Ο Σίντνεϊ Πουατιέ, ένας ηθοποιός-θρύλος και ο πρώτος μαύρος σταρ του Χόλιγουντ πέθανε σήμερα σε ηλικία 94 ετών.
«Χάσαμε ένα ίνδαλμα, έναν ήρωα, έναν μέντορα, έναν μαχητή, έναν εθνικό θησαυρό», γράφει στο Facebook o Τσέστερ Κούπερ, πρωθυπουργός των Μπαχαμών, όπου μεγάλωσε ο ηθοποιός, για τον πρωταγωνιστή του Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες και του Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ.
Ο Τσέστερ Κούπερ δεν διευκρίνισε τα αίτια του θανάτου του.
Ποιος ήταν ο Σίντνεϊ Πουατιέ;
Ο Σίντνεϊ Πουατιέ ήταν ένας ηθοποιός-θρύλος, που δημιούργησε μια ξεχωριστή κινηματογραφική κληρονομιά μέσα σε έναν χρόνο, το 1967, με τρεις ταινίες που έσπασαν τα ταμεία αλλά και τις φυλετικές γραμμές.
Στο Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ έπαιζε έναν μαύρο που αρραβωνιάζεται μια νεαρή λευκή Αμερικανίδα. Στην Ιστορία ενός εγκλήματος υποδύθηκε τον Βέρτζιλ Τιμπς, έναν μαύρο αστυνομικό που έρχεται αντιμέτωπος με το ρατσισμό ερευνώντας μια δολοφονία. Έπαιξε επίσης έναν καθηγητή σε ένα σκληρό σχολείο του Λονδίνου, στην ταινία Στον κύριό μας με αγάπη.
Το 1963 έγραψε ιστορία όταν κέρδισε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο Κάτω από το βλέμμα του Θεού. Εκεί υποδυόταν έναν εργάτη ο οποίος βοηθά Γερμανίδες μοναχές να χτίσουν ένα παρεκκλήσι στην έρημο.
Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε γίνει ο πρώτος μαύρος που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ ανδρικού ρόλου, για την ταινία Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες.
Η ζωή του
Γεννήθηκε στο Μαϊάμι στις 20 Φεβρουαρίου 1927 αλλά μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα με τομάτες στις Μπαχάμες. Φοίτησε σε σχολείο μόλις για έναν χρόνο. Αγωνίστηκε με τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη και τις προκαταλήψεις για να γίνει ένας από τους κορυφαίους μαύρους ηθοποιούς και να γίνει αποδεκτός σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε εμπορικές ταινίες. Επέλεγε με μεγάλη προσοχή τους ρόλους του, απορρίπτοντας την παλιά αντίληψη του Χόλιγουντ ότι οι μαύροι ηθοποιοί μπορούν να εμφανιστούν μόνο σε υποδεέστερους ρόλους, σαν λούστροι, υπηρέτες και μηχανοδηγοί.
«Σ’ αγαπώ, σε σέβομαι, σε μιμούμαι» του είπε, χρόνια αργότερα, ο επίσης βραβευμένος με Όσκαρ Αφροαμερικανός ηθοποιός Ντένζελ Ουάσινγκτον, σε μια δημόσια τελετή.
Σαν σκηνοθέτης, ο Πουατιέ συνεργάστηκε με τον φίλο του Χάρι Μπελαφόντε και τον Μπιλ Κόσμπι στο Uptown Saturday Night και με τους Ρίτσαρντ Πράιορ και Τζιν Γουάιλντερ στο Τώρα δεν μας σταματάει τίποτα.
Ο νεαρός, τότε, ηθοποιός γνώρισε την πρώτη επιτυχία του όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον πρωταγωνιστή Μπελαφόντε, επειδή αρρώστησε, σε μια παραγωγή του Αμερικανικού Θεάτρου Νέγρων. Συνέχισε τις εμφανίσεις του στο Μπρόντγουεϊ και το 1950 κέρδισε τον πρώτο του ρόλο στον κινηματογράφο.
Συνολικά, έπαιξε σε περισσότερες από 50 ταινίες και σκηνοθέτησε 9. Το 1992 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του (Life Achievement Award) από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, το πιο περίβλεπτο βραβείο μετά τα Όσκαρ, μπαίνοντας σε ένα «κλειστό κλαμπ» με μέλη όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Όρσον Ουέλες, η Μπέτι Ντέιβις, ο Φρεντ Αστέρ και ο Τζέιμς Κάγκνεϊ.
«Θα πρέπει επίσης να ευχαριστήσω έναν γηραιό Εβραίο σερβιτόρο ο οποίος αφιέρωσε χρόνο για να βοηθήσει έναν νεαρό μαύρο λαντζέρη να μάθει να διαβάζει. Δεν μπορώ να σας πω το όνομά του. Δεν το έμαθα ποτέ. Αλλά τώρα διαβάζω αρκετά καλά», είπε τότε.
Το 2002 έλαβε επίσης ένα τιμητικό Όσκαρ «για τα επιτεύγματά του ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος».
Ο Πουατιέ παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε έξι κόρες, ενώ έγραψε και τρία αυτοβιογραφικά βιβλία. «Αν προσπαθήσεις να δεις με τη λογική την καριέρα μου, δεν θα πας και πολύ μακριά. Το ταξίδι ήταν απίστευτο, από την αρχή. Μου φαίνεται ότι μεγάλο μέρος της ζωής καθορίζεται από το τυχαίο», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Washington Post.
Το 1974 η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε ιππότη ενώ αργότερα υπηρέτησε ως πρεσβευτής των Μπαχαμών στην Ιαπωνία και την Unesco. Μεταξύ 1994-2003 ήταν επίσης μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της Walt Disney Co.
Το 2009 του απονεμήθηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα η ύψιστη τιμή για πολίτη στις ΗΠΑ, το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Πέντε χρόνια αργότερα, η Ακαδημία Κινηματογράφου γιόρτασε τα 50 χρόνια από το ιστορικό Όσκαρ του και εκείνος ήταν εκεί για να παρουσιάσει το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας.