Τις ημέρες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων –τα Καλαντόφωτα δηλαδή– οι πρόγονοί μας τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια. Και το πιο φτωχό σπίτι φρόντιζε να έχει φαγητά και ποτά για όλους όσοι θα το επισκέπτονταν, ενώ βοηθούσε ο ένας τον άλλον, γιατί ήθελαν και τον γείτονά τους ευτυχισμένο.
«Κάλλιο κακός χρόνος, παρά κακός γείτονας», πίστευαν.
Στα δέκα ελληνικά χωριά των Σουρμένων παραμονή Πρωτοχρονιάς, νέοι και έφηβοι μ’ επικεφαλής τον έφορο του σχολείου, εθήμιζαν, επευφημούσαν τον νοικοκύρη και την οικογένειά του δίνοντάς τους ευχές. Τα κάλαντα τα έψελναν ενήλικες και θεωρούσαν κάλαντα αυτά μόνο της Πρωτοχρονιάς.
Υπήρχε μάλιστα η συνήθεια ένα μέλος της οικογένειας να κοιμάται σε συγγενικό ή γειτονικό σπίτι, ώστε το πρωί της Πρωτοχρονιάς να κάνει ποδαρικό με την ευχή: «Κάλαντα-κάλαντα, καλώς τον Καλαντάρη, αγούρ’ παιδία και θελυκά μουσκάρα. Έρθεν ο νεόχρονος και εδέβεν ο παλαιόχρονος».
Λέγοντας αυτά ταυτοχρόνως σκορπούσε στο σπίτι διάφορα γεωργικά προϊόντα (καλαμπόκι, φασόλια, φουντούκια), για το καλό του χρόνου και την αύξηση της παραγωγής.
Στη Σαντά τα παιδιά έψελναν το άσμα «Άγιος Βασίλης έρχεται», ενώ σε παλαιότερες εποχές, πριν από τον 20ό αιώνα, έλεγαν το «Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου». Το φιλοδώρημα που δέχονταν ήταν μερικές δεκάρες ή φρούτα που ήταν ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτα, μιας και στο υψόμετρο των 1.500-1.800 μ. εκτός από ελάχιστες αχλαδιές δεν υπήρχε κανένα άλλο οπορωφόρο δέντρο.
Στο τραπέζι της παραμονής η Σαντέτσα νοικοκυρά έβαζε επτά ειδών φαγητά.
Αν δεν είχε συμπλήρωνε με ρόκες καλαμποκιού, ξερά ή νωπά φρούτα ή γλυκοκολόκυθα. Μάλιστα το τραπέζι δεν το ξέστρωνε το βράδυ, για να είναι διαρκής ο πλούτος των αγαθών και η ευτυχία.
Ακόμη άναβε κεριά για όσους πεθαμένους είχαν, πάππων προς πάππων και γονέων προς γονέων, αλλά κι ένα επιπλέον κερί, για όποιον ενδεχομένως είχαν λησμονήσει.
Στην Τραπεζούντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ένα εορταστικός σάλος ξεσήκωνε μικρούς και μεγάλους. Παρέες μικρών παιδιών από το απόγευμα ξεχύνονταν στους μαχαλάδες, κρατώντας πολύχρωμα φανάρια –τα συμβολικά χαρτοκάραβα–, για να πουν τα κάλαντα.
Εδώ το λεγόμενο καλαντοκούρ’ δεν ήταν ένα συνηθισμένο καυσόξυλο που το έκαιγαν στο τζάκι τις ημέρες των γιορτών.
Ήταν από κλαδιά ελιάς στολισμένα με φουντούκια. Αφού τα ράγιζαν πρωτύτερα, τα στερέωναν στα φύλλα της ελιάς, χώνοντας τις μύτες των φύλλων στη σχισμή. Αυτό το ξύλο, ως σύμβολο ευτυχίας και πλούτου, δωριζόταν από τον οικοδεσπότη στην «εικόνα» του σπιτιού και στο κατάστημά του.
Έτσι, έβλεπε κανείς τις οροφές των ελληνικών καταστημάτων, καθώς και τα εικονοστάσια σπιτιών, στολισμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς με τα καλαντοκούρια, ως συμβολική δωρεά των ανθρώπων στον Θεό αλλά και στην επιχείρηση που έδινε τα μέσα ζωής στην οικογένεια.
Επίσης στο τραπέζι του δείπνου της παραμονής υπήρχαν πολλά και ποικίλα φαγητά και φρούτα. Πρωτεύουσα θέση είχαν τα τσουρέκια που μέσα συνήθως έκρυβαν το φλουρί του τυχερού.
Αφού καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, ο αρχηγός του σπιτιού έπαιρνε ένα ποτηράκι με ρακή και χύνοντας λίγες στάλες σε σχήμα σταυρού στις τέσσερις πλευρές του τραπεζιού ευχόταν: Εις το όνομα του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Κατόπιν έπινε το υπόλοιπο στην υγεία και ευτυχία των σπιτικών, των παρόντων και γενικά όλου του κόσμου, λέγοντας: «Σην υίαν εμουν. Ο Θεόν να πολυχρονίζ’ και να κρατεί μας. Καν’νάν κακόν να μη ελέπομε. Ο Θεόν όλον τον κόσμον κι εμάς πα να μη ανασπάλλ’».
Στα Πλάτανα, εκτός των άλλων, την παραμονή άναβαν κεριά και αφού έκαναν μια προσευχή ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του «Να έχετε την ευχή του Θεού και της Παναγίας», ενώ τα παιδιά του φιλούσαν το χέρι.
Σε Τσίτα, Σταυρίν και Λιβερά η εκκλησιαστική επιτροπή φρόντιζε να προμηθευτεί φρούτα, κατά προτίμηση πορτοκάλια. Αφού τα ευλογούσε ο ιερέας, τα μοίραζε στο εκκλησίασμα μετά την απόλυση της θείας λειτουργίας της παραμονής.
Επίσης στο Σταυρίν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ο αρχηγός της οικογενείας, άντρας ή γυναίκα, εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’, σκόρπιζε δηλαδή διάφορους καρπούς στα δωμάτια λέγοντας: «Άμον το ρούζνε αούτα τα καλά, αέτσ’ πα να ρούζ’νε απέσ’ σ’ οσπίτ’ ν’ εμούν, τ’ ευλοΐας και τα καλοσύνας».
Στο Μεσοχάλδιο τα παιδιά λέγοντας τα κάλαντα κρατούσαν στα χέρια τους από ένα μήλο ή πορτοκάλι πάνω στο οποίο οι άντρες κάρφωναν ένα νόμισμα. Ταυτοχρόνως εκείνα ανταποκρίνονταν λέγοντας «Κάλαντα και καλός καιρός, τα πάντα και του χρόνου!».
Τα κορίτσια, όμως, επειδή ντρέπονταν να κρατούν στα χέρια τους μήλα ή πορτοκάλια, πήγαιναν μόνο σε συγγενικά σπίτια. Εκεί, κατέβαζαν από τον φεγγίτη του σπιτιού το φρούτο δεμένο με κλωστή και αφού κάρφωναν οι νοικοκυραίοι πάνω νόμισμα κατόπιν το τραβούσαν.
Στην Ίμερα και στην Κρώμνη οι καλαντιστές εύχονταν στους νοικοκυραίους, εκτός από καλή χρονιά, ν’ αποκτήσουν και αρσενικά παιδιά και θηλυκά μοσχάρια και τα πρόβατά τους να γεννούν δύο φορές τον χρόνο.
«Κάλαντα, καλοχρονία, αγούρα παιδία και θηλυκά μουσκάρα σο κατώι και τα πρόατά σουν να γεννούν από δύο αρνία», είναι η ευχή στην ποντιακή διάλεκτο.
Επίσης στην Ίμερα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς έφερναν ένα μεγάλο μεταλλικό δίσκο (σινίν) και το έβαζαν κοντά στο εικονοστάσι, ανάβοντας πάνω του τρία κεριά. Κατόπιν άνοιγαν τα πουλούλα, δηλαδή τα πιθάρια με τα διατηρημένα μήλα και αχλάδια, και τα έβαζαν πάνω στη σάγκα, το σκεπασμένο με στρωσίδια τραπέζι, κάτω από το οποίο ήταν το μαγκάλι. Σ’ ένα από τα νωπά μήλα στήριζαν ένα αναμμένο κερί.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όμως, δεν λησμονήσουν να εξευμενίσουν και τις μαϊσσάδες.
Έτσι, στη Σινώπη από το βράδυ τοποθετούσαν στη σκεπή του σπιτιού έναν δίσκο με φαγητά, για να φάνε οι «απ’ εμάς καλοί», όπως αποκαλούσαν τις μάγισσες.
Επίσης στη Σινώπη, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, δεν έλεγαν τα κάλαντα στην ποντιακή διάλεκτο, αλλά ως εξής: «Ζητώ τη χάριν άρχοντες το στόμα μου ν’ ανοίξω».
Στο τραπέζι που ετοίμαζε η νοικοκυρά από το απόγευμα της παραμονής ήταν απαραίτητο το μελοβούτυρο, η κουλτιά – ήταν πίτα από φύλλα ζυμαριού σκέτα, αλειμμένα με βούτυρο. Επίσης συνήθιζαν ένα γλυκό φτιαγμένο με κοπανιστά καρύδια και ζάχαρη, που το έλεγαν κάλαντα.
Στις συναθροίσεις που έκαναν τη συγκεκριμένη ημέρα χαίρονταν και γλεντούσαν, αλλά τους ήταν άγνωστος ο κεμεντζές.
Επίσης τα κορίτσια και οι γυναίκες την παραμονή το βράδυ, λίγο πριν από την έλευση του νέου χρόνου, κατέβαιναν στις ακτές με ένα σκεύος γεμάτο κορκότο ή χοντρό σιτάρι με αλάτι. Αυτά τα έχυναν στη θάλασσα και με το ίδιο σκεύος έπαιρναν θαλασσινό νερό με βότσαλα. Γυρνώντας σπίτι το σκόρπιζαν στα δωμάτια.
Ένα μάλιστα από αυτά τα βότσαλα το έριχναν μέσα στο σκεύος που ζύμωναν, διότι πίστευαν πως αυτό συμβάλλει στην αφθονία των οικιακών εφοδίων. Αυτό το βότσαλο το αντικαθιστούσαν κάθε χρόνο.
Τέλος να σημειώσουμε πως στα πρωτοχρονιάτικα έθιμα ιδιαίτερη θέση κατέχει αυτό του καλαντόνερου, το οποίο πίστευαν ότι είναι το θεμέλιο του σπιτιού.
«Το καλαντόνερον πα τ’ οσπιτί το τεμέλ εν’», όπως ακριβώς διατυπώνει η γριά Κοντάβα, η ηρωίδα του βιβλίου Το Καλαντόνερο του αείμνηστου Γεωργίου Ζερζελίδη, από την περιοχή της Ματσούκας.
Με το καλαντόνερο γινόταν το πρωινό νίψιμο της Πρωτοχρονιάς. Η γριά Κοντάβα τονίζοντας τη σημασία του λέει στους δικούς της: «Άγρα μεσάνυχτα κι ο κόσμον να κλώσκουνταν τ’ απάν αφκά, εγώ θ’ επέγ’να παίρ’να το καλαντόνερον. Θίχως τ’ εκείνο κάλαντα ’κ’ εποίν’να».
Θωμαΐς Κιζιρίδου