Στην περιφέρεια Σμύρνης Μισόφωτα έλεγαν την παραμονή των Φώτων. Τότε γινόταν στην εκκλησία ο «πρώτος Αγιασμός». Ο ιερέας ράντιζε ολόκληρο το εκκλησίασμα και ο καντηλανάφτης έδινε από λίγο αγίασμα σε όλους, για να πάρουν στο σπίτι τους.
Την παραμονή όλοι νήστευαν, για να πιουν αγιασμό το πρωί της γιορτής. Ο αγιασμός της ημέρας αυτής λεγόταν Μεγάλος Αγιασμός ή Δεύτερη Κοινωνία και τον έπιναν ειδικά εκείνοι που δεν είχαν εξομολογηθεί και δεν μπορούσαν να κοινωνήσουν, ή εκείνοι που είχαν λάβει «κανόνα», δηλαδή λόγω κάποιου αμαρτήματος δεν επιτρεπόταν να μεταλάβουν.
Την παραμονή των Φώτων τον πρώτο λόγο τον είχαν οι γυναίκες. Επειδή δεν ήταν αργία συνήθως εκκλησιάζονταν περισσότερο γυναίκες και παιδιά.
Έπαιρναν μαζί τους ένα «κουμαράκι» για τον αγιασμό και ένα πλισεδένιο φαναράκι για το Άγιο Φως της εκκλησίας. Έπειτα γυρίζοντας στο σπίτι άναβαν το καντήλι και κρεμούσαν στα εικονίσματα ένα καλά κλεισμένο μπουκαλάκι με αγιασμό που χρησίμευε όλο το χρόνο για τους ασθενείς και τους ματιασμένους. Επίσης ράντιζαν τις γωνίες του σπιτιού για να φύγει κάθε κακό αλλά και οι «καλικάντζαροι».
Οι γυναίκες έβγαιναν σε επισκέψεις και ήταν μια μέρα που όλοι όσοι είχαν κοπέλες σε ηλικία γάμου καλοδέχονταν προξενιά. Ντύνονταν, στολίζονταν, έβαζαν τα χρυσαφικά τους – μαργαριτάρι οι ηλικιωμένες στο κεφάλι… Και κουδούνιζαν οι μάπες στα χέρια μέχρι τον αγκώνα, και άστραφταν τα διαμαντικά στις καρφίτσες, στα σκουλαρίκια, στα περιδέραια.
Οι Σμυρνιές φορούσαν ένα μακρύ κορδόνι που το έπιαναν στον ώμο, στο οποίο περνούσαν πεντόλιρα και κωνσταντινάτα, και οι πεθερές συναγωνίζονταν ποιανής η νύφη θα ήταν η πιο στολισμένη.
Τα δε κορίτσια που ήθελαν να παντρευτούν μέσα στο χρόνο φύτευαν έναν βασιλικό τον Μάη και φρόντιζαν να τον διατηρούν ως των Φώτων που πήγαιναν οι ιερείς για να αγιάσουν. Τότε έκοβαν μια φούντα από το βασιλικό τους και την έδιναν στον ιερέα – έπαιρναν αυτήν που κρατούσε εκείνος και τη φύλαγαν στα εικονίσματα. Αν το κατάφερναν, θα γίνονταν σύντομα νύφες.
Οι ιερείς –καθώς οι ενορίες ήταν μεγάλες– γύριζαν για τρεις ημέρες στα σπίτια και στα μαγαζιά, για να τα αγιάσουν. Το παπαδάκι κρατούσε με σεβασμό το κουβαδάκι γεμάτο αγιασμό και ο ιερέας στο δεξί του χέρι ένα ματσάκι βασιλικό και στο αριστερό έναν σταυρό.
Τα Ολόφωτα, ανήμερα των Φώτων, αφού παρακολουθούσαν τη λειτουργία και την ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού συνέχιζαν με τον καθαγιασμό των υδάτων στον αυλόγυρο της εκκλησίας, πάνω σε εξέδρες στολισμένες με μυρσίνες. Αυτόν τον Αγιασμό τον θεωρούσαν και Μετάληψη, και τον έπιναν οι νηστεύοντες.
Όσες εκκλησίες ήταν κοντά στη θάλασσα ή σε ποτάμι κατέβαιναν να ρίξουν το σταυρό εκεί.
Τα σμυρνέικα κάλαντρα των Φώτων
Καλημέρα πάντες ω αδερφοί, σήμερα ν’ ακούσετε την εορτή
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρ’ αφέντη με την κερά.
Σήμερα τα Φώτα φωτίζου’ νται, τα νερά στη χάρη βαφτίζου’ νται.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρ’ αφέντη με την κερά.
Ο Θεός τον Κόσμον εποίησε και με φως τα πάντα πλημμύρισε,
για να μας φωτίζει παντοτινά, χώρισε τα φώτ’ απ’ τα σκοτεινά.
Στην Αρχή το Πρώτο, τι πιο τρανό, ήκανε τη Γης και τον Ουρανό.
Δεύτερο δε πάλι από αυτά, χώρισε τη ξέρα απ’ τα νερά.
Και το Τρίτο πάλι από αυτά, ήτανε τα δέντρα και τα φυτά.
Τέταρτο δε πάλι από αυτά, ούλα τα άλλα κτήνη και τα ερπετά.
Και το Πέμπτο πάλι από αυτά, ήκανε τα ψάρια και τα πτηνά.
Και το έκτο πάλι από αυτά, ήπλασ’ από χώμα και τον Αδάμ.
Σκέφτηκε, του πήρε τη μια πλευρά κ’ ήπλασε την Εύα για συντροφιά.
Σ’ ούλα τα πάντα στην Κτίση αυτή, τον Αδάμ τον βάζει εξουσιαστή.
Έβδομο και Τέλος από αυτά, ο Θεός ευλογά τα θαυμαστά.
Κι όταν ειδ’ ωραία την Πλάση αυτή, κάθισε ο Θεός να ξεκουραστεί.
Της Εδέμ ο κήπος φυτεύτηκε, τους δυο πρωτόπλαστους ηδέχτηκε.
Προσταγή τους δίνει, παραγγειλιά, να μη φάνε μήλο απ’ τη μηλιά.
Όταν παρακούσουν και το γευτούν, ευτύς θα πεθάνουν και θα χαθούν.
Ο Αδάμ κ’ η Εύα αμάρτησαν και την αμαρτίαν μας άφησαν.
Του Θεού δεν είπαν πως έφταιξαν, μόνο στον όφιν το έριξαν.
Και ο όφις ο Διάβολος, πονηρών δαιμόνων διδάσκαλος.
Ήρχανε τα Φώτα κι οι Φωτισμοί κι οι μεγάλες χάρες κι οι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθετ’ η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί και τον Αϊ-Γιάννη περικαλεί.
«Αϊ-Γιάνν΄ αφέντη και Βαφτιστή, βάφτισε τον Γιο μου Θεού παιδί».
Μαρμαροκολόνα πελεκητή και τον Αϊ-Γιάννη περικαλεί.
«Αϊ-Γιάνν΄ αφέντη και Βαφτιστή, βάφτισε κ’ εμένα Θεού παιδί».
Όταν ο Χριστός μας ηγδύθηκε, τότες Αϊ-Γιάννης φοβήθηκε.
«Πώς εγώ ν’ αγγίξω τη χείρα μου, εις τον Ιησούν τον Σωτήρα μου;
»Θα κατέβω κάτω στον Ποταμό, να μαζέψω ρόδα και αγιασμό,
»θ’ ανέβω πάνω στον Ουρανό για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
»ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά, ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κερά».
Ο Χριστός μας ήβγε απ’ τα νερά, κ’ είδε τ’ Άγιο Πνεύμα περιστερά.
Σαν περιστεράκι Θεού πουλί, στου Χριστού εστάθη την κεφαλή.
Σκίστηκαν απάνω οι Ουρανοί και ακούστη η αγία Θεού φωνή.
Η φωνή μαρτύρα, πως ο Χριστός είναι του Θεού Γιος αγαπητός.
Του Θεού το Πνεύμα απ’ τ’ αψηλά ήρθε να φωτίσει τα χαμηλά.
Σήμερον ανοίγουν οι Ουρανοί και πανηγυρίζουν οι Χριστιανοί.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρ’ αφέντη με την κερά.
Αϊ-Γιάνν΄ αφέντη και Βαφτιστή, βάφτισε τον Κόσμο να ζουν πιστοί.
Κ’ εις έτη πολλά και του χρόνου να’ στε καλά!