Το πώς έζησαν τις αιματηρές συγκρούσεις στο Αλμάτι, τη μεγαλύτερη πόλη του Καζακστάν και οικονομική πρωτεύουσα, περιέγραψαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι Έλληνες της περιοχής, οι οποίοι προσπαθούν να επιστρέψουν στους καθημερινούς τους ρυθμούς.
Το Καζακστάν συγκλονίστηκε από διαδηλώσεις που πήραν τη μορφή ένοπλων συγκρούσεων, από τις λεηλασίες σε δημόσια κτήρια, καταστήματα και σπίτια, αλλά και από τις καταστροφές σε υποδομές.
Οι ταραχές ξεκίνησαν λόγω της ανόδου στις τιμές των καυσίμων και πήραν ανεξέλεγκτη μορφή, με τον πρόεδρο να κάνει λόγο για έξωθεν παρέμβαση για την αποσταθεροποίηση της χώρας. Ο απολογισμός είναι 165 νεκροί και 2.265 τραυματίες, εκ των οποίων οι 83 σε κρίσιμη κατάσταση στα νοσοκομεία. Το κόστος από τις καταστροφές υπολογίζεται σε 2-3 δισ. δολάρια.
Όπως είπαν οι ομογενείς, κλεισμένοι στα σπίτια τους και με τα φώτα σβηστά τις νύχτες, και χωρίς τηλέφωνο και διαδίκτυο, έβλεπαν τους αντικαθεστωτικούς να βγαίνουν μέσα από δρόμους και πάρκα, «όπως οι ακρίδες στα χωράφια» και να επιτίθενται σε αστυνομικούς και στρατιώτες που απαντούσαν με πυροβολισμούς.
Η 21χρονη Αναστασία Χαραλαμπίδου βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της κοντά στο αεροδρόμιο του Αλμάτι όταν ξεκίνησαν οι ταραχές, στις 4 Ιανουαρίου. «Αρχικά πίστεψα ότι όλα τελειώσουν σύντομα. Αλλά όταν διακόπηκε η σύνδεση με το ίντερνετ και οι γραμμές των σταθερών τηλεφώνων έγιναν “αδύναμες”, κατάλαβα πως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος. Ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας. Δεν μπορούσα να μετακινηθώ στα σπίτια των συγγενών μου.
»Ξαφνικά τη νύχτα είδα από το παράθυρο πως πήδηξαν μέσα στην αυλή της μονοκατοικίας μας άγνωστοι μασκοφόροι. Με κυρίεψε τρόμος. Περίμενα ότι θα έσπαγαν την εξώπορτα και θα έμπαιναν στο σπίτι. Ευτυχώς κατάφερα να τηλεφωνήσω από το σταθερό στον θείο μου ο οποίος έσπευσε με άλλους συγγενείς και φίλους, παραβιάζοντας το καθεστώς απαγόρευσης κυκλοφορίας και διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν πάρει. Τελικά, κρατώντας φτυάρια και τσουγκράνα κατάφεραν να διώξουν τους αγνώστους από την αυλή, που πιθανόν ήρθαν για πλιάτσικο, αλλά δεν ξέρω...».
Η 21χρονη είναι κόρη του Κωνσταντίνου Χαραλαμπίδη, γνωστού σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ που ζει στη Μόσχα. Και ενώ εκείνη εγκατέλειψε το Αλμάτι με ρωσικό στρατιωτικό αεροσκάφος, ο πατέρας της εκφράζει φόβους για το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της έντασης. Στην πόλη του Καζακστάν εξακολουθούν να ζουν η μητέρα του και συγγενείς του.
Πλέον στο Αλμάτι , όπως έγραψε στο Facebook ο φαρμακοποιός Παντελής Παπαδόπουλος, άνοιξαν τα σουπερμάρκετ και τα φαρμακεία. Η σύνδεση στο διαδίκτυο έχει αποκατασταθεί μερικώς, για λίγες ώρες το πρωί και το απόγευμα. Την ίδια ώρα, συνεχίζεται η μεγάλη επιχείρηση καθαρισμού της πόλης.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ επικοινώνησε και με τον ομογενή επιχειρηματία Σωκράτη Π.: «Μην γράψετε το όνομά μου. Γεννήθηκα εδώ και για πρώτη φορά στα 60 μου χρόνια αισθάνθηκα απόλυτη ανασφάλεια. Δεν μιλάμε, φοβόμαστε να σχολιάζουμε τα γεγονότα, δεν κοιτάμε στα μάτια ο ένας τον άλλο γιατί πλέον καταλαβαίνουμε όλοι μας ότι η αυριανή μέρα σίγουρα δεν θα είναι η ίδια. Δεν είχα παλιννοστήσει στην Ελλάδα την εποχή του ’90, αλλά ίσως να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου».
Τον «απόλυτο τρόμο» περιέγραψε και η Ναταλία Τιφαντσίδη, διευθύντρια στο δεκατάξιο σχολείο στο Ταμπάκ Σοβχός Πανφίλοβο και τοπική βουλευτής. Το σπίτι της είναι 16 χιλιόμετρα από το Αλμάτι, το οποίο «μετατράπηκε σε σωρό σκουπιδιών». Υπό το φόβο των πλιατσικολόγων, όπως είπε, έχουν δημιουργηθεί ομάδες κατοίκων που κάνουν νυχτερινές περιπολίες. Η ίδια εκτίμησε ότι θα χρειαστεί ακόμα μία εβδομάδα για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Η Β.Γ., που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καζακστάν και μίλησε υπό το καθεστώς ανωνυμίας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τόνισε πως φοβάται ότι η ζωή δεν θα είναι όπως πριν.
Μέχρι στιγμής πάντως όλοι οι ομογενείς φέρονται να είναι καλά στην υγεία τους, όπως μπόρεσε να επιβεβαιώσει και ο ιστορικός Νίκος Σιδηρόπουλος, ο οποίος ζει στη Μόσχα και για ημέρες προσπαθούσε να επικοινωνήσει με συγγενείς του που βρίσκονται στο Αλμάτι.
Το Καζακστάν των Ελλήνων
Το Καζακστάν ως χώρα σημάδεψε τη δραματική ιστορία των Ελλήνων Ποντίων της πρώην ΕΣΣΔ. «Οι γονείς και οι παππούδες μας διωγμένοι το 1922 από τον Πόντο στη Μαύρη Θάλασσα της Ρωσίας και από εκεί, το 1949, στο Καζακστάν μπόρεσαν να επιβιώσουν δημιουργώντας νέα ζωή παντού», τόνισε ο Νίκος Σιδηρόπουλος.
Υπολογίζεται ότι συνολικά από τον Καύκασο (Γεωργία, Αρμενία), την Κριμαία και τη Ρωσία εκτοπίστηκαν στο Καζακστάν περίπου 60.000 Πόντιοι.
Μέχρι το 1990 που ξεκίνησε η διαδικασία επιστροφής στην Ελλάδα, στη χώρα ζούσαν περίπου 100.000 ομογενείς. Σήμερα διαμένουν περίπου 10.000-12.000· η ελληνική κοινότητα είναι οργανωμένη σε 14 συλλόγους που εκπροσωπούνται από την Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων «Φιλία» με πρόεδρο τον καθηγητή Φυσικής Γιώργο Ιορδανίδη.
- Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Προκοπίδου.