Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου ανεξαρτησίας του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, ήτοι την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Το πρωτόκολλο αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και καθόριζε τα χερσαία σύνορα στη γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους αποτελούσε μια εξέλιξη τεράστιας σημασίας για τα δεδομένα της εποχής, αφού σήμαινε την απαρχή απώλειας εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια κατάσταση που τελικά οδήγησε στη διάλυσή της.
Όμως, αυτή η κατάσταση ανέδειξε ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα, αυτό της τύχης των πληθυσμών που κατοικούσαν σε περιοχές στις οποίες ζούσαν κατά παράδοση Έλληνες από αιώνες και χιλιετίες.
Τότε το νεόδμητο ελληνικό κράτος υιοθέτησε την πολιτική της απελευθέρωσης εδαφών, μια πολιτική που τελικά σχηματοποιήθηκε στο εθνικό δόγμα που ονομάστηκε Μεγάλη Ιδέα.
Είναι αλήθεια ότι η Μεγάλη Ιδέα λειτούργησε και ως κινητήρια δύναμη του έθνους μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, οπότε η Ελλάδα έφθασε μέχρι τα σύνορα που έχει σήμερα, με εξαίρεση τη Θράκη και τα Δωδεκάνησα που ενσωματώθηκαν αργότερα (1919 και 1947-48, αντίστοιχα).
Να σημειώσουμε ότι εκτός από τους θιασώτες της Μεγάλης Ιδέας υπήρχε και ένα ιδεολογικό ρεύμα στην Ελλάδα και τον ελληνισμό το οποίο ήταν υπέρ της παραμονής των Ελλήνων υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με στόχο την άλωσή της κατά τα πρότυπα της άλωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το Βυζάντιο.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ο κόσμος εισήλθε στον «προθάλαμο» του Μεγάλο Πολέμου, αυτό που αργότερα ονομάστηκε Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Εκεί, όταν άρχισε να χωρίζεται σε δύο μέτωπα, που αργότερα εξελίχθηκαν σε στρατόπεδα, η Ελλάδα εμφανίστηκε απροετοίμαστη να χαράξει εθνική στρατηγική και να επιλέξει το ένα από τα δύο στρατόπεδα, ή να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα, αν το επέτρεπαν οι συνθήκες και αν αυτό ήταν δυνατόν.
Όμως, προϋπόθεση για να χαραχθεί εθνική στρατηγική είναι η εθνική ενότητα και σε επίπεδο πολιτών και σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, παρότι αυτό ήταν υπό την προστασία των τριών μεγάλων δυνάμεων που υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ο αγγλικός παράγοντας ήταν αυτός που ασκούσε την μεγαλύτερη επιρροή στις δομές και στην εξωτερική πολιτική του κράτους.
Από την άλλη πλευρά, ο βασιλικός οίκος του Βασιλείου της Ελλάδας διατηρούσε ισχυρούς διαύλους επικοινωνίας με τον γερμανικό παράγοντα.
Έτσι, όταν άρχισαν οι πιέσεις από την πλευρά της της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ) στην Ελλάδα να ταχθεί στο πλευρό της, παρουσιάστηκε ρήγμα μεταξύ της κυβέρνησης και το θρόνου.
Από τη μία ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων πίστευε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με την Αντάντ, ενώ από την άλλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ –παντρεμένος με την αδελφή του Γερμανού Κάιζερ, τη Σοφία της Πρωσίας–, και το φιλομοναρχικό Κόμμα Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη ήταν υπέρ της «ευμενούς ουδετερότητας» προς την Αντάντ, κάτι στην ουσία εξυπηρετούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις.
Αυτή η σοβαρότατη διάσταση απόψεων σε κορυφαίο επίπεδο οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό από τον οποίο προέκυψαν δύο κυβερνήσεις, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ένα ρήγμα που προχώρησε και δίχασε ακόμα και το στράτευμα, αλλά και τον ελληνικό λαό.
Αυτός ο διχασμός δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να δει με «καθαρό μάτι» το ζήτημα που προέκυψε με την υπογραφή της Συνθήκης του Μούδρου πάνω σε ένα αγγλικό θωρηκτό τις 30 Οκτωβρίου 1918, και η οποία σήμαινε στην ουσία την ήττα και την παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις δυνάμεις της Αντάντ.
Αυτό που προέκυψε ήταν το ζήτημα της προστασίας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα εδάφη της καταρρέουσας αυτοκρατορίας.
Ήταν το κομβικό σημείο από το οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε ενωμένη να αξιολογήσει την κατάσταση που επικρατούσε στον γεωπολιτικό της περίγυρο και χαράξει εθνική στρατηγική, με δεδομένο ότι οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν περίπου οι μισοί από τον πληθυσμό της. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας με βάση την απογραφή του 1920 ήταν 5.536.375 άτομα, από τα οποία οι 500.000 ήταν Έλληνες των νομών της Ανατολικής Θράκης.
Εκεί η Ελλάδα δεν είχε ξεκάθαρη στρατηγική για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά ακόμα και μετά την απόφαση να προστατευθούν οι περί τη Σμύρνη ελληνικοί πληθυσμοί –απόφαση που άφηνε έκθετους σε πολλαπλούς θανάσιμους κινδύνους τους Έλληνες των άλλων περιοχών της Ανατολίας–, η στρατηγική της Ελλάδας ήταν «κολοβή».
Εκεί έγινε το λάθος, σαν αυτό που έκανε ο Ναπολέων το 1812 και αργότερα ο Χίτλερ το 1941, της εισβολής σε μια περιοχή στην οποία το πλεονέκτημα του στρατηγικού βάθους το είχε ο αντίπαλος.
Αν η Ελλάδα ήθελε να κερδίσει εδάφη και να προστατέψει μέρος του υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνισμού, έπρεπε να επιλέξει την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης, ενέργεια που θα της έδινε τη δυνατότητα να προστατέψει και τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης.
Σε αυτή την περίπτωση το στρατηγικό βάθος θα το είχαμε εμείς, ενώ οι δυνατότητες του Μουσταφά Κεμάλ και των δυνάμεών τους να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιοχής θα ήταν ελάχιστες.
Όμως, αντ’ αυτού επιλέξαμε την απόβαση στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου το πλεονέκτημα του στρατηγικού βάθους είχε η πλευρά του Κεμάλ, και χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο πολιτικός στόχος της ενέργειας αυτής.
Δηλαδή, εκτός της προστασίας των πληθυσμών, δεν ήταν ξεκάθαρο τι ακριβώς ζητούσε ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία, μέχρι πού θα προήλαυνε, τι εδάφη θα καταλάμβανε και τι θα γινόταν με τους ελληνικούς πληθυσμούς εκτός των περιοχών που είχε καταλάβει.
Αυτό το στρατηγικό αδιέξοδο αναδείχτηκε με την αλλαγή στάσης του αγγλικού παράγοντα, ο οποίος χρησιμοποίησε ως άλλοθι την άνοδο στην εξουσία των αντιπάλων του Ελευθέριου Βενιζέλου για να αφήσει μόνη και αβοήθητη την Ελλάδα στις αχανείς και αφιλόξενες στέπες της Ανατολίας.
Και όπως ήταν μοιραίο, χωρίς εθνική ενότητα και χωρίς εθνική στρατηγική και σχέδιο το καλοκαίρι του 1922 επήλθε η κατάρρευση του μετώπου. Η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού είχε αποκορύφωμα την πυρπόληση της Σμύρνης, για να φτάσουμε στον ξεριζωμό που πήρε και τη σφραγίδα της ελληνικής κυβέρνησης με την υπογραφή της Σύμβασης περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, η οποία υπογράφηκε στη Λοζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες προτού συνομολογηθεί η Συνθήκη της Λοζάνης.
Έτσι, τις αρχές του 1924 που ολοκληρώθηκε η Ανταλλαγή –η οποία σημειωτέον ήταν υποχρεωτική–, η Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη έμειναν για πρώτη φορά μετά από και χιλιετίες χωρίς ελληνικούς πληθυσμούς.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ελληνισμός στη διάρκεια της Ιστορίας, κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχε εξασφαλιστεί η εθνική ενότητα που είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη εθνικής στρατηγικής.
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης.
Να μην κάνουμε το λάθος που έγινε με την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της Εθνεγερσίας του 1821. Να μην υποβαθμίσουμε το θέμα. Να αναδείξουμε τα λάθη, όσο οδυνηρή και να είναι αυτή η διαδικασία.
Απλά να το κάνουμε με έναν τρόπο «θεραπευτικό», αφενός για να γιατρέψουμε τις πληγές του εθνικού διχασμού και αφετέρου για να διδαχτούμε, γιατί και τώρα η Ελλάδα έχει ανάγκη από εθνική στρατηγική, που δυστυχώς δεν διαθέτει.