Ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, όταν στις εκλογές του 1994 έλαβε το 25,19% των ψήφων, υποστηριζόμενος από το Κόμμα της Ευημερίας (Refah Partisi) του Νετζμετίν Ερμπακάν, βασικού στελέχους του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία.
Σημειώνεται ότι στις γενικές εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου 1995 το Κόμμα της Ευημερίας κατέλαβε την πρώτη θέση, με ποσοστό 21,38% και 158 βουλευτές. Ήταν η πρώτη φορά που ένα κόμμα που αμφισβητούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους και την επίσημη κεμαλική ιδεολογία, έβγαινε πρώτο στις εκλογές και διεκδικούσε την πρωθυπουργία.
Όντως, ο Ερμπακάν έκανε διαπραγματεύσεις με το δεύτερο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (Anavatan Partisi), του Μεσούτ Γιλμάζ, για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και ο Ερμπακάν συνέχισε τις προσπάθειες με το τρίτο Κόμμα του Ορθού Δρόμου (Doğru Yol Partisi), της Τανσού Τσιλέρ. Οι συνομιλίες είχαν ευτυχή κατάληξη και ο Ερμπακάν έγινε ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας. Τότε η εξέλιξη αυτή, πέραν του τουρκικού βαθέως κράτους, ανησύχησε τη Δύση, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Με δεδομένο ότι το πολιτικό Ισλάμ ήταν μια πραγματικότητα στην Τουρκία που δεν μπορούσε να αγνοήσει και να προσπεράσει κανείς, και επειδή ο Ερμπακάν ήταν πολύ αργά για να μεταπειστεί και να γίνει πιο μετριοπαθής, ο δυτικός παράγων άρχισε να ψάχνει για εναλλακτικές.
Τότε, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα Μόρτον Αμπράμοβιτς, συνοδευόμενος από τον σταθμάρχη της CIA στην Άγκυρα Γκράχαμ Φούλερ, επισκέφθηκε τον νεαρό τότε δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η επίσκεψη εκείνη βαφτίστηκε «εθιμοτυπική», όμως στην ουσία ήταν διερευνητική των προθέσεων του Ερντογάν. Μάλιστα, ο Αμπράμοβιτς, εξερχόμενος του γραφείου του δημάρχου, έκανε δήλωση που έδειχνε ότι θα προτιμούσε να δει τον Ερντογάν πρωθυπουργό της Τουρκίας.
Ο «ενοχλητικός Ερμπακάν ανέλαβε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού τις 28 Ιουνίου 1996. Οι ένοπλες δυνάμεις, που ήταν σφόδρα ενοχλημένες από τον τρόπο με τον οποίον ασκούσε τα καθήκοντά του, πραγματοποίησαν το μεταμοντέρνο πραξικόπημα της 28ης Φεβρουαρίου 1997, ένεκα του οποίου ο Ερμπακάν υποχρεώθηκε να παραιτηθεί τον Ιούνιο του 1997.
Λίγους μήνες μετά το μεταμοντέρνο πραξικόπημα εις βάρος της κυβέρνησης Ερμπακάν, στις 6 Δεκεμβρίου 1997, ο Ερντογάν, μιλώντας σε συγκέντρωση του κόμματός του, στο Σιίρτ, απήγγειλε το περίφημο ποίημα, που μεταξύ άλλων έλεγε ότι «οι μιναρέδες των τζαμιών είναι οι ξιφολόγχες μας».
Για την ενέργειά του αυτή ασκήθηκε δίωξη εναντίον του για «υποκίνηση του λαού σε μίσος και έχθρα, υποδαυλίζοντας θέματα τάξης, φυλής, θρησκείας, αίρεσης ή γεωγραφικής ταυτότητας».
Μπήκε στη φυλακή τις 26 Μαρτίου 1999 και αποφυλακίστηκε τις 24 Ιουλίου του ιδίου έτους, με απαγόρευση να συμμετέχει στις εκλογές. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε το 2003 και αφού το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), που είχε ιδρύσει με «νεωτεριστές» φίλους του από το Κόμμα Ευημερίας, στις γενικές εκλογές της 3ης Νομεβρίου 2002, είχε καταλάβει την πρώτη θέση, με ποσοστό 34,28%. Ο Ερντογάν, μετά την άρση της απαγόρευσης, σε ενδιάμεσες εκλογές που έγιναν στο Σιίρτ, τις 9 Μαρτίου 2003, εξελέγη βουλευτής, για να αναλάβει την πρωθυπουργία από τον σύντροφό του Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Να συνοψίσουμε, ο Ερντογάν φυλακίστηκε από τουρκικό βαθύ κράτος επειδή συνιστούσε απειλή για την επίσημη κρατική ιδεολογία και τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Υποστηρίχθηκε από τη Δύση για να εφαρμόσει το μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ, με στόχο η Τουρκία να καταστεί πολιτικό πρότυπο και υπόδειγμα για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο.
Ο Ερντογάν όντως εφάρμοσε ορισμένα μέτρα εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, γι’ αυτό και υποστηρίχθηκε την πρώτη δεκαετία από όλους εκείνους που ήταν θύματα του βάρβαρου τουρκικού βαθέως κράτους. Αυτό το βαθύ κράτος αντιμαχόταν τον Ερντογάν, με παρακρατικές-παραστρατιωτικές οργανώσεις τύπου Εργενεκόν, ενώ το στρατιωτικό κατεστημένο οργάνωνε σχέδια τύπου «Βαριοπούλας, υπονομεύοντας την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Αυτούς τους μηχανισμούς ο Ερντογάν τους εξουδετέρωσε με τη βοήθεια της Δύσης και των εσωτερικών του συμμάχων και όταν έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, άρχισε να δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Απολυταρχικός, αντιδυτικός, αντισημίτης, επιθετικός προς τους μέχρι χθες εσωτερικούς και εξωτερικούς του συμμάχους, επεκτατικός προς όλες τις γειτονικές χώρες.
Όταν ως αποτέλεσμα αυτής της στροφής, που ξεκίνησε το 2013, έφθασε στο σημείο να χάνει τους φίλους του στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ο Ερντογάν άρχισε να αναζητεί συμμαχίες με τα υπολείμματα του βαθέως κράτους και το στρατιωτικό κατεστημένο.
Στο πλαίσιο αυτό συμμάχησε με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ένα κόμμα που αποτελεί κέλυφος και στέγη για τους παρακρατικούς και παραστρατιωτικούς μηχανισμούς του βαθέως κράτους.
Τη στιγμή αυτή, υπάρχει μια ισορροπία τρόμου μεταξύ Ερντογάν-ΑΚΡ από τη μία και ΜΗΡ – βαθέως κράτους από την άλλη. Και την ονομάζουμε ισορροπία τρόμου, γιατί το μέτωπο ΑΚΡ-ΜΗΡ, θεωρείται βέβαιο ότι θα χάσει τις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Και η επόμενη μέρα, θα είναι όντως ημέρα τρόμου για τον Ερντογάν και όσους συμμετείχαν στις διώξεις δεκάδων χιλιάδων στρατηγών, πτεράρχων, ναυάρχων, ανωτέρων και κατωτέρων αξιωματικών, δικαστών, εισαγγελέων, δικηγόρων, καθηγητών πανεπιστημίου και μέσης εκπαίδευσης, δασκάλων, τραπεζιτών, επιχειρηματιών κ.ο.κ.
Με βάση τα παραπάνω, η Τουρκία ετοιμάζεται για την επόμενη, μετά Ερντογάν, ημέρα. Όλοι οι υποψήφιοι να ηγηθούν της Τουρκίας, είναι ελεγχόμενοι σε μεγάλο βαθμό από το τουρκικό βαθύ κράτος.
Ο Κιλιτσντάρογλου είναι Κούρδος αλεβίτης, τρεις γενιές συνεργάτες του κράτους η οικογένειά του. Άρα όχι μόνο ακίνδυνος, αλλά και πολύ χρήσιμος, για να συγκρατήσει Κούρδους και αλεβίτες να μην ενσωματωθούν στο «επικίνδυνο» Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP).
Η Μεράλ Ακσενέρ, όσο και αν παρουσιάζεται σαν «μεταλλαγμένη», παραμένει «γκρίζη λύκαινα». Άλλωστε, δεν είπε ο λαός μας τυχαία το «O λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του».
Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τον δήμαρχο Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς, που προέρχεται από τους «Γκρίζους Λύκους.»
Παραπάνω γράψαμε ότι «Όλοι οι υποψήφιοι να ηγηθούν της Τουρκίας, είναι ελεγχόμενοι σε μεγάλο βαθμό από το τουρκικό βαθύ κράτος». Στο σημείο αυτό θα προσθέσουμε το «πλην ενός».
Ο Εκρέμ Ιμάμογλου θεωρείται επικίνδυνος για το τουρκικό κράτος, γιατί ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης έχει παραβιάσει «κόκκινες γραμμές» όσον αφορά τους Κούρδους και τους χριστιανούς της Τουρκίας και πρέπει να εξουδετερωθεί.
Επίσης, ο Εκρέμ Ιμάμογλου θεωρείται επικίνδυνος για τον Ερντογάν, αφού τον αφήνει πίσω του πάνω από δέκα μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Εκτός αυτού, υπάρχει και η ήττα που υπέστη ο Ερντογάν στις εκλογές για το δήμο Κωνσταντινούπολης, εκεί, στην αφετηρία της πολιτικής του καριέρας. Και όλοι γνωρίζουν ότι ο Ταγίπ είναι εκδικητικός.
Έτσι, το τουρκικό βαθύ κράτος χρησιμοποιεί τον Ερντογάν για να καθαιρέσει τον Ιμάμογλου από τη θέση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, κάτι που κάνει με μεγάλη ευχαρίστηση ο πρόεδρος της Τουρκίας.
Στην περίπτωση αυτή, όντως, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Να δούμε, όμως, αν τη φορά αυτή επαναλαμβάνεται ως… φάρσα.