Την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς όλαι αι οικογένειαι εφρόντιζαν δια την καθαριότητα της οικίας και δια τας σχετικάς προετοιμασίας για την υποδοχή του καινούριου χρόνου.
Από το βράδυ έως τα μεσάνυχτα τα παιδιά, και ιδίως τα αγόρια ηλικίας από 7-12 χρονών, περιερχόμενα τας οικίας κατά ομάδας ή μεμονωμένα έψαλλαν τα κάλαντα και έπαιρναν φιλοδωρήματα, όπως κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων.
Ακόμη και ενήλικες με συνοδείαν λύρας περιήρχοντο τας οικίας των προυχόντων και τραγουδούσαν τα κάλαντα.
Εις παλαιοτέραν εποχήν εψάλλετο με πολλάς παραλλαγάς το πρωτοχρονιάτικο τραγούδι: «Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου…». Με την πάροδον του χρόνου το ανωτέρω άσμα αντικατεστάθη με το γνωστόν «Άγιος Βασίλειος έρχεται από την Καισαρεία…».
Επί των ημερών μας εψάλλετο και το κοινόν ανά τας ελληνικάς χώρας «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά …».
Σημειωτέον προς τούτοις ότι χάριν αστεϊσμού εψάλλετο από άνδρας και το ακόλουθο λαϊκό στιχολόγημα:
Άε-Βασίλης έρχεται ας ση Λερί’ μερέαν,
φορτούται τρανόν δίσακκον γομάτον ευλοΐας.
Αν δίτε μας καλόν παχσίσ, αν δίτ’ οσπρα παράδας,
να γεννούνε τα χτήνα σουν, ν’ ευτάν’ θελ’κά μουσκάρα,
να γεννούν και τα πρόατα, ν’ ευτάγ’νε άσπρ’ αρνία,
να γίν’νταν τα γεννήματα, τ’ αμπάρα να γομούνταν,
να έρχουνταν κ’ οι ξενιτάρ’ με τα πολλά γομούσα.
Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογενείας κρατούσε διάφορα τραγήματα –φουντούκια, κουφέτα, λεπλεπιά κλπ.–, και εισερχόμενος εις την οικίαν πετούσεν αυτά προς το ταβάνι ευχόμενος: «Άμον ντο ρούζ’νε αούτα τα καλά, αέτσ’ πα να ρούζ’νε ’ς σ’ οπσίτ’ν εμουν τα ευλογίας και τα καλωσύνας» (όπως πέφτουν αυτά τα καλά , έτσι να πέφτουν στο σπίτι μας κ’ οι ευλογίες κ’ οι καλωσύνες).
Οι σπιτικοί έσπευδαν να μαζεύουν τα τραγήματα και όλοι χαρούμενοι γελούσαν με την καρδιά τους.
Βραδύτερον παρεκάθηντο εις την τράπεζαν όλα τα μέλη της οικογενείας. Εις το τέλος του δείπνου, ενώ έτρωγαν φρούτα, έλεγαν ποικίλας ευχάς. Εις τους ευχομένους έδιδαν δώρα, ο μεν οικοδεσπότης χρηματικά ποσά, η δε οικοδέσποινα διάφορα είδη, ως κάλτσες, μαντήλια, πετσέτες και φρούτα.
Ο οικογενειάρχης ιδιαίτερα έδιδε δώρον για το τραπέζι, εχάριζεν το τραπέζ’. Το δώρον αυτό ανήκεν εις εκείνην η οποία προετοίμασε το τραπέζι, κυρίως δε εις την νύμφην ή εις την μεγαλυτέραν κόρην της οικογενείας. Εάν δεν υπήρχε τέτοια δικαιούχος, το δώρον εδίδετο εις την οικοδέσποιναν.
Επί των ημερών μας εις το ίδιο τραπέζι εκόπτετο η πίτα. Εχωρίζετο πρώτα η μερίδα της εικόνος του σπιτιού, έπειτα το μερίδιον εκείνου που «’κ’ έχ’ καν’νάν ’ς σον κόσμον» (που δεν έχει κανέναν στον κόσμο) και το υπόλοιπον εις τόσα μερίδια όσαν ήσαν τα άτομα που συνέφαγαν. Μερίδια εχωρίζοντο και δια τα απόντα μέλη της οικογενείας. Εκείνος, εις τον οποίον έπεφτε η παρά, εθεωρείτο τυχερός.
Το τραπέζι παρέμενεν ως το πρωί για τον Άε-Βασίλ’, τον οποίον επερίμεναν τα παιδιά να περάση να φάγη και ν’ αφίση δώρα.
Την ιδία νύχτα επί της εποχής μας οι μεν άνδρες εδοκίμαζαν την τύχην των εις τα παιγνιόχαρτα, οι δε νέοι διεσκέδαζαν και εχόρευαν ως τα μεσάνυχτα.
Η ενορία Μονοβάντων, όπου ο ναός του Αγίου Βασιλείου, εώρταζε πανηγυρικώς. Δια κοινής συνεισφοράς των κατοίκων παρεσκευάζοντο φαγητά, τ’ Άε-Βασιλεί’ τα φαεία, και εφιλεύοντο όλοι οι ξένοι προσκυνηταί.