Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων (ή Κοτσιαμάνων). Διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνίες γύρω από τον τρόπο τέλεσης, την ενδυμασία ή τους συμβολισμούς που αναδύονται μέσα από αυτό.
Ο Ιωάννης Καραχρήστος εισηγούμενος το θέμα «Ιστορικο-ανθρωπολογική προσέγγιση των λαϊκών δρώμενων. Η περίπτωση των Μωμόγερων του Πόντου» στο συνέδριο που πραγματοποίησε και εξέδωσε σε βιβλίο η Ακαδημία Αθηνών (2011, σ. 79), μάς έχει καταθέσει:
«Όπως υποστηρίζουν όλοι οι πληροφορητές, οι Μωμόγεροι και σήμερα αφορούν την καλοχρονίαν. Η σημασία τους όμως δεν εξαντλείται σε αυτή. Λειτουργούν ως σύμβολο αφενός της ευρύτερης ποντιακής μνήμης και ταυτότητας, αφετέρου της αντίστοιχης τοπικής, σε επίπεδο χωριού».
Ως μέλη της Κίνησης «Παρυάδρης» και ως πληροφορητές της τοπικής κοινότητας ενός εκ των χωριών που σήμερα πρωταγωνιστούν, του Τετράλοφου Κοζάνης, θα επιχειρήσουμε κάποιες περαιτέρω αποσαφηνίσεις της εκδοχής των Κοτσιαμάνων (φουστανελοφόρων) της παραλλαγής της Λιβεράς στον γενικότερο όρο των Μωμόγερων του Πόντου.
Για να το πετύχουμε θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ορισμένα από τα σημεία αντιθέσεων και να εντρυφήσουμε μέσα σε αυτά, επιδιώκοντας την πλήρη αποσαφήνιση των παρερμηνειών και την ανάδειξη της αλήθειας.
Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει για δύο κυρίως λόγους:
- Να στηρίξουμε με ακόμη περισσότερα στοιχεία και τεκμήρια την ορθότητα της παραλλαγής της Λιβεράς, όπως αυτή πραγματοποιείται σήμερα, και
- ν’ απαντήσουμε ξεκάθαρα και με σαφήνεια στην επικαιροποίηση και στη σημασία του δρώμενου, όπως αυτό παρουσιάζεται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ας αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι: Πώς και από πού προέκυψαν αμφισβητήσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω περιπτώσεις:
1. Ο Ερμής Μουρατίδης μέσα από το δημοσίευμά του στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος με τίτλο «Μωμόεροι δήθεν…» αμφισβήτησε τη σημερινή εμφάνιση των Κοτσιαμάνων.
2. Ο Παντελής Μελανοφρύδης τον Ιανουάριο του 1953 σε άρθρο με τίτλο «Οι νέοι Μωμόεροι» έγραψε στην Ποντιακή Εστία τα εξής:
«Εφέτος δε οι Μωμόεροι υπέστησαν μίαν τολμηράν εξέλιξην και προσαρμόσθησαν προς το περιβάλλον. Έγινε, δηλαδή, το εξής: Ο σκελετός της κωμωδίας παρέμεινεν ο ίδιος, αλλ’ οι μωμόεροι εφόρεσαν κατακάθαρη φουστανέλα, με όλα τα ωραία και κτυπητά εξαρτήματά της. Επιπλέον, επρόσθεσαν απροόπτως και ένα αρχαϊκό στοιχείον: την περικεφαλαίαν, με διάφορα κοσμήματα. Έτσι, παρουσιάσθηκαν εις την πόλιν μας τρία ποντιακά συγκροτήματα από τα Κομνηνά, την Ασβεστόπετραν και το Καρυοχώρι, κατοικούμενα από Ποντίους».
Πρόκειται για ένα άρθρο το οποίο επανειλημμένως αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν πολλές αμφισβητήσεις της ορθότητας του τρόπου με τον οποίο τελείται έως και τις μέρες μας η παραλλαγή των Μωμόγερων της περιοχής της Λιβεράς Ματσούκας, της επικρατέστερης σήμερα.
3. Ο Νίκος Πετρίδης σε ανάρτησή του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τίτλο «“Διασπορά καινών δαιμονίων” το σημερινό μου σημείωμα» αφού ταυτίστηκε απόλυτα με πολλές από τις μορφές του δρωμένου, μας καταθέσε ότι κοινός παρονομαστής είναι ο χειμώνας και η μέρα του φωτός είναι η αλλαγή του χρόνου και η ελπίδα που έρχεται από το καινούργιο, το οποίο θα είναι καλύτερο. Και αναρωτήθηκε:
«Είναι τυχαίο ότι αυτή η ημερομηνία (25 Δεκεμβρίου) ήταν η μέρα του θεού Ήλιου και του Φωτός; Είναι τυχαίο ότι αυτή η ημερομηνία ήταν η μέρα του θεού Μίθρα; Πολλές συμπτώσεις για να είναι όλα τυχαία. Και πολλές εντυπωσιακές ομοιότητες στον εορτασμό, που συνεχίζουν οι απόγονοι αυτών των παλιών φυλών της Ανατολής, οι οποίοι γιόρταζαν τον Ήλιο, τον Μίθρα, το χειμερινό ηλιοστάσιο, την ελπίδα, την αλλαγή προς το φως, αργότερα τη γέννηση του Ιησού Χριστού».
Στα υστερόγραφά του ο Νίκος Πετρίδης πρόσθεσε:
«ΥΓ₁: Θα ήμουν υπόχρεος αν κάποιος συμπατριώτης (και μη) ερευνητής, ιστορικός, λαογράφος κτλ μου υποδείκνυε κάποια γραπτή πηγή που να αναφέρει συγκεκριμένα την ονομασία “Μωμόγεροι” γι’ αυτό το έθιμο. Και όταν λέω γραπτή πηγή, εννοώ προφανώς πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, πριν δηλαδή αναπτυχθεί η αρχαιοπληξία, οπότε και κάποιοι πεφωτισμένοι συμπατριώτες μας και μη, λαϊκοί και κληρικοί, βάλθηκαν να μας αλλάξουν τα φώτα.
»ΥΓ₂: Για τις φορεσιές του εθίμου, ασφαλώς δεν έχω να κάνω κάποιο σχόλιο. Ο καθείς και το μυαλό του
»ΥΓ₃:Επειδή κάποιοι πρόγονοί μας λόγω ιδιαίτερων συνθηκών της εποχής τους βάφτισαν τα πάντα στον Πόντο ως αρχαιοελληνικά, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διαιωνίζεται, τουλάχιστον σε επιστημονικό επίπεδο;».
Και κατέληξε:
«Εγώ ως ελληνικότητα από τον Πόντο, ξέρω αυτά που μου άφησαν ο πάππος και ο κύρης μου και να μη σηκώνω μύγα στο σπαθί μου».
4. Ο Γεώργιος Σαπανίδης εστίασε κυρίως στη θεατροποίηση των Μωμόγερων, κάνοντας αναφορές στον τρόπο εκτέλεσης του θεατρικού κυρίως διαλόγου. (Δεν άφησε όμως αιχμές για τα Κοτσιαμάνια.)
5. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης έκανε εκτενή αναφορά στα Κοτσιαμάνια, αλλά έδωσε μία δική του ερμηνεία, όπως αυτός αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Παρομοίασε τον όμιλο με άγημα του Μ. Αλεξάνδρου, το οποίο συμβολίζει την εκστρατεία του – προσέδωσε, δηλαδή, ιστορικούς συμβολισμούς στο δρώμενο, παραβλέποντας ή αγνοώντας το γονιμικό και ευετηριακό του χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο της ποικιλομορφίας του δρώμενου εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι απόψεις διίστανται.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, ως απόγονοι αυτών που μας το κληροδότησαν, να εντρυφήσουμε περισσότερο στη διαδικασία ιχνηλάτησης του δρώμενου, στην ιστορική του διαδρομή.
Έτσι, προσπαθούμε να το προσεγγίσουμε από δύο κατευθύνσεις, τη βιωματική προσέγγιση και τη λαογραφική καταγραφή, και να εστιάσουμε στα σημεία όπου αυτές ταυτίζονται. Αυτός είναι και ο ενδεικνυόμενος τρόπος, ώστε να καταλήξουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια σε αληθή και πραγματικά γεγονότα και συμπεράσματα.
Αναφερόμαστε στην καταγραφή του Χρύσανθου Δημητριάδη, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τη Λιβερά του Πόντου και κατέθεσε την εργασία του στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών. Εδώ έχουμε μία πλήρη περιγραφή του δρέμωνου, που απαντά σε πολλές απορίες και ξεκαθαρίζει ορισμένες αμφισβητήσεις:
«Στη Λιβερά και τα περισσότερα χωριά της επαρχίας Ροδοπόλεως Ματσούκας, τα κάλαντα, όπως ελέγετω το νέο έτος, έβγαιναν οι “Κοτσιαμάν’”. Το έθιμον τούτο εγένετω ανελλιπώς και με ενθουσιασμόν καθ’ έκαστον έτος και ελάμβαναν μέρος εις αυτό πολλοί νέοι και εγκαίριμοι άνδρες 35-45 ετών (δηλαδή οι Κοτσιαμάν’)».
Στη συνέχεια μας περιέγραψε τα ρούχα που χρησιμοποιούσαν οι Κοτσιαμάν’ και τα οποία είναι ακριβώς όπως αυτά που χρησιμοποιούν και σήμερα οι τελεστές του εθίμου. Βεβαίως, συμπεριέλαβε και τη στωρέα (προσωπίδα, μάσκα), που σε όλους εμάς τους βιωματικούς συνεχιστές είναι γνωστό ότι καταργήθηκε στον ελλαδικό χώρο το 1936, από τη δικτατορία του Μεταξά.
Επίσης έδωσε πληροφορίες και για τα υπόλοιπα θεατρικά μέλη του θιάσου και τον τρόπο που τελούνταν το έθιμο, ο οποίος ταυτίζεται πλήρως με τη σημερινή τέλεση που όλοι γνωρίζουμε. Μας περιέγραψε και κάποιες στιγμές από τη στρατηγική που ακολουθούσαν ορισμένοι κάτοικοι της Λιβεράς στη σκηνή της αρπαγής της νύφης.
Από τις πληροφορίες που κατέθεσε η Βαρβάρα Σιδηροπούλου (γεννήθηκε το 1905 στη Λιβερά της Ματσούκας, ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 17 ετών), στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, στην Ελένη Γαζή το 1962, παραθέτουμε τα εξής:
«Δελτίο πληροφορήτριας: Η Βαρβάρα Σιδηροπούλου είναι από τις πιο γνήσιες πληροφορήτριες. Δεν προλαβαίνεις να τη ρωτήσεις κάτι και οι απαντήσεις της τρέχουν σαν ποτάμι. Μιλά με πολύ πόνο για τα τυραννισμένα χρόνια της ζωής της και όλη η αφήγησή της και η έκφραση ακόμη στο πρόσωπό της, έχουνε πολύ πικρία και αυστηρότητα μαζί. Θυμάται πολύ καλά την πατρίδα της και όλη τη ζωή εκεί. Στο λήμμα “Οι Κοτσιαμάν’” μάς καταθέτει:
»Από του Αγ. Βασιλείου άρχιζαν και μέχρι του φωτός κρατούσαν. Άλλο ήταν τα Μωμοέρια, εκείνα έβγαιναν παραμονή Αγ. Βασιλείου μόνο. Οι Κοτσιαμάν’ φορούσαν τη στολή τους και….»
… μας κάνει ακριβώς την ίδια περιγραφή που μας έδωσε ο Χρύσανθος Δημητριάδης στην Ποντιακή Εστία. Επισημαίνει την ύπαρξη της στωρέας που φορούσαν στα πρόσωπά τους και πως ήταν από ζωγραφισμένο χαρτί. Συμπληρώνει δε πως και στον Τετράλοφο και σε άλλα χωριά από Πρωτοχρονιά έως τα Φώτα, βγαίνουν οι Κοτσιαμάν’ και χορεύουν και παίζουν:
«Ίδια στολή, όπως και στην Πατρίδα κάνουνε και φορούνε. Και φωτογραφίες βγάζουνε και όργανα παίζουνε. Όλα ίδια τα κάνουνε. Τα παλικάρια που γεννηθήκανε εδώ τα οδηγούνε οι γέροι που τα ξέρουνε” (τονίζει το βίωμα)».
Συνεχίζοντας η Βαρβάρα Σιδηροπούλου, στο λήμμα «Μωμογέρια»:
«Αυτά βγαίνανε παραμονή Πρωτοχρονιάς μόνο. Σαν τρελά είναι. Ό,τι θέλεις απάνω τους βάζουνε. Μπογιές, κουρέλια, προβιές, κουδούνια. Όλο κουδούνια ήτανε φορτωμένοι. Και κάτι τσάντες κρατούσανε και είχανε όλο κουδούνια και τις πετούσανε στα σπίτια και τους ρίχνανε μέσα κουλούρια και φρούτα. Και τα Μωμο’έρια όλο άντρες ήτανε. Δε μπορούσες να καταλάβεις ποιοι ήτανε. Παραμονή Αγ. Βασιλείου ο κόσμος χαλνούσε από τα κουδούνια τους. Αυτοί κωμωδίες παίζανε, αλλά μικρά πράγματα, όχι όπως οι Κοτσιαμάν’. Και εδώ στον Τετράλοφο τα συνηθίζουνε πρωτοχρονιάς παραμονή τα Μωμο’έρια».
Όπως προκύπτει και από τις δύο περιγραφές των Λιβεριτών, ο όμιλος των Κοτσιαμάνων φοράει στο πρόσωπο μάσκα (στωρέα), είναι κάτι πιο δυνατό και σημαντικότερο από τα Μωμο’έρια –δίχως να προσδιορίζουν, όμως, για τι πρόκειται ακριβώς–, και γι’ αυτό στον όμιλο συμμετέχουν μόνο άνδρες 35-45 ετών, δηλαδή οι Κοτσιαμάν’.
Οι καταγραφές αυτές ταυτίζονται απόλυτα και με τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών της πρώτης γενιάς, προεξάρχοντος του πρώτου αρχηγού εδώ στον ελλαδικό χώρο, Γεώργιου Φιλιππίδη, ο οποίος ήρθε από τον Πόντο σε ηλικία περίπου 30 ετών και ήταν εκ των πρωταγωνιστών και εκεί, στη Λιβερά της Ματσούκας.
Εντούτοις ούτε και οι ίδιοι ήξεραν τι είναι αυτό που κάνουν. «Έτσι το βρήκαμε, έτσι το κάνουμε», μας έλεγαν ορισμένοι, πρόσθέτοντας: «Πάντως δεν είναι καρναβάλια».
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στη Λιβερά συναντάμε το δρώμενο με την ονομασία «Κοτσιαμάνια» και αυτό γιατί πρωταγωνιστές της χορευτικής ομάδας –και ίσως νεότερη προσθήκη– είναι οι Κοτσιαμάν’.
Κοτσιαμάνος δεν είναι μόνο ο μεγάλος σε ηλικία άντρας, αλλά και ο σύζυγος, ο αρχηγός της οικογένειας. Η λέξη έχει διττή έννοια, δηλαδή χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε ορισμένα ποντιακά χωριά που δεν δέχθηκαν σύγχρονες επιρροές.
Επιτρέψτέ μας να σας παραθέσουμε δύο προσωπικές αναμνήσεις:
- Του Νίκου Πιλαλίδη, του οποίου ο πατέρας όταν έκρινε ότι ήταν έτοιμος να πάρει τη θέση του και να εκπροσωπήσει την οικογένεια στο δρώμενο, τον ρώτησε χαρακτηριστικά: «Έρθεν το νέον έτος. Ετράνυνες…Θα ‘ίνεσαι Κοτσιαμάνος;».
- Της Έλλης Πιλαλίδου, μητέρας του Θόδωρου, η οποία μας μετέφερε μια ενδεικτική στιχομυθία από τις επισκέψεις της στον τόπο καταγωγής της, στο Λευκάδι, ένα μικρό χωριό του Βοΐου. Εκεί ο μεγαλύτερος αδελφός της πάντοτε τη ρωτούσε: «Έλλη ντο ‘ίνεται; Ο Κοτσαμάνος ντο εφτάει;», αναφερόμενος στον σύζυγό της Ιωάννη Πιλαλίδη.
Ως εκ τούτου λοιπόν, οι Λιβερίτ’, θέλοντας να προσδώσουν στο έθιμο τη μέγιστη προβολή και προσήλωση, έβαλαν στη χορευτική ομάδα τους Κοτσιαμάνους του χωριού. Με την πάροδο των χρόνων και με την επικρατούσα κατ’ έτος προτροπή «θα εβγαίν’ νε οι Κοτσιαμάν’, θα εβγαίν’ νε οι Κοτσιαμάν», επικράτησε ο όρος «Κοτσιαμάνια».
Στο πλαίσιο της ποικιλομορφίας των Μωμόγερων και της εξελικτικής πορείας της παράδοσης με επικαιροποιήσεις, παρατηρείται η προσθήκη της φουστανέλας στη χορευτική ομάδα του θιάσου. Υπολογίζεται ότι η προσθήκη αυτή έλαβε χώρα στα μέσα του 19ου αιώνα. Ποιες είναι, όμως, οι βασικές παράμετροι που συνυπάρχουν;
Δημιουργοί και εμπνευστές ήταν Πόντιοι Έλληνες εντός των σαφώς προσδιορισμένων γεωγραφικών ορίων του Πόντου (περιοχή Λιβεράς Ματσούκας), οι οποίοι προσπάθησαν –και κατάφεραν– να ενσωματώσουν έντονα αρχαιοελληνικά στοιχεία προκειμένου να τονίσουν την ύπαρξη ελληνικής κοινότητας στην περιοχή – ήταν αναγκαιότητα της εποχής.
Η επιτυχής αυτή προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα να μην δημιουργήσουν καμία σύγχυση, αλλά τουναντίον, να αποσαφηνίσουν και να προσδιορίσουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο σε πολλούς το πώς και από ποιους αποικίστηκε η περιοχή του Πόντου, από τα αρχαϊκά ακόμη χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι στις παραστάσεις τους τα τραγούδια ήταν στην ελληνική και ποντιακή γλώσσα.
Τώρα, η αποσαφήνιση που εμείς πρέπει να καταθέσουμε, σύμφωνα πάντα και με τα στοιχεία της λαογραφίας, είναι η εξής:
«Στον Πόντο, όλα τα δρώμενα που κύριο μορφολογικό χαρακτηριστικό τους έχουν τη μάσκα και τη μεταμφίεση, λέγονται “Μωμόγεροι”».
Όμως, ας προχωρήσουμε και σε ορισμένες καταγραφές από λαογράφους πρώτης γενιάς, αλλά και μεταγενέστερους, οι οποίες έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προσωπικές μαρτυρίες, ρίχνοντας ακόμη περισσότερο φως και υπογραμμίζοντας το ορθό της σημερινής τέλεσης του δρώμενου με τη μορφή που το συναντάμε στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας.
Λαογράφοι πρώτης γενιάς και μεταγενέστεροι
Ιωάννης Αβραμάντης (1890-1976)
Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Τσίτα της Χαλδίας. Σπούδασε στη Σχολή της Αργυρούπολης και στο Ελληνικό Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Στην Ελλάδα ήταν τακτικός συνεργάτης του λαογραφικού ιστορικού περιοδικού Ποντιακή Εστία, όπου μεταξύ άλλων έγραψε:
«Σο Καπήκιοϊ και ση Λιβεράν εγίνουσαν Μωμο’έρια τα κάλαντα. Εφόρναν’νε ελλενικόν φορεσίαν με φουστανέλας και περικεφαλαίας και εκατήβαιναν σο Τσεβιζλούκ. Άμαν ση κυρού μ’ τον καιρόν, τα μωμο’έρια εμανούσαν, έχτρευαν τ’αλώματ’ ατούν και εκράτ’ναν σα χέρ’ατούν απ’ έναν στουράκ’ και εντούναν σα πόρτας. Κι αν κι ένοιγαν’ ατ’ς, ετσάκωναν την πόρταν και έμπαιναν».
Είναι ο πρώτος και ίσως ο μοναδικός που χρονικά προσδιόρισε την επικαιροποίηση της παραλλαγής αυτής.
Ν. Λαπαρίδης (1920-2004)
Γεννήθηκε στο Νοβοροσίσκι, με καταγωγή από τη Ζάβερα Ματσούκας, λυκειάρχης. Στο άρθρο «Τα Μωμογέρια της Λιβεράς της Ματσούκας» που έγραψε για την Ποντιακή Εστία περιγράφει:
«Όμως στη Λιβερά και στο Καπίκιοϊ της Ματσούκας, τα Μωμο’έρια είχαν άλλη σύνθεση και άλλη μορφή… Αυτή η πρωτότυπη μορφή των Μωμό’ερων της Λιβεράς, που έχει βασικό στοιχείο του τον όμιλο των φουστανελάδων με τις περικεφαλαίες, κάνει τον καθένα να σκεφθεί πως εκεί, μακριά στον Πόντο, εμφανίζεται η γνωστή φουστανέλα και περικεφαλαία και τι συμβολίζουν τα «Κοτσιαμάνια» και ο χορός τους…
»Αυτές ακριβώς οι εκδηλώσεις και παραδόσεις, κατά τη γνώμη μας, μεταφέρθηκαν από τους ξενιτεμένους Λιβερίτες στην πατρίδα τους, τη Λιβερά, προσαρμόστηκαν, σε συνδυασμό με τα Μωμο’έρια, στο νέο περιβάλλον και έγιναν μία όμορφη λαϊκή εκδήλωση στη Λιβερά.
»Φανερή, βέβαια και ανοικτή εθνική εκδήλωση, που μας καταδεικνύει ότι η παραλλαγή των Μωμό’ερων της Λιβεράς, τα “Κοτσιαμάνια”, είναι ακόμη μία απόδειξη της εθνικής ενότητας του ποντιακού και ελλαδικού χώρου».
Οδυσσέας Λαμψίδης Οδυσσέας (1917-2006)
Γεννημένος στην Τραπεζούντα του Πόντου, ανέφερε:
«Ξέρω πολύ καλά ότι στον Πόντο, τα τελευταία κιόλας χρόνια, οι δάσκαλοι προσπαθούσαν να εξελληνίσουν και να αρχαιοποιήσουν το καθετί. Έτσι, έντυσαν τους Μωμό’ερους με χλαμύδα, περικεφαλαία, μία συνήθεια που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα, ύστερα από το 1922, σε ορισμένες παραστάσεις των Μωμό’ερων».
Χρύσανθος Δημητριάδης
Με καταγωγή από τη Λιβερά Ματσούκας. Σε εργασία που κατέθεσε στην Ποντιακή Εστία, τόνισε:
«Ήτω δε χάρμα οφθαλμών και ψυχής, να βλέπει κανείς 150-200 φουστανελοφόρους, ντυμένους καλά και αρματωμένους, να παρελαύνουν ή να χορεύουν στις πλατείες και στους δρόμους της Υποδιοικήσεως και να τραγουδούν ελληνικά και ποντιακά τραγούδια».
Χρήστος Σαμουηλίδης
Γεννημένος το 1927, στη διπλωματική του εργασία για τους Μωμό’ερους στον Πόντο έκανε αναφορά στο δρώμενο της Λιβεράς, με το χαρακτηρισμό «Κοτσιαμάνια».
Γίνεται επομένως κατανοητό πως και η παραλλαγή της Λιβεράς, τα «Κοτσιαμάνια», είναι μία από τις περίπου 55 παραλλαγές των Μωμο’ερίων, όπως τις κατέγραψε στην έρευνά του και ο Χρήστος Σαμουηλίδης για τις ανάγκες της διδακτορικής του διατριβής. Η παραλλαγή αυτή όχι μόνο κατόρθωσε να επιβιώσει έως τις μέρες μας, αλλά και να σηματοδοτεί –σε πανελλήνιο πλέον επίπεδο– τον ορισμό των «Κοτσιαμάνων-Μωμό’ερων».
Αποτελεί, πλέον, πολιτιστικό στοιχείο της Ελλάδος, ενταγμένο στον παγκόσμιο κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Αντιθέτως, πολλές από τις παραλλαγές των Μωμό’ερων που υπήρχαν στον Πόντο, αλλά και εδώ στον ελλαδικό χώρο, έπαψαν να υφίστανται όταν οι δομές της σύγχρονης τοπικής κοινωνίας τις κατέστησαν αναχρονιστικές και ανενεργές.
Είναι πολύ σημαντική η άποψη-τοποθέτηση του Οδυσσέα Λαμψίδη, την οποία κατέθεσε στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (περιοδικό Αρχείο του Πόντου) με τον εξής τίτλο: «Γύρω στο Ποντιακό θέατρο, υπόσταση και ιστορία του (1922-1972)».
«Για τις σύγχρονες παραστάσεις των Μωμό’ερων πρέπει να τονίσουμε, όμως και τούτο: Επιβάλλεται, αν θέλουμε να ζωντανέψουμε τους Μωμό’ερους, να μείνουμε τελείως πιστοί στη λαϊκή παράσταση, όπως παιζόταν, με όλα τα λαϊκά στοιχεία-ακόμη και τα αντιθεατρικά-που είχε.
»Δεν επιτρέπεται η παράσταση να μεταποιηθεί και να μεταβληθεί από αυτοσχέδιο λαϊκό δραματικό παιχνίδι, που είχε πολύ λίγο θεατρικό λόγο, αλλά πολύ μίμηση, σε θεατρικό έργο, με την αύξηση και μεγέθυνση των θεατρικών του στοιχείων στη δράση και στο λόγο.
»Αν γίνει αυτό, οι Μωμό’εροι θα πάψουν να είναι λαογραφικό παράγωγο, έκφραση της λαϊκής θυμοσοφίας και του ξεσπάσματος του λαϊκού στοιχείου, για αναζήτηση και ανεύρεση του γέλιου και της χαράς και θα καταντήσουν μια ιλαροτραγωδία. Το λαογραφικό έθιμο έκανε το θεατή να γελάει και να χαίρεται. Με την παραποίηση των Μωμό’ερων, ο σκοπός αυτός δε θα επιτυγχάνεται πλήρως και έτσι, η παράσταση θα είναι τελείως χωρίς νόημα».
Συμπερασματικά
Πρώτον, θα ήταν μεγάλη χαρά και ευτυχία εάν μέσα από σύγχρονες ερευνητικές διαδικασίες μπορούσαν να αναστηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες παραλλαγές του δρώμενου στην αυθεντική τους μορφή, ώστε να μπορέσουμε να τις ζήσουμε και να τις απολαύσουμε χωρίς συγχύσεις και στρεβλώσεις.
Δεύτερον, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να επανέλθει η στωρέα στα πρόσωπα των Κοτσιαμάνων (καταργήθηκε το 1936 επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά), ώστε η μάσκα –βασικό προσδιοριστικό στοιχείο των Μωμό’ερων– να ξαναπρωταγωνιστήσει στον ενδυματολογικό πλούτο των Κοτσιαμάνων, όπως και παλαιότερα. Η πρόταση αυτή κατατίθεται και χρίζει περισσότερης επεξεργασίας.
Στον Τετράλοφο Κοζάνης η διατήρηση του δρωμένου γίνεται με σεβασμό στην παράδοση και στη μνήμη των προγόνων μας.
Η καλύτερη πληροφόρηση και η αυθεντική προσέγγιση του δρωμένου έρχονται με τη φυσική παρουσία του καθενός και της καθεμιάς κατά τη διάρκεια τέλεσης του εθίμου, στους δρόμους, στις πλατείες και στις αυλές των σπιτιών του χωριού.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι με το σημερινό άρθρο,απαντάμε στις αμφισβητήσεις και στις επιφυλάξεις που υπήρχαν –ή υπάρχουν–, ελπίζοντας ότι θέτουμε ένα πιο ουσιαστικό πλαίσιο συζήτησης για τους ενδιαφερόμενους.
Καταθέτουμε τις απόψεις μας ως παρακαταθήκη για τους νεότερους, με στόχο τη διαφύλαξη και τη συνέχιση του λαϊκού δρώμενου των Κοτσιαμάνων στην αυθεντικότερη μορφή του.
Θεόδωρος Πιλαλίδης – Νικόλαος Πιλαλίδης
Μέλη της Κίνησης «Παρυάδρης» (Για τη διάσωση και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς)