Ο Νίκος Γεωργιάδης αφιερώνει τα ποιήματά του και τους μύθους του στους δικούς του συμπατριώτες. Το κάθε ποίημα και μύθος έχουν σχέση με την πλούσια ιστορία των Ελλήνων του Πόντου. Η Γενοκτονία, η έξοδος από τις πατρογονικές τους εστίες στην Μικρά Ασία, οι σταλινικές διώξεις, τα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, η εξορία στην Ασία, η επιστροφή στον Καύκασο και η μετεγκατάσταση στην Ελλάδα όλα αυτά έζησε η οικογένεια του Νίκου και ο ίδιος από τη στιγμή, που αυτός γεννήθηκε λίγους μήνες μετά την εξορία της οικογένειάς του στο Καζακστάν.
Οι ατελείωτες περιπέτειες στην τραγική μοίρα των Ποντίων παροτρύνουν τον ποιητή να δημιουργεί και του δίνουν δυνάμεις να ξεπερνάει και ο ίδιος τις δυσκολίες που μπορεί να βιώνει στη ζωή του ένας αιώνιος πρόσφυγας.
Από την Έξοδο στην εξορία…
Ο Νίκος Γεωργιάδης γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1949 στην πόλη Αράλσκ της περιφέρειας Κιζίλ-Ορντά στο Καζακστάν. Σε αυτή την περιοχή, στη γενέτειρα των τουρκικών φυλών, κατά την «ιστορική ειρωνεία» εξορίστηκαν οι Πόντιοι του Καυκάσου στις 13 Ιουνίου 1949. Πριν από την εξορία η οικογένεια Γεωργιάδη έμενε στο χωριό Ρεσέτνικοφ της περιοχής Μπελορέτσενσκ της περιφέρειας Κρασνοντάρ.
Ο πατέρας του Νίκου Δημήτρης Γεωργιάδης γεννημένος το 1927, δεν συνήθιζε να γιορτάζει τα γενέθλιά του, έδινε μεγαλύτερη σημασία στην ονομαστική του γιορτή. Κάθε 26η Οκτωβρίου (που στη Ρωσία με το παλαιό ημερολόγιο συμπίπτει με την 8η Νοεμβρίου) στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου στο σπίτι της οικογένειας Γεωργιάδη μαζευόταν αρκετός κόσμος. Δίπλα τους στις χαρές και στις λύπες ήταν οι συμπατριώτες από το πατρικό τους χωριό Κιόλια της περιφέρειας του Καρς. Μετά την παράδοση του Καρς, του Αρνταχάν και της Τραπεζούντας από την σοβιετική Ρωσία στους Τούρκους σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (3η Μαρτίου 1918), οι χριστιανοί αυτών των περιοχών αναγκάστηκαν να γίνουν για άλλη μια φορά πρόσφυγες.
Οι οικογένεια της μητέρας του Νίκου Γεωργιάδη καταγόταν από την ποντιακή πόλη Κοτύωρα (Ορντού). Η μητέρα του Αγάπη Χατσίδη (Λιουμπόφ) του Αριστείδη γεννήθηκε στο Κουμπάν, το 1930. Τα οικογενειακά αρχεία από εκείνα τα χρόνια δεν σώζονται. Όμως ο Νίκος συγκρατεί στη μνήμη του τη στήλη στο διαβατήριο της γιαγιάς του με τον τόπο και την ημερομηνία της γέννησης της: Ορντού, 1898.
Στην οικογένεια του Δημήτρη και της Αγάπης Γεωργιάδη μετά τους λίγους μήνες από την εξορία στο Καζακστάν γεννήθηκε ο Νίκος, ύστερα ο Γεώργιος (1952) και μετά τη μετακόμιση τους στην πόλη Ντζαμπούλ, ο Ιβάν (1956) και η Ελισάβετ (1961).
Τα παιδιά στην οικογένεια μεγάλωναν με τις αρχές που είχαν κληρονομήσει από τους παππούδες τους από τον Πόντο. Στο σπίτι αδιάκοπα μιλιόταν η ποντιακή διάλεκτος και ακουγόταν η ποντιακή μουσική.
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης ήταν ένας από τους πιο γνωστούς λυράρηδες στις ελληνικές κοινότητες όλης της Κεντρικής Ασίας. Ήταν γνωστός ως Κιόλιαλης. Η απώτερη καταγωγή από το Καρς δεν λησμονιόταν στην οικογένεια Γεωργιάδη. Τα λόγια των τραγουδιών του Δημήτρη Γεωργιάδη, που ακολουθούσαν την οικογένεια ακόμα από την Κιόλια, στιγμάτισαν τη ζωή και το πνευματικό κόσμο του Νίκου. Μετά από πολλά χρόνια όλα αυτά θα βρουν τη θέση τους στην ποίησή του.
Από το Καζακστάν στον Βόρειο Καύκασο
Τα παιδικά και τα νεανικά χρόνια του Νίκου Γεωργιάδη πέρασαν στο Ντζαμπούλ. Το 1967 ο Νίκος τελείωσε το 8ο σχολείο της πόλης και το 1968 πήγε στο σοβιετικό στρατό. Όταν γύρισε, εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος. Το 1974 παντρεύτηκε την ποντιακής καταγωγής Νίνα Λοβάσοβα, γεννημένη στην πόλη Κρασνογιάρσκ. Η οικογένεια της γυναίκας του Νίκου ήταν εξόριστη στη Σιβηρία.
Το 1973 γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη Αγάπη, το 1974 την ημέρα του Αγίου Δημητρίου με το παλαιό ημερολόγιο γεννήθηκε το δεύτερο παιδί τους ο Δημήτρης και το 1980 ο Ηλίας.
Με το πέρασμα του χρόνου στη ζωή του Νίκου άρχισε να μπαίνει η ποντιακή μουσική και η λαϊκή ποίηση. Ο αδελφός του Νίκου ο Γιάννης (Ιβάν) ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς λυράρηδες πρώτα στην Κεντρική Ασία και ύστερα στον Καύκασο. Ο Νίκος και ο Γιάννης ήταν στο επίκεντρο της μουσικής ζωής των Ποντίων της ΕΣΣΔ για πολλά χρόνια. Η φήμη τους τους ακολουθούσε παντού, ακόμα και μετά την μετεγκατάσταση τους στην Ελλάδα. Ένας ακόμα αδελφός της οικογένειας ο Γεώργιος έμαθε να χορεύει άριστα τους ποντιακούς χορούς.
Ο πατέρας του Νίκου και του Γιάννη ήταν παράδειγμα για τα αδέλφια. Όταν ήταν παιδί ακόμα έμαθε να παίζει το ρωσικό λαϊκό μουσικό όργανο μπαλαλάικα. Στα 18 του χρόνια όμως το ποντιακό αίμα τον τράβηξε προς το να μάθει να παίζει λύρα. Κάποια στιγμή στο Καζακστάν ο Δημήτρης μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Ασλαμαζίδη στις αργίες οργάνωναν για τη νεολαία τα παρακάθια με τη λύρα, τα τραγούδια και τους παραδοσιακούς ποντιακούς χορούς. Η αστυνομία έμαθε για την πρωτοβουλία των Ποντίων και απαγόρευσε τις ιδιωτικές συναντήσεις.
Ο Δημήτρης συνέχιζε να παίζει για τους συμπατριώτες του στις οικογενειακές εκδηλώσεις. Έτσι περνούσε ο καιρός και ο Δημήτρης δεν πρόσεξε πως ο γιος του Γιάννης ήδη μόνος του έμαθε να παίζει λύρα. Όμως δεν τολμούσε να παίξει μπροστά στον πατέρα του, φοβόταν την κριτική του. Το 1978 ο Νίκος ως τραγουδιστής και ο Γιάννης ως λυράρης και τραγουδιστής κατάφεραν να συνοδέψουν μουσικά έναν ποντιακό γάμο. Πολύ σύντομα τους νέους μουσικούς τους έμαθαν στην περιοχή και οι προσκλήσεις για να παίζουν στους γάμους από τότε ήταν συχνές.
Το 1981, τα αδέλφια Γεωργιάδη μαζί με το τοπικό ελληνικό συγκρότημα «Νεότις» πήραν μέρος στο φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, την πόλη Αλμά-Ατά. Τη μουσική παράσταση με τη λύρα, το ντέφι και το κλαρίνο (αντί για ζουρνά) στο τέλος του Φεβρουαρίου του 1981 έδειξαν στην τηλεόραση του Καζακστάν. Ήταν μια από τις πρώτες και μοναδικές εμφανίσεις των Ελλήνων στην τηλεόραση της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Καζακστάν. Την ίδια χρονιά οι διάσημοι πια Πόντιοι μουσικοί έλαβαν την πρόσκληση να παίξουν στους γάμους των Ποντίων του χωριού Ινοζέμτσεβο στην περιφέρεια της Σταυρούπολης και στο Κρασνοντάρ. Δημιουργήθηκε το ελληνικό συγκρότημα στο οποίο μπήκαν τα αδέλφια Γεωργιάδη –Νίκος (τραγούδι και ντέφι), Γιάννης (λύρα και τραγούδι)–, ο Δημήτρης Καραγιαννίδης (κλαρίνο) και ο Γιούρι Φωμνίδης (αρμόνιο).
Το 1984 οι γονείς του Νίκου Γεωργιάδη μετακόμισαν στην πόλη Μινεράλνιγιε Βόντι (Μινβόντι) της περιοχής Σταυρούπολης στον Βόρειο Καύκασο. Το Δεκέμβριο του 1985, τους ακολούθησε και ο Νίκος με την οικογένειά του. Τον Ιανουάριο του 1986 τους συγγενείς του στη μετεγκατάσταση στο Μινβόντι ακολούθησε και ο μικρότερος αδελφός Γιάννης.
Από το 1985 το συγκρότημά τους απαρτιζόταν από τρία άτομα. Ο τρίτος ήταν ο Γιούρι Καλντουρμίδης. Μετά την μετακόμιση στον Καύκασο με τα αδέλφια Γεωργιάδη έπαιζε ο Δημήτρης Φιλιμιάνοφ από το ελληνικό χωριό Χασάουτ-Γκρέτσεσκογιε. Μαζί του και με το χορευτικό συγκρότημα από το Χασάουτ-Γκρέτσεσκογιε, το 1989, ο Νίκος και ο Γιάννης έλαβαν μέρος στο Γ΄ Φεστιβάλ μικρών εθνοτήτων της ΕΣΣΔ στη Μόσχα. Την εμφάνισή τους στο Φεστιβάλ έδειξαν στην τηλεόραση. Έπρεπε να φορέσουν την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά. Την ποντιακή φορεσιά δεν τη φαντάζονταν καλά μετά από πολλές περιπλανήσεις των Ποντίων στην αχανή Σοβιετική Ένωση. Αναγκάστηκαν να αυτοσχεδιάσουν με το φέσι και τη φουστανέλα για να είναι μέσα στο πνεύμα του Φεστιβάλ και κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τους θεατές.
Από τον Καύκασο στην Ελλάδα
Το 1989 ο Νίκος με την κόρη του και τον αδελφό του Γιάννη επισκέφτηκαν την Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε η μαζική μετεγκατάσταση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ στην Ελλάδα. Στις 25 Δεκεμβρίου 1990 ο Νίκος πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας για δεύτερη φορά. Πήρε την οριστική απόφαση να μείνει στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Το καλοκαίρι του 1991 στην Αθήνα εγκαταστάθηκε και ο Γιάννης. Η πρώτη θέση εργασίας ήταν οι λαϊκές αγορές, όπου οι Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης αναγκάστηκαν να πουλούν το βίο τους για να χρηματοδοτήσουν μόνοι τους την αποκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Ο Νίκος και ο Γιάννης δεν μπορούσαν να ζουν χωρίς τη μουσική τους έκφραση. Έπαιζαν στις παρέες των συμπατριωτών τους. Έπαιζαν και όταν έφευγαν για μέρες στα πανηγύρια της Πελοποννήσου. Το επάγγελμα του μικροπωλητή ήταν μονόδρομος για αυτούς για κάποιο διάστημα. Η λύρα του Γιάννη και τα τραγούδια του Νίκου ακούστηκαν και στην Καλαμάτα, και στον Πύργο Ηλείας.
«Όλα άλλαξαν με τον θάνατο του πατέρα μας. το 1992. Πέθανε στις 24 Μαρτίου. Μαζί του έφυγε και η έμπνευσή μας», είπε ο Νίκος φτάνοντας στην περιγραφή της επόμενης φάσης της ζωής τους στην Ελλάδα.
«Οι εμφανίσεις μας ξεκίνησαν ξανά μετά τις προσκλήσεις των ποντιακών συλλόγων. Σε μια από τις εκδηλώσεις μας πλησίασε ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης και μας ρώτησε “γιατί η πόλη Ντζαμπούλ είχε πολλούς λυράρηδες”. Όντως σε άλλες τις περιοχές με συμπαγή ποντιακό πληθυσμό δεν αποθεώθηκε τόσο πολύ η ποντιακή λύρα όσο στο Ντζαμπούλ. Στην πόλη Τσιμκέντ, για παράδειγμα, οι Έλληνες Πόντιοι έδιναν περισσότερο βάρος στην ελληνική λαϊκή μουσική. Όπως το συγκρότημα Ανατολή.
»Ακόμα και στην πόλη Κεντάου με συμπαγή ποντιακό πληθυσμό και με βαθιά ποντιακή παράδοση στη μουσική και τη γλώσσα, η ποντιακή λύρα δεν έπαιζε τόσο μεγάλο ρόλο όσο στο Ντζαμπούλ. Στο Ντζαμπούλ είχαμε τους δικούς μας κανόνες. Εάν στο γάμο ερχόταν οι μουσικοί με τη λύρα, το ντέφι και το κλαρίνο, κανένα συγκρότημα δεν καλούσαν. Η λύρα έκλεβε την παράσταση. Στην πόλη εκτός από εμάς ήταν ξακουστοί και τα αδέλφια Χατζηδαβίδη. Ο Γιάγκος έπαιζε λύρα και ο Νίκος ντέφι. Το αρμόνιο μαζί τους έπαιζε ο Ιβάν Κοπαλίδης. Άλλοι δυο γνωστοί λυράρηδες ήταν ο Γιούρι Σπυρίδης και ο Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης. Όταν οι λυράρηδες έφυγαν στον Καύκασο και στην Ελλάδα, το Ντζαμπούλ ορφάνεψε μουσικά», συνέχισε ο Νίκος.
Η ποίηση του Νίκου Γεωργιάδη
Ο Νίκος Γεωργιάδης μαζί με τον αδελφό του Γιάννη διατήρησαν την πολιτιστική κληρονομιά, που τους μετέδωσαν οι πρόγονοι τους από τον Πόντο. Ο Νίκος όμως δεν αρκέστηκε στα παραδοσιακά τραγούδια και «τα κοντολογίας» (ποντιακές μαντινάδες) και ξεκίνησε να γράφει τους στοίχους για τα τραγούδια, που ερμήνευε μόνος του. Κάποια από τα τραγούδια του διαδόθηκαν στο ευρύτερο κοινό και θεωρούνται από πολλούς σήμερα δημοτική παράδοση.
Ο Πόντιος ποιητής γράφει για όλες τις περιόδους της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου από τη γενοκτονία ως τις σημερινές ανησυχίες τους στους καιρούς της κρίσης και της πανδημίας.
Ακόμη περισσότερη έμπνευση ήρθε του Νίκου Γεωργιάδη την περίοδο της ζωής του στην Ελλάδα. Παρατηρώντας διάφορες πτυχές της ζωής των συμπατριωτών του ο Νίκος έγραψε αρκετά ποιήματα με τη θεματολογία σχετική με την αποκατάσταση τους στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανησυχίας του Νίκου Γεωργιάδη για την πορεία της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου είναι το ποίημα «Οι Ρωμαίοι». Το ποίημα περιέχει το ερώτημα, που μοιάζει με τη κραυγή ενός αιώνιου πρόσφυγα:
Οι Ρωμαίοι τ΄εμετερ΄ υπόφεραν πολλά,
Ολίγα ημέρας ατοίν είδανε καλά.
Πολλά εβασανίεν ατός ο λαός.
Λες και εκαταρέθεν ατόν ο ίδιος ο Θεός.
********
Απόδοση στην κοινή ελληνική
Οι Πόντιοι δικοί μας υπέφεραν πολύ,
Λίγες ημέρες καλές είδαν αυτοί.
Πολύ βασανίστηκε αυτός ο λαός.
Λες και τον καταράστηκε ο ίδιος ο Θεός.
(Βασίλης Τσενκελίδης)
Κάποια από τα ποιήματα του Νίκου είναι γραμμένα στη ρωσική γλώσσα. Όμως ακόμα και στη ρωσική γλώσσα φαίνεται ο ποντιακός τους χαρακτήρας.
Πριν από μερικά χρόνια ο Νίκος Γεωργιάδης έβγαλε το πρώτο του βιβλίο με τα ποιήματα στην ποντιακή διάλεκτο Πατρίδα μ’ αραεύω σε. Τα ποιήματα του Νίκου αναφέρονται σε όλα, που κουβαλάει η μνήμη του από τα παιδικά του χρόνια. Τα ποιήματα αυτά έχουν χαρακτηριστικούς τίτλους: «Εμέν με λέγ’νε Κιόλιαλη», «Το ΄37», «Πόντιος και Αθηναίος», «Έρθανε ασ΄ση Ρωσίαν», «Ο φουχαράς ο Γιωρίκας», «Αραεύω εγώ δουλείαν», «Το πρόστιμο» και άλλα πολλά.
Ο Νίκος Γεωργιάδης δεν σταματάει να γράφει και επικεντρώνει την προσοχή του σε θέματα, που πονάνε τους συμπατριώτες του. Η δική του βασική ανησυχία εκφράζεται με τα εξής λόγια:
Θα λέτε εσείς – Πολιτισμός.
Θα λέτε – Αιώνας Εικοστός.
Ανθρώπ’ σον φέγγον εκατείβαν
Και ούς ατώρα οι Ρωμαίοι καλόν ημέραν ‘κ’ είδαν.
Απόδοση από τα ποντιακά
Θα πείτε εσείς – Πολιτισμός.
Θα πείτε – Αιώνας Εικοστός.
Οι άνθρωποι κατεβήκαν στο φεγγάρι.
Όμως οι Πόντιοι ακόμα καλή μέρα δεν είδαν…
(Βασίλης Τσενκελίδης)
Η νέα έμπνευση του Νίκου Γεωργιάδη είναι οι μύθοι σε στιλ του Αισώπου. Με τους μύθους του ο Πόντιος ποιητής και μυθογράφος εκφράζει ακόμα περισσότερο την ψυχή των Ποντίων, που έζησαν πολλές τραγωδίες στην ιστορία τους, όμως συνεχίζουν να δημιουργούν.
Το τελευταίο του βιβλίο είναι Η γλώσσα του Αισώπου – Οι μύθοι στην ποντιακή διάλεκτο με τους 80 μύθους. Πολλοί από τους μύθους αυτούς είναι επηρεασμένοι από τις δημιουργίες του Αισώπου και του Ρώσου μυθογράφου του 19ου αιώνα Ιβάν Κριλόφ, αρκετοί όμως είναι καθαρά δικής του επινόησης. Και τον 21ο αιώνα η ποντιακή διάλεκτος παραμένει ζωντανή στις δημιουργίες ενός Πόντιου, που για να φθάσει να εκδίδει βιβλία στην Αθήνα πέρασε από την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός.