Έχει τις ρίζες του στην Αρχαιότητα και παραπέμπει στις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, όπου οι πιστοί μεταμφιέζονταν και τιμούσαν τον θεό με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας, διαμορφώθηκε ανάλογα για να μπορέσει να διατηρηθεί.
Θα μπορούσε να πρόκειται για το έθιμο των Μωμόγερων από το χωριό Λιβερά της ορεινής Τραπεζούντας – μόνο που αυτό έρχεται από την Ανατολική Ρωμυλία.
Το δρώμενο Καμήλες και Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες), όπως ονομάζεται, είναι ένα από τα πιο γνωστά πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Εξίσου διαδεδομένο είναι στον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια, και σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία.
Εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία», όπως γράφει ο Βάλτερ Πούχνερ στο έργο του Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Ο Δημήτρης Κτενίδης, στο έργο του Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου, καταγράφει το έθιμο της Καμήλας ως αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής.
Στην Ελλάδα το δρώμενο αναβιώνει ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, κυρίως στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού.
Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί, είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον ξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες.
Στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ’» (ξύλινο ρόπαλο) το οποίο χτυπούνε χάμω εκβιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα).
Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι.
Οι νοικοκύρηδες, αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους, κερνούν όλους και δίνουν κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη, και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα.
Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για «καλοχρονιά», γονιμότητα και υγεία, ενώ εικάζεται ότι η καμήλα συνδέεται με την αφθονία – είναι άγνωστο όμως γιατί εμφανίζεται στο συγκεκριμένο έθιμο.
Υπάρχει πάντα και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά «δώρα» του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. Ή, αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική Αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια «μαγική» ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό