Ξεκίνησε… ως πείραμα από την Ανατολική Θράκη με το Μαύρο Πάσχα των Θρακών, συνεχίστηκε στη Μικρά Ασία και αφότου βεβαιώθηκε η ανοχή της Δύσης το σχέδιο που εξυφάνθηκε από τους Νεότουρκους έγινε μεθοδευμένη πρακτική συνολικά εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τις εισηγήσεις της Γερμανίας.
Η εξόντωση των Ελλήνων μπορεί να διακριθεί ιστορικά σε τρεις διαδοχικές φάσεις: Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου και μέχρι την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), με τον τερματισμό του Α’ Παγκοσμίου (1916-1918) και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία (1918-1923).
Και όσο στις ιστορικές εστίες των Ελλήνων σε Πόντο και Μικρά Ασία οι πληθυσμοί δολοφονούνταν εν ψυχρώ, εκτελούνταν από τα διαβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, «επιστρατεύονταν» στα τάγματα εργασίας ή άφηναν τα σπίτια τους για τις αναγκαστικές πορείες θανάτου, η μητροπολιτική Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό του Διχασμού, η Ευρώπη συνταρασσόταν από τον πόλεμο ενώ στην αχανή ομόδοξη Ρωσία είχε αρχίσει η αναταραχή που οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Το ποντιακό δράμα, όμως, ήταν σε εξέλιξη παράλληλα με τον κόσμο που άλλαζε.
Κατά τη δεύτερη φάση της Γενοκτονίας, το 1917, στον πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Δημήτριο Καλλέργη είχαν φτάσει αναφορές από τον μητροπολίτη Αμάσειας· η έκθεση που συνέταξε για το υπουργείο Εξωτερικών και εστάλη στην Αθήνα στις 21 Απριλίου περιλάμβανε τρομακτικούς αριθμούς. Αποδέκτης ο υπουργός Ευγένιος Ζαλοκώστας.
Στην αναφορά που έχει διασωθεί και περιλαμβάνεται στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών αναφέρεται ότι κατά τον μητροπολίτη Αμάσειας 88 ελληνικά χωριά εκκενώθηκαν μετά την πυρπόλησή τους. Περίπου 30.000 ήταν οι κάτοικοί τους – τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες μεταφέρθηκαν με τη βία σε χωριά του βιλαετίου της Άγκυρας. Οι πορείες ήταν ατελείωτες μέσα στο καταχείμωνο, με τα πόδια, χωρίς τρόφιμα και φάρμακα.
Ο Δημήτριος Καλλέργης τόνιζε ότι το 25% του εκτοπισμένου πληθυσμού (κυρίως παιδιά) πέθανε στο δρόμο.
«Αφορμή του διωγμού είναι ολίγοι ένοπλοι φυγόστρατοι, οίτινες κατά την διαβεβαίωσιν του Μητροπολίτου Αμασείας δεν υπερβαίνουν τους 300 και τους οποίους βεβαίως η Τουρκική κυβέρνησις είχε καθήκον να καταδιώξη και τιμωρήση αυστηρώς. Αλλά τι πταίουσιν αι χιλιάδες των ομογενών οίτινες κατεστράφησαν και τα χωρία αυτών επυρπολήθησαν; Η ασφάλεια του Κράτους και οι στρατιωτικοί λόγοι είναι η πρόφασις, η αιωνία πρόφασις, όπισθεν της οποίας κρύπτεται και πάλιν η εκτέλεσις του προ πολλού αποφασισθέντος σχεδίου της εξοντώσεως και του ελληνικού στοιχείου, ως τούτο εγένετο και διά το Αρμενικόν», έγραφε.
Επίσης ο πρεσβευτής μετέφερε το αίτημα του μητροπολίτη Αμάσειας για την αποστολή χρημάτων για την περίθαλψη των απελαθέντων. Διερωτώταν εντούτοις πού θα μπορούσαν να βρεθούν οι χιλιάδες λίρες, καθώς το Πατριαρχείο και η πρεσβεία της Βρετανίας δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν. Από άλλο έγγραφο προκύπτει ακόμα ότι και το ελληνικό κράτος δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια κονδύλια, καθώς βρισκόταν σε συμμαχικό αποκλεισμό.
«Και ούτω οι εν Τουρκία ομογενείς απελαυνόμενοι, καταδιωκόμενοι, κακουχούμενοι παντοιοτρόπως, είναι καταδικασμένοι να αποθάνωσιν οικτρόν θάνατον, ημείς δε ενταύθα κατεδικάσθημεν να μένωμεν απαθείς θεαταί της καταστροφής του εν Τουρκία Ελληνισμού», σημείωνε.
Ακόμα και πριν από την αποστολή της έκθεσης, τον Φεβρουάριο του 1917 το υπουργείο Εξωτερικών εξέταζε το ενδεχόμενο να γίνουν έρανοι στη Ρωσία ώστε οι ομογενείς να βοηθήσουν τους Κερασούντιους, περίπου 20.000 άτομα.
Όμως το τηλεγράφημα που έστειλε από την Πετρούπολη στις 14 Μαρτίου 1917 ο Έλληνας πρεσβευτής Πανάς ματαίωσε κάθε προσδοκία: «Ένεκα της πολιτικής καταστάσεως δεν μοι φαίνεται νυν εφικτή η διεξαγωγή εράνων. Και άλλως όμως εάν είχον τα πράγματα εις νέους εράνους δεν νομίζω ότι θα ήσαν πρόθυμοι οι ημέτεροι. Οι συνεισφέραντες υπέρ της Τραπεζούντος κατάγονται εκείθεν έδιδον δε το χρήμα εις συνδρομήν αδελφών αυτών διαμενόντων εν χώραις κατεχομέναις υπό του Ρωσικού στρατού. Εν τούτοις παν το δυνατόν θα πράξω εν καιρώ ευθέτω».