Τι μας έμεινε από την επέτειο των 200 χρόνων από το ’21; Η μιζέρια μας. Μέσα στη γενικότερη μιζέρια μας, μίζερα σταθήκαμε απέναντι και στο πιο σημαντικό γεγονός της εθνικής μας ύπαρξης; Την Επανάσταση του ’21.
Η Πολιτεία σε μια προσπάθεια να αναπαράγει τα αποδομητικά ιδεολογήματα μιας οικονομικής παγκοσμιοποίησης που δεν μπορεί να δει την ανάγκη του ανθρώπου για ταυτότητα την οποία θεωρεί στοιχείο της ύπαρξης και αξιοπρέπειάς του, διόρισε μια επιτροπή στο ίδιο με αυτήν ιδεολογικό κλίμα.
Καθόλου παράξενο. Άλλωστε, το κράτος που δημιουργήθηκε από την ανολοκλήρωτη Επανάσταση ήταν, μονίμως, απέναντι στον πολίτη. Τον θεωρούσε –και ακόμη τον θεωρεί– εχθρό του. Υπήκοο που πρέπει να είναι πειθήνιος. Έτσι τον αντιμετώπισε από το 1821 ως σήμερα. Έτσι τον διαμόρφωσε, κυρίως, στην περίοδο της Βαυαροκρατίας. Άλλωστε η τυφλή πίστη στο κράτος είναι χαρακτηριστικό της γερμανικής νοοτροπίας.
Η εμπιστοσύνη στο κράτος δεν είναι εξ ορισμού αρνητικό χαρακτηριστικό. Αλλά προϋποθέτει συνέπεια και από την πλευρά του κράτους απέναντι στους πολίτες του. Αυτή ποτέ δεν υπήρξε.
Ένα κράμα οθωμανικής νοοτροπίας, δυτικού επηρεασμού και επιρροής από την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο διαμόρφωσαν μια πολιτεία και μια κοινωνία η οποία σήμερα διάγει το 200ό έτος του βίου της χωρίς να ικανοποιεί τους συντελεστές της. Τα αδιέξοδα είναι εμφανή. Και οι αιτίες τους έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα μέχρι τα πρώτα 20 χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Όλα όσα ζούμε σήμερα διαμορφώθηκαν αυτήν την περίοδο.
Η Επανάσταση δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Υπήρξε προετοιμασία της. Στην τελική της φάση θα μπορούσε να εντοπιστεί από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα όταν αναπτύχθηκε το Κίνημα του Φιλελληνισμού το οποίο συμπαθούσε οτιδήποτε ελληνικό και το οποίο κατέληξε στη διαπίστωση πως είναι δυνατή η δημιουργία ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους το οποίο θα συνομιλεί με τα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης.
Στον Ρήγα Φερραίο και στον Κοραή θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις δύο σύγχρονες τάσεις. Μια οικουμενική αντίληψη για τον ελληνισμό –Ο Ρήγας έλεγε πως Έλληνας είναι όποιος μιλά ελληνικά και υποστηρίζει την Ελλάδα–, και μια στενή εθνική αντίληψη που εκφράστηκε από τον Κοραή ο οποίος δεν θεωρούσε ελληνικό ούτε το Βυζάντιο. Αυτές οι τάσεις αντιπαλεύουν και σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι δύο εμφύλιοι εισήγαγαν το στοιχείο της διχόνοιας. Και το δάνειο, νωρίς κατά την εξέλιξή της, το στοιχείο της εξάρτησης.
Η συσπείρωση, περί τον Μαυροκορδάτο, των εκσυγχρονιστών και η αντίθεσή τους με τους παραδοσιακούς που ήταν υποστηρίζονταν από τον Κολοκοτρώνη, προβάλλεται και σήμερα. Χωρίς τον Κολοκοτρώνη, η Επανάσταση θα είχε εκπνεύσει. Αλλά και χωρίς τον Μαυροκορδάτο δεν θα είχε λάβει την διεθνή της διάσταση η οποία κατά ορισμένους ιστορικούς αποτέλεσε το καθοριστικό στοιχείο για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Αλλά και η δημιουργία και οι προσανατολισμοί των σημερινών κομμάτων έχουν τις ρίζες τους στις αντιπαλότητες της Επανάστασης.
Ας ασχοληθούμε, όμως, περισσότερο με την διπλωματία.
Ο Μαυροκορδάτος ήθελε να εμπλέξει τις δυνάμεις στην ελληνική υπόθεση. Πίστευε πως ο ανταγωνισμός τους θα ευνοούσε την ελληνική ανεξαρτησία. Έστειλε επιστολή στο Λονδίνο υποστηρίζοντας πως η Βρετανία θα ευνοούνταν αν η Ελλάδα γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Και έπρεπε να το επιδιώξει. Στο Λονδίνο ήταν, ακόμη, επιφυλακτικοί. Δεν απάντησαν στην επιστολή Μαυροκορδάτου.
Όμως, αργότερα, όπως γράφει ο Ρόντερικ Μπίτον, στις 9 Ιανουαρίου 1826 σε μια ερημική ακτή της Πελοποννήσου, απέναντι από την Ύδρα, ο Στράτφορντ Κάνινγκ, ξάδελφος του περίφημου Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, συνάντησε τον Μαυροκορδάτο. Αμέσως μετά τη συνάντησή τους ξαφνική θύελλα χτύπησε τα πλοία που τους μετέφεραν. Το πλοίο του πρεσβευτή έχασε όλα του τα πανιά ενώ ο Μαυροκορδάτος κολύμπησε για να σωθεί όταν το πλοίο του βυθίστηκε. Όμως για πρώτη φορά τέθηκαν τα θεμέλια για διεθνή παρέμβαση. Ο Μαυροκορδάτος έκανε μια παραχώρηση την οποία οι Έλληνες δεν θα του τη συγχωρούσαν όταν αυτή θα γινόταν γνωστή.
Από τη μία όλοι οι «Τούρκοι» (δηλαδή οι μουσουλμάνοι) θα απομακρύνονταν από την «Ελλάδα» της οποίας η έκταση δεν προσδιοριζόταν. Από την άλλη η Ελλάδα θα έπρεπε να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο και θα παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή δεν ήταν η πλήρης ανεξαρτησία για την οποία είχαν πολεμήσει οι Έλληνες. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια το ζήτημα αυτό θα παρέμενε αντικείμενο της διπλωματίας. Ο Μαυροκορδάτος ήταν αρκετά διπλωμάτης και έτσι ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή.
Στο Λονδίνο ο υπουργός Εξωτερικών περίμενε μέχρι να μάθει τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης. Με το πρόσχημα των συγχαρητηρίων στο νέο τσάρο Νικόλαο Α’ ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Αλέξανδρο, τον προηγούμενο Δεκέμβριο, ο Κάνινγκ έστειλε τον δούκα του Ουέλινγκτον στη Ρωσία για να εξασφαλίσει μία διμερή συμφωνία βασισμένη σε αυτούς τους όρους. Στις 4 Απριλίου 1826 ενώ η πολιορκία του Μεσολογγίου έμπαινε στην τελική της φάση, στην Αγία Πετρούπολη υπογράφτηκε ένα πρωτόκολλο. Η κυβέρνηση της Ρωσίας και η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας δεσμεύονταν να διαπραγματευτούν για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης με τον σουλτάνο με στόχο να εξασφαλίσουν τον διακανονισμό με τον οποίο είχε συμφωνήσει ο Μαυροκορδάτος.
Η γαλλική κυβέρνηση είχε λάβει και αυτή εκκλήσεις από την Ελλάδα.
Στις 6 Ιουλίου 1827 με τον Κάνινγκ πρωθυπουργό, οι εκπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν στο Λονδίνο μια τριμερή συνθήκη. Και στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου κατατρόπωσαν τις κοινές δυνάμεις Οθωμανών και Αιγυπτίων. Στο εξής η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης θα συνυφαινόταν αξεδιάλυτα με τη διπλωματία και την υψηλή πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όχι, όμως, μιας μόνο δύναμης. Αυτή ήταν η πραγματική σημασία της μόνιμης διάσκεψης των εκπροσώπων των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, γνωστής ως Διάσκεψης του Λονδίνου για την Ελλάδα η οποία συγκλήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 1826 και θα διαρκούσε μέχρι το τέλος του 1832.
Ο υποκειμενικός παράγων στην ιστορία είναι σημαντικός. Η παρουσία του Κάνινγκ έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ένα χρόνο μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου στη Βρετανία μεγάλο μέρος της πολιτικής του Κάνινγκ ανατράπηκε από το νέο πρωθυπουργό τον δούκα του Ουέλιγκτον. Με παρακίνηση του Ουέλινγκτον ο βασιλιάς Γεώργιος Δ’ ζήτησε συγνώμη από τους Οθωμανούς για το ατυχές περιστατικό του Ναβαρίνου.
Όταν έπεσε χαμηλά η στήριξη της Βρετανίας στην Ελλάδα σηκώθηκε ψηλά η στήριξη της Γαλλίας και της Ρωσίας. Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, ο σουλτάνος αποδέχθηκε ταπεινωτικούς όρους για να λήξει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που είχε ξεσπάσει. Μεταξύ αυτών ήταν η συμφωνία του Στράτφορντ Κάνινγκ και του Μαυροκορδάτου στην ακτή απέναντι από την Ύδρα μια ημέρα με θύελλα στις αρχές του 1826.
Η οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια. Η ειρήνη στην Ευρώπη εξαρτιόταν από την ανεύρεση ενός αντίβαρου απέναντι στην Ρωσία. Η Ελλάδα ήταν η μόνη διαθέσιμη λύση.
Και το ερώτημα που τέθηκε ήταν: γιατί να μην είναι η Ελλάδα πλήρως ανεξάρτητη; Κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντιρρήσεις.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις κυβερνήσεις Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου δήλωναν για πρώτη φορά πως η Ελλάδα θα αποτελέσει ανεξάρτητο κράτος.
Οι Έλληνες ηγέτες που πήραν στα χέρια τους τις τύχες της Επανάστασης και επιβίωσαν κατάφεραν κάτι το εξαιρετικό: να πείσουν τρία από τα πιο συντηρητικά καθεστώτα της σύγχρονης εποχής ότι η επανάστασή τους δεν ήταν απελευθερωτική εθνική –που ήταν στην πραγματικότητα–, αλλά συνιστούσε αποκατάσταση ενός αρχαίου στάτους κβο.
Με την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας το 1830, μια νέα δυναμική εκδηλώθηκε στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική: η δυναμική του έθνους κράτους. Η Ελλάδα ήταν ο σκαπανέας. Η Ελλάδα πυροδότησε την αντίληψη περί έθνους κράτους.
Τα πρώτα 20 χρόνια της ύπαρξης του νέου βασιλείου θα σφυρηλατούνταν οι ανθεκτικές αντιλήψεις για το ελληνικό κράτος. Και αυτές οι αντιλήψεις διατηρούνται μέχρι σήμερα. Ο Κωλέττης έλεγε πως όσον καιρό δεν θα ήταν εφικτό πρωτεύουσα να γίνει η Κωνσταντινούπολη το νέο κράτος δεν θα έπρεπε να έχει πρωτεύουσα. Αλλά επικράτησαν οι δυνάμεις του μικροελλαδισμού. Οι οποίες υπονόμευσαν την οικουμενική Ελλάδα.
Το ελληνικό έθνος κράτος έδωσε ό,τι μπορούσε. Σήμερα πρέπει να το υπερβούμε. Το πώς είναι μια μεγάλη συζήτηση.