Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330, αλλά καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου, που τότε ήταν πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος, ήταν δικηγόρος της εποχής και καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια. Η μητέρα του Εμμέλεια, μαζί με τη γιαγιά του Μακρίνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου. Η μνήμη Εμμέλειας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με του υιού της. Ο Βασίλειος είχε οκτώ ή εννέα αδέλφια. Μεταξύ αυτών ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης.
Ο Μέγας Βασίλειος ως χριστιανός επίσκοπος της Καισάρειας στην Καππαδοκία, υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού. Επίσης υπήρξε ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του Αγίου, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος ευαγών ιδρυμάτων της Βασιλειάδος, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι φτωχοί, ιατρική περίθαλψη οι άρρωστοι και επαγγελματική κατάρτιση οι ανειδίκευτοι.
Με τη γιορτή του να συμπίπτει με την υποδοχή του νέου έτους, ο Άγιος Βασίλειος έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του λαού μας ως ο πιο αγαπημένος άγιος, που έρχεται κάθε χρόνο φορτωμένος με πλούσια δώρα για τον καθένα. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
Απολυτίκιον Αγίου Βασιλείου
Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας,
τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε·
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ο ελληνικός Άγιος Βασίλειος
Σύμφωνα με τον Δ. Λουκάτο, ο ελληνικός Άγιος Βασίλειος, είναι κάτι ανάμεσα σε πραγματικό ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα συμβολικό πρόσωπο του ελληνισμού, που ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, με το ραβδί στο χέρι του και αυτό που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό, όπως η καλή τύχη και η ιερατική του ευλογία. Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος δεν έχει καμιά σχέση με τον Père Noël, τον Ευρωπαίο συμπαθή γεράκο με τα κόκκινα βασιλικά ρούχα, την ερμίνα του, τις μπότες του και τα κάτασπρα γένια του.
Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος ήταν μελαψός και πέθανε 49 χρόνων. Όπως, λοιπόν, μας τον περιγραφεί ο Δ. Λουκάτος, έτσι τον συναντάμε τον Άγιο Βασίλειο στα κάλαντα των Ελλήνων του Πόντου.
Στη Σινώπη, όταν έφθανε δήλωνε ο Άγιος Βασίλειος: «Εγώ γραμματικός είμαι, τραγούδια δεν ηξεύρω».
Στην Ίμερα του Πόντου έρχεται ως γεωργός: « Άγιος Βασίλης έρχεται ας ση Λιαρί μερέαν, κρατεί έναν κομμάτ’ ψωμίν κι έναν κεφάλιν σκόρδον. Σην τσάνταν ατ’ εγόμωσεν αγγούρα και πιπέρα, σ’ άλλ’ τη μερέαν έβαλλεν τα πράσας και τα ελαίας…».
Στο Ακ-Νταγ- Ματέν και στα 32 χωριά του, ο λαϊκός ποιητής μεταξύ των άλλων προτρέπει: «Δώρα δότε, δώρα πάρτε και Βασίλειον τιμάτε…».
Έτσι ο Άγιος Βασίλειος παρουσιάζεται με τρεις διαφορετικές μορφές στα κάλαντα των Ελλήνων του Πόντου, ως γραμματισμένος, που κρατά χαρτί και καλαμάρι, ως γεωργός και ως ιεράρχης.
Στα Κοτύωρα, μετά το τέλος της πρωτοχρονιάτικης θείας λειτουργίας στο ναό της Υπαπαντής, οι ιερείς έπαιρναν ένα κοφίνι πορτοκάλια και αφού τα διάβαζαν, τα μοίραζαν στο εκκλησίασμα. Ο κάθε πιστός, έριχνε τον οβολό του στο δίσκο και έπαιρνε το πορτοκάλι, που το φύλαγε όλο το χρόνο στο εικονοστάσι, χωρίς να σαπίσει. Επίσης, όσοι είχαν συγγενείς ξενιτεμένους ή μέλη της οικογένειάς τους που ήταν ναυτικοί, το έριχναν στη θάλασσα, για να γαληνέψει.
Το έθιμο της βασιλόπιτας
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, το κόψιμο της πίτας, κατά την πρώτη ημέρα του νέου έτους ξεκίνησε από την εποχή που ο Άγιος Βασίλειος ήταν δεσπότης στην Καισαρεία της Καππαδοκίας.
Κάποια μέρα ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής που τελούσε ως έπαρχος της Καππαδοκίας πρόσταξε να δοθούν όλα τα τιμαλφή των κατοίκων ως φόρος, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Κι ενώ συγκεντρώθηκαν όλα τα χρυσαφικά, ο Άγιος Βασίλειος άρχισε να προσεύχεται στον Θεό για να σωθεί η πόλη. Όταν ήρθε ή ώρα να παραδοθούν τα τιμαλφή της πόλης ο έπαρχος άλλαξε γνώμη και δεν πήρε τον φόρο. Κατ’ άλλους υπήρξε παρέμβαση του Αγίου Μερκουρίου με στρατιά αγγέλων εναντίον του στρατού του έπαρχου. Κατόπιν τούτης της εξέλιξης, ο Άγιος Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί θα έπρεπε να επιστρέψει τα τιμαλφή, χωρίς όμως να γνωρίζει σε ποιον ανήκει τι. Έτσι, ο Θεός φώτισε τον Άγιο και αποφάσισε να ζυμωθούν ψωμάκια, όπου μέσα έβαλαν τα χρυσαφικά και τους τα μοίρασε, ώστε ο καθείς να πάρει ό,τι ήταν το τυχερό του.
Θωμαΐς Κιζιρίδου
* Η εικονογράφηση του άρθρου έγινε από τη συντάκτριά του.