Ένα πολύ όμορφο ρήμα για τα κάλαντα των Χριστουγέννων έχει η ποντιακή διάλεκτος, το θημίζω, που σημαίνει τραγουδώ τα κάλαντα, και μιας και προέρχεται από το αρχαίο φημίζω παίρνει και την έννοια του παινέματος, συνήθως του νοικοκύρη.
Ο νοικοκύρης, λοιπόν, πρωταγωνιστεί προς το τέλος των ποντιακών καλάντων, με πολλές… προστακτικές:
Δάβα σο ταρέζ’, κι έλα σην πόρταν,
δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείς μας, χαράν σην πόρτα σ’.
Πρέπει, λοιπόν, να πάει στο ντουλάπι και να δώσει στους καλαντιστές εκτός από φουντούκια (λεφτοκάρα) και ούβας. Τι είναι όμως αυτά;
Όπως διαβάζουμε στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, ούα (ή ούβα ή βούβα ή γούβα) αποκαλούσαν στον Πόντο την κοινή σο(υ)ρβιά ή αλλιώς αγριοκυδωνιά. Το δε τουρκικό όνομα είναι τραμπουζάν χουρμασί, δηλαδή χουρμάδες Τραπεζούντας.
Το αυτοφυές δέντρο θεωρείται ιερό σε όλη την Ευρώπη (οι Κέλτες πίστευαν ότι το ξύλο πολεμούσε και φυλάκιζε τα κακά πνεύματα), ενώ στην ελληνική μυθολογία αποδίδονται και μαντικές ικανότητες· ο Τειρεσίας μπορούσε να διαβάζει το μέλλον χάρη στο ραβδί από ξύλο σορβιάς που του είχε χαρίσει η θεά Αθηνά.
Επίσης, με το ξύλο της σορβιάς έφτιαχναν καρδάρες για το βούτυρο, ώστε να εξασφαλίσουν πως δεν θα το στοιχειώσουν οι μάγισσες ή οι νεράιδες.
Οι καρποί –που προτού ωριμάσουν έχουν στυφή γεύση– είναι πλούσιοι σε βιταμίνη C, σορβίνη, παρασορβινικό οξύ, μηλικό οξύ και αιθέρια έλαια.
Επίσης εμφανίζονται και στα κάλαντα που λέγονται παραμονή Πρωτοχρονιάς σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς τα ίδια τα κάλαντα ονομάζονται σούρβα ή σούροβα.