εναπόκειται στα κράτη της περιοχής που συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή να επιμείνουν στην τήρηση των αρχών που έχουν συμφωνηθεί, από την Τουρκία. Αν η αμερικανική κυβέρνηση έχει άλλη άποψη να διαφωνήσουν μαζί της και να επιδιώξουν να έρθει το θέμα στο Κογκρέσο το οποίο ψήφισε αυτήν τη διαδικασία και είναι νόμος του κράτους.
Εν κατακλείδι, συμφέρει στα κόμματα να έρθουν σε συνεννόηση για κοινή εξωτερική πολιτική. Σήμερα μπορεί να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αύριο, όμως μπορεί να υπάρχει μια άλλη κυβέρνηση.
Εκείνο το οποίο πρέπει να εξαλείψουν από την πολιτική ζωή της χώρας είναι η δυνατότητα ξένων δυνάμεων να αλλάζουν κυβερνήσεις σαν πουκάμισα. Και αυτό, μόνο με μια κοινή θέση σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας μπορούν να το πετύχουν. Εμπρός, λοιπόν, ήρθε η ώρα.