Μετά από πέντε διαδοχικές αναβολές, αντίστοιχες υπερβάσεις του αρχικού προϋπολογισμού και 30 χρόνια από τον αρχικό σχεδιασμό του, σήμερα ήρθε επιτέλους η ώρα για το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb, το μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο που θα έχει ποτέ σταλεί στο διάστημα. Θα αντικαταστήσει το Hubble, ανοίγοντας έτσι μια νέα εποχή στην αστρονομία και στην αστροφυσική.
Πρόκειται για μια αποστολή συνεργασίας της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) και της Καναδικής Διαστημικής Υπηρεσίας.
Η εκτόξευση θα γίνει με έναν ευρωπαϊκό πύραυλο Arian 5, στις 14:20 ώρα Ελλάδας, από το ευρωπαϊκό διαστημοδρόμιο στο Κουρού της Γαλλικής Γουινέας στη βορειοανατολική Νότια Αμερική.
Αν όλα πάνε καλά, το κόστους 10 δισ. δολαρίων τηλεσκόπιο θα τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο στο δεύτερο σημείο Lagrange ή L2, μένοντας σε περίπου σταθερή απόσταση 1,5 εκατ. χιλιομέτρων από τη Γη, ή περίπου τέσσερις φορές πιο μακριά από τη Σελήνη. Συγκριτικά, το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble –που εκτοξεύθηκε το 1990– βρίσκεται στο ένα τρίτο αυτής της απόστασης από τον πλανήτη μας (σχεδόν 550 χιλιόμετρα).
Το James Webb αναμένεται να φτάσει στο σημείο L2 προς το τέλος Ιανουαρίου. Στη συνέχεια θα υπάρξει μία περίοδος εγκατάστασης και προσαρμογής που θα διαρκέσει έξι μήνες. Αναμένεται να αρχίσει να συλλέγει δεδομένα και να κάνει τις πρώτες παρατηρήσεις στα μέσα του 2022.
Το τηλεσκόπιο, που κατασκευάστηκε κυρίως από την αμερικανική εταιρεία Northrop Grumman και φέρει το όνομα του επικεφαλής της NASA στη δεκαετία του 1960, είναι πολύ πιο ευαίσθητο από το Hubble, θα «βλέπει» κυρίως στο υπέρυθρο τμήμα του φάσματος και συνεπώς θα μπορεί να παρατηρεί μέσα από τα νέφη σκόνης και αερίων.
Όπως εξηγεί ο δρ Εμμανουήλ Σαριδάκης σε άρθρο του στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κόsμος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, τα διαστημικά τηλεσκόπια έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να πραγματοποιούν παρατηρήσεις χωρίς το εμπόδιο της ατμόσφαιρας της Γης.
«Το James Webb θα μπορεί να παρατηρεί τα πιο μακρινά αντικείμενα στο παρατηρούμενο Σύμπαν, βλέποντας 13,5 δισεκατομμύρια χρόνια πίσω στο χρόνο, καταγράφοντας το φως των πρώτων αστέρων και γαλαξιών μετά τη Μεγάλη Έκρηξη (Μπιγκ Μπανγκ), επιτρέποντας έτσι τον έλεγχο των κοσμολογικών και βαρυτικών θεωριών.
»Επιπλέον, θα μπορεί να παρατηρεί τις μεγάλες μαύρες τρύπες που υπάρχουν στα κέντρα των γαλαξιών, παρέχοντας στοιχεία για το σχηματισμό και την εξέλιξή τους. Επίσης, θα συλλέξει στοιχεία σχετικά με το σχηματισμό άστρων και νέων πλανητικών συστημάτων, φαινόμενα που επειδή συμβαίνουν μέσα σε πυκνά νέφη είναι δύσκολα ορατά», προσθέτει ο κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης.
Μία άλλη κατηγορία παρατηρήσεων που θα κάνει το James Webb είναι οι σχετιζόμενες με τους εξωπλανήτες. Τα φασματόμετρα που διαθέτει, είναι ικανά να συλλέξουν και να αναλύσουν την ακτινοβολία που διέρχεται από την ατμόσφαιρα των εξωπλανητών, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για τη χημική σύσταση τους καθώς και πιθανά ίχνη ζωής.
Παράλληλα, το James Webb θα πραγματοποιεί παρατηρήσεις και στο δικό μας ηλιακό σύστημα, σχετιζόμενες με τις ατμόσφαιρες των πλανητών και όσων δορυφόρων τους διαθέτουν ατμόσφαιρα.
Από τη μεριά του ο αστροφυσικός δρ Αλέξης Δεληβοριάς, συνεργάτης του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, επισημαίνει σε σχετική ανάρτηση του στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος ότι πρόκειται για «το σπουδαιότερο ίσως διαστημικό τηλεσκόπιο της επόμενης δεκαετίας».