Ένας από τους παλαιότερους δρόμους της Θεσσαλονίκης είναι η οδός Τσιμισκή. Πριν από τη μεγάλη φωτιά του 1917 η οδός με το συγκεκριμένο όνομα ήταν η παραλιακή της πόλης, ενώ στο σχέδιο του Ερνέστ Εμπράρ για την ανοικοδόμηση το ίδιο όνομα δόθηκε στη δεύτερη παράλληλο, αυτήν που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Η πρόκριση στην ονομασία προέκυψε από τις οξυμένες τότε ελληνοβουλγαρικές σχέσεις και την ανάγκη σύνδεσης με τη βυζαντινή ιστορία. Ποιος ήταν όμως ο Ιωάννης Τσιμισκής που πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 976;
Το όνομά του το οφείλει στο Τσίμισκα ή Κίμισκα του Πόντου, τον τόπο γέννησής του. Για τους ποντιακής καταγωγής Έλληνες είναι ο Γιάννες Κιμισκής και «πρωταγωνιστεί» σε ένα ακριτικό δημώδες άσμα¹ να θέλγει νεόνυμφες με τη μουσική του και να μαγεύει μάζες σε γαμήλιες γιορτές.
Γιος του στρατηγού Θεόφιλου Κουρκούα και μέλος της οικογένειας των Φωκάδων από την πλευρά της μητέρας του, θεωρείται από τις χαρισματικές προσωπικότητες της βυζαντινής ιστορίας.
Μικρόσωμος, ξανθός και όμορφος, τολμηρός στις μάχες και ασυναγώνιστος στην τοξοβολία (λέγεται ότι μπορούσε να περάσει το βέλος μέσα από δαχτυλίδι) και την ιππασία (η ταχύτητά του ήταν παροιμιώδης), ο Ιωάννης Τσιμισκής από μικρή ηλικία ακολούθησε τον αδελφό της μητέρας του Νικηφόρο Φωκά στις εκστρατείες του.
Όταν ο θείος του έγινε αυτοκράτορας (963), εκείνος ανταμείφθηκε με το οφίκιο του μάγιστρου και ταυτόχρονα ορίστηκε δομέστικος των σχολών της Ανατολής.
Ενώ όμως ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γνωστός για την ασκητική του ζωή, ο ανιψιός ήταν πασίγνωστος για τις οινοποσίες στις οποίες λάμβανε μέρος, αλλά και για τη… ροπή του στις ερωτικές απολαύσεις. Η σχέση που είχε συνάψει με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, χήρα του Ρωμανού Β’ και σύζυγο του Νικηφόρου Φωκά, φέρεται να ήταν η αιτία που ο θείος του τον ανάγκασε να μείνει έγκλειστος στα κτήματά του στον Πόντο λίγο προτού εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία και τη Συρία.
Κατ’ άλλη εκδοχή, η τιμωρία οφειλόταν στην αντίδρασή του μαζί με όλη τη μικρασιατική αριστοκρατία στα σχέδια του Νικηφόρου Φωκά – οι συνεχείς πόλεμοι, τα άσχημα οικονομικά του κράτους και η επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας είχαν δημιουργήσει κλίμα δυσαρέσκειας
Ο Ιωάννης Τσιμισκής επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη χάρη στη Θεοφανώ, η οποία κατάφερε να κάμψει τις αντιστάσεις του αυτοκράτορα. Εκεί εξύφαναν το σχέδιο για τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, με τη βοήθεια και άλλων συνωμοτών. Στις 10 Δεκεμβρίου 969 ο ανιψιός κατέλαβε το θρόνο στη θέση του θείου.
Όμως, όταν επτά μέρες αργότερα πήγε στην Αγια-Σοφιά, ο πατριάρχης Πολύευκτος του απαγόρευσε την είσοδο. Για να στεφθεί τελικά αυτοκράτορας ανήμερα των Χριστουγέννων χρειάστηκε να εκπληρώσει τρεις όρους: Να διώξει τη Θεοφανώ από τα ανάκτορα, να τιμωρήσει τους αυτουργούς της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά και να ακυρώσει τους νόμους που επέτρεπαν στον αυτοκράτορα να αναμιγνύεται σε θέματα της Εκκλησίας.
Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Ιωάννης Τσιμισκής παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, κόρη του Κωνσταντίνου Ζ’, την επονομαζόμενη «Καλή». Κυκλοφόρησε μάλιστα σχετικό τραγούδι που ειρωνευόταν τις προσπάθειες της Θεοφανώς να απαλλαγεί από τον Νικηφόρο Φωκά ώστε να γίνει γυναίκα τρίτου αυτοκράτορα.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, στράφηκε εναντίον των Ρως που απειλούσαν την ίδια τη Βασιλεύουσα. Κατάφερε να τους νικήσει, να συλλάβει τον Βούλγαρο βασιλιά και σύμμαχό τους Βόρη, και προελαύνοντας να αναγκάσει τον Ρώσο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο να υπογράψει συνθηκολόγηση.
Μετά την απόκρουση του ρωσικού κινδύνου, διέταξε τη βίαιη μεταφορά των Παυλικιανών της Μικράς Ασίας στη Βαλκανική και ύστερα αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Το 973 έστειλε στρατεύματά του στη Μεσοποταμία και έπειτα ο ίδιος, επικεφαλής ορισμένων άλλων τμημάτων, συνενώθηκε μαζί τους, πέρασε τον Ευφράτη και κατέλαβε τη Νίσιβη.
Ύστερα στράφηκε στην Αρμενία, σκοπεύοντας να βαδίσει στη συνέχεια εναντίον της Βαγδάτης. Επέστρεψε όμως στην Πόλη, όπου καθαίρεσε τον πατριάρχη Βασίλειο Σκαμανδρηνό ο οποίος συνωμοτούσε εναντίον του.
Το 975 βρέθηκε πάλι στη Συρία, κυριεύοντας Μπέμπετσε/Ιεράπολη, Μπιρετζίκ/Απάμεια, Χομς/Έμεσα· φτάνοντας στην οχυρωμένη Δαμασκό δέχθηκε την καταβολή ετήσιου φόρου και αμέσως μετά κατευθύνθηκε στον Λίβανο.
Ακούραστος πολεμιστής και ηγέτης, ο Ιωάννης Τσιμισκής περιέτρεχε τα πεδία των μαχών με το σπαθί στο χέρι, αποτελώντας πηγή θάρρους για τους στρατιώτες του.
Βρισκόμαστε στο 976 όταν ξεκίνησε την επιστροφή από την εκστρατεία του. Η Κωνσταντινούπολη ήδη «έβραζε» εναντίον του καθώς είχε ήδη μαθευτεί πως θεωρούσε άδικο να θυσιάζονται οι στρατιώτες και να καταστρέφεται το κράτος για να πλουτίζουν οι ευνούχοι των ανακτόρων.
Έτσι, εξυφάνθηκε σχέδιο για τη δική του δολοφονία: Κατά τη διάρκεια δείπνου στο μέγαρο του πατρίκιου Ρωμανού στην περιοχή της Προύσας κάποιος δηλητηρίασε το ποτό του κατ’ εντολή του παρακοιμώμενου² Βασίλειου.
Τελικά έφτασε στην Κωνσταντινούπολη σε άθλια κατάσταση. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, αφού είχε μοιράσει σε φτωχούς και λεπρούς ένα μέρος από τα όσα είχε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, και αφού είχε εξομολογηθεί στον επίσκοπο Αδριανούπολης Νικόλαο.
Λέγεται ότι το στυγερό έγκλημα της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά είχε «στοιχειώσει» τη συνείδησή του.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Γιάννης Χρονόπουλος, οι μεγαλειώδεις νίκες και ο θελκτικός χαρακτήρας του τον κατέστησαν έναν από τους πιο δοξασμένους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Φιλεύσπλαχνος και μεγαλόψυχος, αντιμετώπισε με επιείκεια τις εξεγέρσεις εναντίον του. Επιδόθηκε σε ένα τεράστιο κοινωφελές έργο και αγαπήθηκε όσο λίγοι. Το θάνατό του θρήνησαν όλοι σχεδόν οι πολίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το τέλος του, βέβαια, δεν σήμανε τη λήξη της βυζαντινής εποποιίας. Τόσο ο Νικηφόρος Φωκάς όσο και ο ίδιος κληροδότησαν ένα εύρωστο κράτος και έναν πανίσχυρο στρατό στον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο.
Η ακμή συνεχίστηκε για άλλα 50 χρόνια, καθιστώντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη του 10ου αιώνα.