Οι πρώτες μέρες του 2022 ταρακούνησαν όλον τον κόσμο με τις απρόβλεπτες εξελίξεις στο Καζακστάν, στο οποίο από την εποχή των σταλινικών διώξεων μένουν γύρω στις 10.000 Έλληνες. Ανέκαθεν οι ασιατικές περιοχές της Ρωσίας ήταν μέρος εξορίας των ανεπιθύμητων και αντιφρονούντων ατόμων. Δεν αποτέλεσε εξαίρεση και το Καζακστάν, τα σημερινά εδάφη του οποίου ελέγχονταν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία από τον 19ο αιώνα.
Οι σοβιετικές Αρχές δεν άλλαξαν πολλές από τις πρακτικές της τσαρικής εποχής και από τη δεκαετία του 1920 εντατικοποίησαν την πολιτική των διώξεων και των εξοριών.
Στο Καζακστάν σε όλη την περίοδο της ηγεσίας του Ιωσήφ Στάλιν μεταφέρθηκαν μαζικά οι Ουκρανοί, οι Γερμανοί του Βόλγα, οι Κορεάτες της Άπω Ανατολής, οι Τούρκοι Μεσχετίνοι από τη Γεωργία, οι λαοί του Βόρειου Καυκάσου κ.ά. Την ίδια μοίρα ακολούθησαν αρκετοί Έλληνες από τις παρευξείνιες περιοχές της ΕΣΣΔ.
Ποιοι είναι οι Καζάκοι…
Το βόρειο μέρος των σύγχρονων περιοχών του νέου απέραντου κράτους της Δημοκρατίας του Καζακστάν ανάμεσα στην ευρωπαϊκή Ρωσία και την Κίνα μπήκε στη σφαίρα των συμφερόντων των τσάρων ακόμα από την εποχή του Ιβάν (Ιωάννη) του Τρομερού. Τότε οι ίδιοι οι Καζάκοι, αποτελούνταν από πολλές νομαδικές τουρκόφωνες φυλές και φυλετικές ενώσεις και δεν είχαν συγκεκριμένα όρια στις συνεχείς μεταναστεύσεις τους.
Η ονομασία Καζάκ, σύμφωνα με την κύρια εκδοχή της εξήγησης του συγκεκριμένου όρου, μεταφράζεται από τα παλαιά τουρκικά ως «ελεύθερος» και εκφράζει το νομαδικό τρόπο ζωής των ανθρώπων της στέπας.
Η λέξη «σταν» έχει ιρανική προέλευση και μεταφράζεται ως «γη, μέρος». Στην ουσία η λέξη Καζακστάν μπορεί να μεταφραστεί ως «γη των ελεύθερων ανθρώπων».
Την ίδια ονομασία με την ίδια έννοια διεκδικούν ιστορικά και οι Ρώσοι ακρίτες –Κοζάκοι (στα ρωσικά «Καζάκ», η πιο παλιά εκδοχή «Κοζάκ»). Το 1936 με την αλλαγή του καθεστώτος του Καζαχστάν από Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στα πλαίσια της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας σε Καζακική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία στην ονομασία Καζάκ άλλαξαν το τελευταίο γράμμα σε «χ» – Καζάχ. Έτσι και η χώρα των Καζάχων στα ρωσικά άρχισε να προφέρεται ως Καζαχστάν. Αυτή η παράδοση διατηρήθηκε στη Ρωσία και μετά την αποκοπή του Καζακστάν (Καζαχστάν) από τη ΕΣΣΔ στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Ο πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού κόμματος του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ έγινε πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Ο σημερινός πρόεδρος Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγιεφ κυβερνάει το Καζακστάν από το 2019.
Οι Ρώσοι στις πρώτες επαφές τους με τους Καζάκους τους αποκαλούσαν ως Κιργίζιους. Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε μέχρι το 1925. Οι Καζάκοι και οι Κιργίζιοι είναι συγγενείς λαοί, που σήμερα έχουν ξεχωριστές κρατικές οντότητες.
Το Καζακστάν μέχρι το 1936 κληρονόμησε από την παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της μετά τη Ρωσία και σήμερα κατέχει την έκταση των 2.724.902 τετραγωνικών χιλιομέτρων με πληθυσμό 18.984.845 πολίτες. Σε μια απλή σύγκριση η έκταση του Καζακστάν χωράει πέντε κράτη σαν τη Γαλλία, ενώ έχει πολύ λιγότερο πληθυσμό. Οι Καζάκοι αποτελούν το 70% του πληθυσμού της χώρας και το 18% (από 43% τη σοβιετική περίοδο) οι Ρώσοι. Η πρωτεύουσα του Καζακστάν μεταφερόταν από πόλη σε πόλη: Κιζιλορντά (1925), Αλμά Ατά ή Αλμάτι (1927), Ακμολά (1997). Η πόλη Ακμολά, το 1998, μετονομάστηκε σε Αστάνα και το 2019 σε Νουρ-Σουλτάν.
Η Κιργιζία έχει έκταση των 199.951 τετραγωνικών χιλιόμετρων με πληθυσμό 6.389.500 πολίτες. Οι Κιργίζιοι αποτελούν το 74% του πληθυσμού της χώρας. Η πρωτεύουσα της Κιργιζίας (Κιργιζστάν) είναι πόλη Μπισκέκ. Και η Κιργιζία, το 1942, δέχτηκε ένα μέρος των εξόριστων Ελλήνων.
Οι Έλληνες μεταφέρονται στο Καζακστάν
Η σοβιετική εξουσία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση μετέτρεψε το ασιατικό μέρος της ΕΣΣΔ από μέρος των ατομικών εξοριών σε «χώρο υποδοχής» ολόκληρων εθνοτήτων. Το φαινόμενο των βίαιων εξοριών πήρε δραματικές διαστάσεις, τις δεκαετίες 1930 και 1940. Η βίαιη μεταφορά του κόσμου από τις ιστορικές τους περιοχές στα άγονα μέρη της Ασίας εξυπηρετούσε για τους δικούς της λόγους την απολυταρχική εξουσία του Ιωσήφ Στάλιν, που ακολουθούσε το δρόμο της εσωκομματικής σύγκρουσης και αμφισβήτησης της αξιοπρέπειας των απλών ανθρώπων.
Οι Έλληνες όπως και πολλά άλλα έθνη, μερικώς ή ολικώς, μεταφέρθηκαν στη Σιβηρία, Άπω Ανατολή, Καζακστάν και τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας. Συνολικά φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξορίστηκαν τις δεκαετίες 1930-1940 γύρω στις 90.000 Έλληνες.
Το πρώτο κύμα των εξόριστων Ελλήνων, το 1942, δέχτηκε το βόρειο Καζακστάν στις πόλεις Καραγκαντά, Κοκτσετάφ (καζ.- Κοκτσετάου) κ.ά. Ήταν οι Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο, που κατοικούσαν στην περιφέρεια Κρασνοντάρ (Κουμπάν). Το νότιο Καζακστάν, τον Ιούνιο του 1949, δέχτηκε το δεύτερο κύμα των εξόριστων Ελλήνων. Αυτή τη φορά εξορίστηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες της περιφερείας Κρασνοντάρ, της Αμπχαζίας και της Αντζαρίας. Οι εξόριστοι είχαν διασκορπιστεί σε απόσταση γύρω στα 700 χιλιόμετρα από την πόλη Τσιμκέντ (σήμερα Σιμκέντ) έως την Αλμά-Ατά (σήμερα Αλμάτι). Η απόσταση από τις βόρειες περιοχές με εξόριστους Έλληνες μέχρι τις νότιες περιοχές ανερχόταν σε πάνω από χίλια χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή.
Το Καζακστάν δέχτηκε συνολικά γύρω στις 45.000 με 55.000 Έλληνες. Στους εξόριστους απαγορευόταν η απομάκρυνσή τους από τις ζώνες διαμονής τους.
Οι ιστορίες των Ελλήνων του Καζακστάν
Για αρκετά χρόνια ως ιστορικός ασχολήθηκα με την καταγραφή των οικογενειακών ιστοριών των Ελλήνων του Καζαχστάν. Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί η ιστορία της Βέρας Γιακουπίδη, η οποία εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Προξενείο της Ελλάδας στο Καζακστάν και εξακολουθεί να μένει σε ένα προάστιο του Αλμάτι Πανφίλοβο (Ταμπακσοβχόζ).
«Γεννήθηκα το 1961 στο Καζακστάν. Ο πατέρας μου Παντελής του Γεωργίου γεννήθηκε το 1917 στο ελληνικό χωριό Μερτσάνσκογιε της περιοχής Κριμσκ περιφέρειας Κρασνοντάρ. Οι οικογένειά του ήρθε στην περιοχή Κουμπάν από την Τραπεζούντα. Η μαμά μου Ηλιοπούλου Μαρία του Ελευθερίου γεννήθηκε στο Βίτιαζεβο κοντά στην Ανάπα (Αρχαία ελληνική Γοργιππία).
»Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1941. Την ίδια χρονιά τους εκτόπισαν στο ελληνικό χωριό Σπάρτα του Κεντρικού Καυκάσου και λίγο αργότερα ακόμα πιο βαθιά σε αυτή την περιοχή του Καυκάσου. Οι γονείς μου έζησαν τις δυσκολίες του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, όμως μέχρι το 1946 είχαν αποκτήσει ήδη τρία παιδιά. Μια κόρη και δυο γιους. Η εξορία στο βάθος του Καυκάσου μάλλον δεν έφθανε για τις σοβιετικές Αρχές και ο πατέρας μου ως Έλληνας υπήκοος μπήκε στις λίστες για την εξορία στο Καζακστάν, στις 13 Ιουνίου 1949.
Η μητέρα μου ως Ελληνίδα με τη σοβιετική υπηκοότητα θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τον πατέρα μου, και όμως αυτή παρέμεινε δίπλα του και του γέννησε στο Καζακστάν άλλες τρεις κόρες. Μια από αυτές είμαι και εγώ.
»Τα πρώτα χρόνια στο Καζακστάν ήταν πολύ δύσκολα. Οι Έλληνες έπρεπε να δηλώνουν παρόν στο διοικητήριο. Οι συνθήκες της ζωής τους και της εργασίας τους ήταν αβάσταχτες. Μετά το θάνατο του Στάλιν η κατάσταση άλλαξε. Πολλοί από τους εξόριστους επέστρεψαν στον Καύκασο. Εμείς μείναμε στο Καζακστάν. Δεθήκαμε με τον υπόλοιπο πληθυσμό διαφορετικών εθνικοτήτων. Στο χωριό μας, που παλιά λεγόταν Ταμπακσοβχόζ (ταμπάκ=καπνός, σοβχόζ=είδος σοσιαλιστικού κολεκτιβιστικού αγροκτήματος), ζουν και στις μέρες μας πολλοί Έλληνες του Πόντου. Το χωριό μας μεταξύ μας το ονομάζουμε «Καπνοχώρι». Διατηρούμε τη μητρική μας γλώσσα, τους χορούς, τη μουσική, τα τραγούδια», είπε η Βέρα Γιακουπίδη.
Ένας ακόμα Έλληνας του Καζακστάν μένει σήμερα στην Αθήνα. Ιατρός ουρολόγος Παναγιώτης Ξανθόπουλος γεννήθηκε, το 1948, στο ελληνικό χωριό Αζάντα στην Αμπχαζία. Αυτός στην ηλικία ενός χρόνου με τους γονείς του τον Λάζαρο και την Ελένη βρέθηκε, τον Ιούνιο του 1949, στο τρένο της εξορίας. Μιλώντας για την περίοδο των σταλινικών διώξεων, ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος τις αποκάλεσε «πραγματική γενοκτονία». Στο βαγόνι, που ήταν φτιαγμένο για τη μεταφορά ζώων, ο μικρός Παναγιώτης πέρασε κλινικό θάνατο. Η μητέρα έκανε πως τον νανούριζε για να μην τον πετάξουν έξω στη στέπα οι στρατιώτες. Οι άνθρωποι γύρω τις έλεγαν, πως πρέπει να ζητήσει να τον θάψει. Αυτή, νοσηλεύτρια στο επάγγελμα, δεν τους άκουγε και τελικά κατάφερε να τον επαναφέρει στη ζωή.
«Αν δεν είχαμε τη στήριξη των Καζάκων, αυτού του φιλόξενου και καλού λαού, ίσως θα χάναμε και το μεγαλύτερο μέρος των εξόριστων πληθυσμών. Δίπλα μας το ίδιο κακό ζούσαν και οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί, οι Γερμανοί, οι Τσετσένιοι, οι Καρατσάι, οι Ιρανοί… Εγώ μικρός ερωτεύτηκα μια Γερμανίδα. Ήταν πολύ όμορφη. Όλοι ήμασταν ερωτευμένοι μαζί της. Όμως αυτή παντρεύτηκε έναν άλλον δικό μας Έλληνα», είπε με χαμόγελο και τη θλίψη ταυτόχρονα για τα πρώτα χρόνια της ζωής τους στην εξορία ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος.
Σήμερα ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος είναι γνωστός ως ιατρός ουρολόγος, πολιτικός, υποψήφιος για το ελληνικό Κοινοβούλιο, και ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου των Απόφοιτων των ΑΕΙ της πρώην ΕΣΣΔ και Ποντίων Επιστημόνων.
Σήμερα οι Έλληνες του Καζακστάν και της Κιργιζίας είναι οργανωμένοι στο Σύνδεσμο Ελληνικών Σωματείων «Φιλία». Ένας από τους πρωτεργάτες του και για πολλά χρόνια πρόεδρός του ήταν ο Παύλος Θεοδωρίδης, φυσικός στο επάγγελμα.
Ο Παύλος Θεοδωρίδης έχει αφιερώσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην εργασία στον τομέα ενέργειας στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν και αργότερα στη νεοσύστατη Δημοκρατία του Καζακστάν. Είναι ενεργό μέλος της Συνέλευσης των λαών του Καζακστάν υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας του Καζακστάν και πολλές φορές τιμήθηκε με τα ανώτατα παράσημα και μετάλλια του κράτους. Ειδική θέση στην ελληνική του ψυχή έχει ένα από τα ανώτατα παράσημα της Ελλάδας, ο Αργυρός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος.
Από τον κόσμο της στέπας σε μια αναπτυγμένη χώρα
Οι Καζάκοι, αυτός ο πρωτόγονος λαός, που την δεκαετία του 1940 ζούσε ακόμα με τους παλιούς νομαδικούς νόμους της στέπας, δέχτηκε μεγάλη ροή των εξόριστων λαών και κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να εκσυγχρονιστεί. Στη γρήγορη ανάπτυξη του Καζακστάν έπαιξαν ρόλο οι νέοι του κάτοικοι. Η χώρα γέμισε από εργατικό και μορφωμένο δυναμικό. Στα απλά σχολεία πολλές φορές δίδασκαν οι εξόριστοι καθηγητές πανεπιστημίων.
Οι Καζάκοι θαύμασαν τον ελληνικό πολιτισμό. Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα περίμεναν τις χριστιανικές γιορτές για να τις ζήσουν μαζί με τους Έλληνες. Το Πάσχα τσούγκριζαν τα πασχαλινά αυγά με τους Ορθόδοξους γείτονές τους
Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις δύσκολης θέσης των Ποντίων, που επιχειρούσαν να πουν τα μυστικά τους στην ποντιακή διάλεκτο. Πολλοί Καζάκοι από τις περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό μιλούσαν άπταιστα ποντιακά. Όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, οι Έλληνες κέρδιζαν τους διπλανούς λαούς με την βαθιά αφοσίωσή τους στην αρχαία τους παράδοση. Δεν έλειπαν και οι συγκρούσεις ανάμεσα σε πολυάριθμους λαούς του Καζακστάν. Εδώ, στα δύσκολα, οι Έλληνες ήταν ενωμένοι. Ακόμα και σήμερα οι Καζάκοι, όπως και άλλοι εξόριστοι λαοί του Καζακστάν θυμούνται τους Έλληνες ως γενναίους και ανοιχτόκαρδους ανθρώπους.
Μετά την καταδίκη της σταλινικής πολιτικής στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, ξεκίνησε σχετικά ελεύθερη ζωή του απλού κόσμου. Στη συνείδηση των απλών ανθρώπων άρχισε να δυναμώνει η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ένα μέρος των Ελλήνων έμεινε στους νέους τόπους κατοικίας τους, ενώ υπήρχε μια συνεχή ροή μετεγκατάστασης των Ελλήνων στον Καύκασο και την Ελλάδα. Η νέα γενιά των Ελλήνων, από τη δεκαετία του 1960, όλο και περισσότερο επέλεγε τις σπουδές στα τεχνικά και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα εγγόνια των προσφύγων από τον Πόντο, ενώ έζησαν τις σταλινικές διώξεις και εξορίες, κατέλαβαν τις θέσεις στην κοινωνία του Καζακστάν, που τους άξιζαν.
Το Καζακστάν ακολουθεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στην ανάπτυξη της, που έχει μακροχρόνιους αμετάβλητους στόχους με έναν τίτλο: «Η Κατεύθυνση του Καζακστάν – 2050: Κοινός στόχος, Κοινά συμφέροντα, Κοινό Μέλλον».
Το Καζακστάν αντιμετωπίζει την πρόκληση να εισέλθει στο κλαμπ των 30 πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου.
Για την υλοποίηση αυτού του στόχου ορίστηκαν επτά κατευθύνσεις ανάπτυξης, που έχουν σχέση με την ενίσχυση των καινοτομιών στη βιομηχανοποίηση, την ανάπτυξη καινοτομιών στο ενιαίο βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, τη δημιουργία μιας οικονομίας βασισμένης στην επιστημονική γνώση, τη δυναμική ανάπτυξη της υποδομής, τις μεταφορές, την ενέργεια, την ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τη δημιουργία νέων ευκαιριών για την αξιοποίηση του δυναμικού του Καζακστάν, τη βελτίωση της λειτουργίας των κρατικών φορέων.
Το 2014 επισκέφτηκα το Διεθνές Οικονομικό Φόρους της Αστάνα. Στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ο υπουργός εξωτερικών του Καζακστάν Ερλάν Ιντρίσοβ απαντώντας στην ερώτησή μου δήλωσε μπροστά στους δημοσιογράφους από πολλές χώρες συμπεριλαμβανόμενης και της Τουρκίας πως «Οι Έλληνες του Καζαχστάν είναι κυρίως ποντιακής καταγωγής. Αυτοί ανέκαθεν αποτελούσαν γέφυρα για την καθιέρωση και διατήρηση των καλών σχέσεων ανάμεσα στο Καζακστάν και την Ελλάδα. Εμείς βλέπουμε τους Έλληνες όπως και τους Γερμανούς και άλλες εθνικότητες που κατοικούσαν ή κατοικούν μέχρι σήμερα στο Καζακστάν ως διαμεσολαβητές στις σχέσεις μας με τις χώρες της εθνικής τους προέλευσης».
Η ταραχώδη ιστορία στο διάβα του 20ου αιώνα στο χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης εγκυμονεί κινδύνους και στο απώτερο μέλλον. Όμως οι Έλληνες, που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές της Ασίας επιθυμούν ένα πράγμα, την ειρηνική συμβίωση με τους άλλους λαούς. Όλες τις υπόλοιπες προκλήσεις αυτοί όπως και παππούδες τους θα αντιμετωπίσουν χάρη σε ελληνικό τους δαιμόνιο.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός