Γέννημα-θρέμμα του Πρωτοχωρίου Κοζάνης, ο Γρηγόριος Κουσίδης με την κεμεντζέ του μεγάλωσε πολλές γενιές Ποντίων. Η απώλειά του, σήμερα, 94 χρόνια μετά από τη μέρα που είδε το φως της ζωής είναι αβάσταχτη όχι μόνο για την οικογένειά του αλλά και για όλους όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του.
«Ο Βοράς» ή «κεμεντσετσής τη Πορτοραζί» αγαπήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες της γενιάς του, παρόλο που δεν ήταν και τόσο γνωστός όσοι άλλοι κεμεντσετσίδες.
Οι ρίζες της οικογένειάς του ήταν στο χωριό Κοντού της Καπήκιοϊ της Ματσούκας. Οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στο Πρωτοχώρι, το 1922, και έξι χρόνια αργότερα, τον έφεραν στη ζωή. Λύρα έμαθε σχετικά μεγάλος, όταν έφευγε στρατιώτης. Αφορμή στάθηκε ο θυμός του για έναν λυράρη που αρνήθηκε να παίξει στο γλέντι του αποχαιρετισμού γιατί δεν υπήρχαν χρήματα να πάρει. Τότε αποφάσισε να υπηρετεί τις μουσικές παραδόσεις του χωριού του.
Κάποτε εξομολογήθηκε στον Δημήτρη Πιπερίδη πώς προέκυψε το παρατσούκλι «Βοράς». «Επή’αμε κάποτε με τ’ έναν παρέαν σο κυνήγι, σα περδίκια. Κι έξεραν, επολέμανανε να κρούν’ τα περδίκια καρσί σο βοράν. Χαμάν ελάγκεψα. Ατά σο βοράν μερέαν καμίαν κι θα κρους ατα, είπ’ ατς… Ατοίν εγέλασαν κι όνταν έρθαμε ‘ς σο χωρίον εκόλτσαν εμέ Βορά…», του είχε πει (3ο τεύχος του Άμαστρις, Ιούλιος 2009).
Η είδηση του θανάτου σκόρπισε θλίψη σε όλους όσοι είχαν τη χαρά να μοιραστούν στιγμές μαζί του.
«Υπάρχουν άνθρωποι που, κι αν ακόμα αποδημήσουν εν Κυρίω, ουσιαστικά δεν φεύγουν ποτέ. Οι τοξαριές, οι ήχοι που παράγουν τα ευλογημένα δάχτυλά τους, το πάθος τους, η ενέργειά τους και κυρίως η αγάπη τους για το όργανο αυτό και για την διαιώνισή του παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
»Τι ωραιότερο από το να ξέρεις πως σίγουρα τα κερία και το καντηλόπο σ’ θα φωτάζ’νε σο κοιμητήρι σ’ γιατί όλοι οι Πορτοραζέτ’ που σε αγαπάνε αληθινά δε θα σε λησμονήσουν ποτέ και προπαντώς οι νέοι.
Οι προσευχές μας θα σε συνοδευούν σο υστερ’νόν ταξίδι σ’. Καλό Παράδεισο, θείο Βορά!», έγραψε ο Αλέξης Παρχαρίδης, στο προφίλ του στο Facebook.