Τις παιδικές του αναμνήσεις από τον εορτασμό των Φώτων στην πατρίδα του την Τραπεζούντα του Πόντου περιγράφει ο συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στο αυτοβιογραφικό χρονικό του Γη του Πόντου –τη «Βίβλο του Ποντιακού Ελληνισμού», σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο που το προλόγισε το 1993.
Γεννημένος στην Τραπεζούντα του Πόντου, το 1907, ο Δημήτρης Ψαθάς ήταν γιος της Τραπεζούντιας Μαρίας Χαραλαμπίδου και του Τενέδιου εμπόρου κρασιών Γιάννη Ψαθά.
Στο βιβλίο περιγράφει τις παιδικές του αναμνήσεις στην Τραπεζούντα, τα παιδικά του χρόνια στο σχολείο του στο φημισμένο Φροντιστήριον Τραπεζούντος, το μαγαζί του πατέρα του το Οινοπνευματοπωλείον «Η Ωραία Τένεδος», στον κεντρικό δρόμο της Τραπεζούντας πάνω στο λιμάνι και το τελωνείο, τα παιχνίδια με τα παιδιά των Εβραίων γειτόνων του τον Αβραάμ, τη Ρεβέκκα και την Φορτουνί, τις εκδρομές τον Δεκαπενταύγουστο στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά και στο Σοούκ Σούκ, τις όμορφες γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι της οικογένειας Ψαθά κοντά στην θάλασσα και ιδιαίτερα τα Φώτα που όπως ο ίδιος ομολογεί στα γραπτά του ήταν η αγαπημένη του γιορτή.
«Η μνήμη είναι ένα στυπόχαρτο που ό,τι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη φωτογραφία που τ αποτυπώνει όλα. τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει τίποτα δεν τις σβήνει και από αυτές οι πιο σπουδαίες συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής μας ζωής», τονίζει ο Δημήτρης Ψαθάς, περιγράφοντας σε ώριμη πια ηλικία, τα νεανικά του χρόνια στην Τραπεζούντα του Πόντου την οποία αποχωρίστηκε βίαια για πάντα, πολύ νωρίς, μαθητής ακόμα του σχολείου με την χήρα μητέρα του, ορφανός από πατέρα, μαζί με τις τέσσερις αδερφές του, με την Μικρασιατική Kαταστροφή…
Λένα Νίτσου
Τα Φώτα στην Τραπεζούντα
[…] Η γιορτή, όμως, που με συγκινούσε περισσότερο απ’ όλες, ήταν τα Φώτα, επειδή ίσως, εκτός απ’ το χριστιανικό της περιεχόμενο, έπαιρνε κι ένα χαρακτήρα αθλητικό και ηρωικό. Γιατί στη μεγάλη αυτή γιορτή ριχνόταν ο Σταυρός στη θάλασσα κι έπρεπε να τον «πιάσουν» τα παλικάρια των ενοριών, κι αυτό δεν ήταν εύκολη δουλειά μέσα στις φουρτούνες και τα κρύα του Γενάρη.
Χιόνιζε εκείνη τη χρονιά. Γεμάτος χαρά έβλεπα απ’ το στασίδι του ψάλτη τις άσπρες πεταλουδίτσες να κολλάνε στο πολύχρωμο τζαμωτό της εκκλησιάς, ενώ έψελνα με οίστρο πλάι στον Τσιράχ. Βιαζόμουν, λαχταρούσα να τελειώσω, κι όταν απόλυσε η εκκλησιά μας, πήρα τον δρόμο τρεχάλα, ευτυχισμένος μέσα στο χιόνι, και νάμαι σε λίγο κάτω στην παραλία του Αγίου Γρηγορίου, όπου ήταν πολύ πλήθος μαζεμένο και περίμενε την πομπή για τη μεγάλη τελετή. Σ’ ένα σημείο, δυτικά απ’ τα μεγάλα βράχια του γιαλού μας, η στεριά προχωρώντας μέσα στη θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή χερσόνησο κι από κει ήταν που έριχνε κάθε χρόνο ο δεσπότης τον Σταυρό.
Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι. Το κρύο τσουχτερό. Λυσσασμένη λες η θάλασσα σφύριζε και βροντολογούσε κάτω απ’ το μαστίγωμα του αγέρα κι οι γλάροι −χιλιάδες− παλεύανε κι αυτοί και στριφογύριζαν μέσα στον βοριά, που καμιά φορά τους έπαιρνε και τρόμαζαν να ξαναζυγίσουν τα φτερά τους.
Τα παλικάρια, ωστόσο, που θα αγωνιζόντουσαν για να «πιάσουν» τον Σταυρό, δεν δείχναν να σκοτίζονται. Νέοι, γεροδεμένοι όλοι, από νωρίς βρισκόντουσαν εκεί στην παραλία γυμνοί, και νάτους τώρα που κάνουν βόλτες ανυπόμονα μ’ ένα παλτό ριγμένο στους ώμους κι ένα μπουκάλι κονιάκ, απ’ όπου ρουφάνε πότε πότε μια γουλιά, ενώ τους δέρνει ο αγέρας και το χιόνι. Από κάθε ενορία είναι κι ένας − άλλος απ’ τον Άι-Γρηγόρη, άλλος απ’ την Αγια-Μαρίνα, τα Εξώτειχα ή τον Άγιο Βασίλειο, τον Ποζ Τεπέ κι αλλού.
Αλλά νάτη κιόλας που κατεβαίνει η πομπή, με τον μητροπολίτη Χρύσανθο ντυμένον στα ολόχρυσα, με τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τα εξαπτέρυγα, τις Αρχές − οι στρατιωτικοί με τις μεγάλες τους στολές και τα παράσημα, οι πρόξενοι και άλλοι.
Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά αργά προχωρεί η πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία, που ανεμοδέρνεται και θαλασσοχτυπιέται, με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές απ’ τα όρθια βράχια του Άι- Γρηγόρη μέχρι πέρα, στ’ άλλα όρθια βράχια του Γκιουζέλ Σαράι.
Εκεί, στο χείλος της ξέρας, φτάνει ο δεσπότης −έχοντας πίσω του όλη την πομπή και το ευλαβικό πλήθος των πιστών− σηκώνει τον Σταυρό, ενώ τα παλικάρια πήραν θέσεις και οι ψαλτάδες ψέλνουν:
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου
Σου, Κύριε…
Με το σήκωμα του Σταυρού, όλοι οι αγωνιστές πετάνε από τους ώμους τα παλτά τους και καθώς έπεσε ο Σταυρός, χυμούν μέσα στα ολόρθα κύματα, που τους σκεπάζουν τα κεφάλια με τους αφρούς κι εκείνοι χτυπιούνται και παλεύουν και κολυμπούνε και πότε φαίνονται να τινάζονται ψηλά στις κορφές των αφρών, πότε κατρακυλάνε στο βάθος, χάνονται κι ύστερα ξαναφαίνονται σε κάποιες αφρισμένες κορφές των λυσσασμένων κυμάτων, προχωρώντας με πείσμα, σταθερά, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στη μανία της φουρτούνας και την κοσμοχαλασιά.
Πού να βρεθεί ο Σταυρός μέσα σε τούτο το κακό; Κι όμως, να που ζύγωσαν στο σημείο όπου ρίχτηκε, να που τον ψάχνουν, να που κάποιος τον είδε κι οι άλλοι μάχονται για να προλάβουν, να που αρπάζονται ακόμα και στα χέρια, βουτούν, εξαφανίζονται, φαίνονται πάλι και να, επιτέλους, κάποιο χέρι που σηκώνεται ψηλά, σφιχτά κρατώντας τον Σταυρό ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ποια ενορία νίκησε; Ο Αϊ-Γρηγόρης, ο Αϊ-Βασίλης, η Αγια-Μαρίνα, ο Ποζ Τεπές; Ο νικητής, αναψοκοκκινισμένος απ’ την προσπάθεια, σκαρφαλώνει στη μικρή χερσόνησο και δίνει τον Σταυρό στα χέρια του δεσπότη.
— Και του χρόνου!
Δυο χρυσές λίρες είναι το έπαθλο. Αλλά τι αξίζουν δυο χρυσές λίρες μπροστά στη δόξα; Θεέ μου, πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω τον Σταυρό;
Δημήτρη Ψαθάς, απόσπασμα από τη Γη του Πόντου ( «Τα χρόνια του δημοτικού»)
- Ευχαριστούμε πολύ την κόρη του Δημήτρη Ψαθά Μαρία και την εγγονή του Λένα Νίτσου που επέτρεψαν τη δημοσίευση του παραπάνω αποσπάσματος από τη Γη του Πόντου στο pontosnews.gr, κυρίως όμως γιατί μας παραχώρησαν προς δημοσίευση την ανέκδοτη φωτογραφία της οικογένειας του Πόντιου συγγραφέα, στην Τραπεζούντα του Πόντου.