«Τι πάει να πει αυθεντικό; Αυθεντικό είναι και ένα ρέψιμο. Σου αρέσει;». Απίστευτη ατάκα του Βασίλη Τσιτσάνη, περί αυθεντικότητας ή original, όπως θα λέγαμε στη… νεοελληνική. Ο μέγας συνθέτης, που άλλαξε το ελληνικό τραγούδι, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984. Σύμπτωση; Ναι, αλλά όλη του η ζωή ήταν γεμάτη μυθιστορηματικές συμπτώσεις.
Τρίκαλα-Αθήνα μετ’ εμποδίων
Είχε άλλα 13 αδέλφια, από τα οποία επέζησαν μόνο τα τέσσερα. Ο Βασίλης Τσιτσάνης χάνει τον τσαρουχά πατέρα του, όταν πήγαινε δημοτικό. Και ήταν και καλός μαθητής. Μαθαίνει βιολί για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια. Οι συμπτώσεις που λέγαμε παραπάνω. Από τη μια η βίαιη είσοδος στον κόσμο των ενηλίκων, από την άλλη η νεανική ορμή που κάπου θέλει να ξεσπάσει και να δημιουργήσει. Και ναι μεν φτώχεια και ανάγκη, αλλά και η μόρφωση έχει τη θέση της. Οι σπουδές στη Νομική ήταν το όνειρο της μητέρας του και εκείνος σε ηλικία 22 ετών, το 1937, φεύγει από τα Τρίκαλα και κατεβαίνει στην Αθήνα για αυτό.
Έλα όμως που οι συμπατριώτες που ζουν στην πρωτεύουσα του γυρίζουν την πλάτη, αφού πιστεύουν ότι κηλιδώνει το όνομα του πατέρα του, με το να παίζει μπουζούκι και να λέει τραγούδια για τους περιθωριακούς της εποχής! «Αυτή είναι η εκδίκησή μου» θα πει σε συνέντευξή του, χρόνια μετά, ερωτώμενος για την πανελλήνια αποδοχή των τραγουδιών του, κάτι που αποδεικνύει επίσης πως ο αρνητισμός των άλλων τού είχε κοστίσει κατά το ξεκίνημά του στην Αθήνα.
Ναι, ο νεαρός Βασίλης γνώριζε τους ανθρώπους του περιθωρίου που τον γοήτευαν. Έστω και αν για λόγους υγείας δεν πήγαινε στους τεκέδες. Πάντως το 1937 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, με τίτλο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», ή «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε»,
για να ακολουθήσει λίγο μετά, κατόπιν παραγγελίας από την ίδια εταιρεία, το «Να γιατί περνώ» –πολλοί το αναφέρουν και ως «Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα»– με τη φωνή του Βαμβακάρη.
Η Αρχόντισσα που του άλλαξε τη ζωή
Εννοείται πως η νομική έχει σβηστεί από τον χάρτη. Ο συνθέτης κερδίζει τον εν δυνάμει δικηγόρο, αλλά η δικτατορία του Μεταξά, απαγορεύει τους στίχους του ρεμπέτικου. Το 1938 υπηρετεί τη θητεία του στη Θεσσαλονίκη, στο Τάγμα Τηλεγραφητών. Και τότε ηχογραφεί το τραγούδι που αλλάζει την πορεία του. Η «Αρχόντισσα» ηχογραφήθηκε με τις φωνές του Παγιουμτζή και του Στελλάκη Περπινιάδη. Σύμφωνα με το μύθο η «Αρχόντισσα» ήταν υπαρκτό πρόσωπο μια νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, το 1941.
https://www.youtube.com/watch?v=wXa8a4rum8k
Ακολουθεί το «Θα πάω εκεί στην Αραπιά». Οι πόρτες έχουν ανοίξει για εκείνον αλλά αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό και τις επιφυλάξεις των εταιρειών.
«Άλλοι με σνόμπαραν και άλλοι με φοβόνταν. Πάντως όλοι μαζί με πολεμούσαν», θα δηλώσει πάλι σε κατοπινή του συνέντευξη.
Η θητεία του στη Θεσσαλονίκη, αποδεικνύεται σταθμός στη ζωή του. Εκεί γνωρίζεται με τη 18χρονη Ζωή Σαμαρά, τη γυναίκα της ζωής του και μητέρα του Κωστή και της Βικτωρίας, των δύο παιδιών του. Τον Οκτώβρη του 1940, μία μέρα πριν από την κήρυξη του πολέμου, ο Τσιτσάνης φωνογραφεί το τραγούδι «Μ’ έναν κρυφό αναστεναγμό» (ή «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ)» με τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη.
Την επομένη κιόλας επιστρατεύεται στην πρώτη γραμμή ως τηλεγραφητής, έχοντας φροντίσει πρώτα για την εγκατάσταση της γυναίκας του στα Τρίκαλα, κοντά στη μητέρα του. Επιστρέφει τραυματίας μετά από έξι μήνες και βλέπει το πατρικό του κατεστραμμένο.
Παίρνει τη γυναίκα του, ξαναπάνε στη Θεσσαλονίκη, στους δικούς της, και μια Κυριακή παντρεύονται στον Άγιο Λευτέρη.
Κουμπάρος στον γάμο ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μουσχουντής, προσωπικός φίλος του γαμπρού και λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Με τη βοήθεια του πεθερού του θα ανοίξει εκεί το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», το «βασίλειό» του, απ’ το οποίο περνούν «πλούσιοι και φτωχοί», οι τακτικοί θαμώνες του.
Το θρίλερ με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Στο ουζερί του γράφει, το 1943, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που ηχογραφήθηκε το 1948 με τη Μπέλλου και τον Τσαουσάκη.
Ο Τσιτσάνης είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του, ότι η αφορμή για αυτό το τραγούδι ήταν ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου που έγινε μπροστά του.
Στα τέλη όμως των 70s, ένας παλιός του συνεργάτης, ο Αλέκος Γκούβερης δήλωσε ότι οι στίχοι γράφτηκαν από αυτόν, ύστερα από μια ήττα της ποδοσφαιρικής ομάδας Α.Ε. Λαρίσης και απλώς δόθηκαν στον Τσιτσάνη, ο οποίος διόρθωσε το πρώτο τετράστιχο!
Η υπόθεση φτάνει μέχρι το 2004, όπου αποδεικνύεται ότι το 1943 που γράφτηκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή», η Α.Ε. Λαρίσης δεν υφίστατο καν ως ομάδα και το άλλο ότι υπάρχει δημοσιευμένη δήλωση του Γκούβερη από τις 17 Σεπτεμβρίου του 1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος συνέβαλε στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός μόνο κουπλέ.
Η Αθήνα, οι γνωριμίες και οι Ινδίες
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Τσιτσάνης με τη γυναίκα του και την κόρη τους, μετακομίζουν στην Αθήνα. Είναι πλέον αναγνωρισμένος, αλλά η Ελλάδα μπαίνει στον Εμφύλιο. Ηχογραφεί το «Μην απελπίζεσαι» («Κάνε λιγάκι υπομονή»), στις 11 Νοεμβρίου του 1948, με τη Σωτηρία Μπέλλου, το οποίο αφενός γίνεται τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου, αφετέρου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, προκειμένου να προστατευτούν «η θρησκεία, η πατρίδα, η ηθική και τα ελληνικά ήθη και έθιμα».
Στον ίδιο κατάλογο είχε μπει, άλλωστε, και, το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ηχογραφημένο έναν χρόνο πριν, το ’47, με τις φωνές της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, το ρεμπέτικο βγαίνει σιγά-σιγά στην κανονική ζωή και ο Τσιτσάνης γίνεται πρώτο όνομα. Το 1955 συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζηδάκι για τη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη και τον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου. Αρχίζουν και οι μυθικές συνεργασίες όπως αυτή με την Μαρίκα Νίνου που ανέβηκε στο πάλκο δίπλα στον Τσιτσάνη τον Δεκέμβρη του 1949, υποσκελίζοντας την προκάτοχό της Ιωάννα Γεωργακοπούλου,
Όλος ο πνευματικός κόσμος της εποχής, υποκλίνεται στον Βασίλη Τσιτσάνη και είναι ο Μίκης Θεοδωράκης που τον αποκαλεί «Θεόφιλο της λαϊκής μας μουσικής».
Είναι όμως και η εποχή που οι Ινδίες, λόγω της επιτυχίας των ταινιών της Ναργκίς, γίνονται μόδα στην Ελλάδα. Το λαϊκό τραγούδι πρωτότυπων δημιουργών σαν τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου παραγκωνίζεται και ο Τσιτσάνης είναι εκείνος που τα βάζει με ένα ολόκληρο σύστημα. Αναφερόμενος στην «προχειρότητα» των συναδέλφων του που ξεπατικώνουν ινδικές μελωδίες.
Ραντεβού στο «Χάραμα»
Στα 60s αλλάζουν όλα. Οι νέοι συνθέτες χαράσσουν νέα πορεία στο χώρο του τραγουδιού, ενώ ο Τσιτσάνης αν και χαίρει εκτιμήσεως από παλαιότερους και νεότερους είναι λίγο σαν να χάνει έδαφος. Να όμως που στην δεκαετία του ’70, ένας χώρος, το «Χάραμα» στην Καισαριανή, τον επαναφέρει στο προσκήνιο.
Τη δεκαετία του 1970, δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη στο «Χάραμα» τραγουδούν, κάνοντας τα περάσματά τους, οι μεγαλύτερες νεότερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας: Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Μαρίζα Κωχ, Τάνια Τσανακλίδου, Αλεξάνδρα. Με κάποιες συνεργάζεται και στη δισκογραφία, όπως με τη Γαλάνη,
ενώ τελευταία στενή συνεργάτιδά του είναι η Χαρούλα Λαμπράκη.
Το 1978 κυκλοφορεί την τελευταία μεγάλη του επιτυχία. Ναι, ο κόσμος έχει επιστρέψει.
Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Ο Μίκης Θεοδωράκης παίρνει την πρωτοβουλία και οι τέσσερις μεγαλύτεροι δήμοι του Πειραιά (Νίκαια, Δραπετσώνα, Κορυδαλλός και Κερατσίνι) τον τιμούν στο Κατράκειο Θέατρο, απονέμοντάς του μετάλλιο για την προσφορά του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Στις 21 Δεκεμβρίου 1983 ανεβαίνει για τελευταία φορά στο πάλκο.
Με την είσοδο του 1984, ο Τσιτσάνης μεταβαίνει στο Λονδίνο. Οι γιατροί τον βάζουν εσπευσμένα στο χειρουργείο, παρουσία της κόρης του.
Πέντε μέρες μετά την επέμβαση δεν αισθάνεται καλά και ρωτά τον γιατρό τι συμβαίνει. Επτά μέρες μετά την εγχείρηση, ο Βασίλης Τσιτσάνης πεθαίνει στο δωμάτιο του λονδρέζικου νοσοκομείου στις 18 Ιανουαρίου του 1984, την ίδια μέρα που γεννήθηκε. Η σορός του μεταφέρεται στην Αθήνα και η είδηση του θανάτου του κάνει τον γύρο του κόσμου. Οι γαλλικές εφημερίδες θα γράψουν, μεταξύ άλλων: «Για τον λαό του είναι πάνω και από βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν η ελληνική μουσική δεν θα ήταν ποτέ αυτό που είναι σήμερα».