«Το καράβι ξεφόρτωσε μερικές εκατοντάδες ταλαίπωρους στο λιμάνι. Πολλοί από αυτούς δεν ήξεραν γρι ελληνικά, άλλοι μιλούσαν μια παράξενη λαλιά που κάτι θύμιζε αλλά δεν την καταλάβαιναν. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και πολλοί ηλικιωμένοι με μπόγους στα χέρια και την απελπισία τα μάτια, προσπαθούσαν να καταλάβουν πού είναι αυτό που τους είπαν για μητέρα πατρίδα.
»Στοιβιάστηκαν στον άρον σε πρόχειρες σκηνές κοντά στο Δημοτικό Θέατρο. Το περιβάλλον ουδέτερο ως εχθρικό. Δύσκολο να τους καταλάβουν και πιο δύσκολο να συνεννοηθούν.
»Στη σειρά για ένα πιάτο φαγητό. Αργότερα άρχισαν οι πρώτες ξύλινες παράγκες πάνω από την Αναλήψεως, μέσα σε χωράφια με ελιές και δημιουργείται η γνωστή συνοικία “Παράγκες”. Άλλους τους εγκατέστησαν και έφτιαξαν ολόκληρα χωριά στην περιοχή Αλμυρού, πιο λίγους στο Βελεστίνο και μερικούς στην Αγριά…»
Με το παραπάνω ολιγόλογο σημείωμα ο πρόεδρος του Συλλόγου Καππαδοκών Μαγνησίας Προδρόμος Χριστοφορίδης προλογίζει το λεύκωμα Μνήμες προσφύγων – Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Βόλο.
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Διεύθυνση Αρχείων Μουσείων και Βιβλιοθηκών Δήμου Βόλου συγκέντρωσε πληροφορίες και φωτογραφικά ντοκουμέντα για την άφιξη σχεδόν 12.000 προσφύγων στο θεσσαλικό λιμάνι.
Το υλικό προέρχεται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μικρασιατών Μαγνησίας «Το Εγγλεζονήσι», την Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας «Ίωνες» και το Σύλλογος Καππαδοκών Μαγνησίας. Το επιμελήθηκε η επικεφαλής της Διεύθυνσης Αρχείων Αίγλη Δημόγλου.
Το λεύκωμα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βόλος με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, και κοστίζει 10 ευρώ.
Η Νέα Ιωνία και ο συνοικισμός της Ιωλκού
Παιδιά με τρομαγμένα βλέμματα, γυναίκες που κοιτούν με καχυποψία το φακό και άνδρες με συγκρατημένο χαμόγελο – γλίτωσαν τη σφαγή, αλλά ήρθαν στο άγνωστο. Οικογενειακά βιβλιάρια προσφύγων, αποδείξεις της Επιτροπής Αποκατάστασης, χρεωστικά δελτάρια.
Ένας ολόκληρος κόσμος περιλαμβάνεται στις σελίδες του λευκώματος το οποίο γίνεται ντοκουμέντο για έναν πληθυσμό που ξεριζώθηκε αλλά δεν το έβαλε κάτω.
«Στον Βόλο εγκαταστάθηκαν συνολικά 11.945 πρόσφυγες. Το Δημοτικό Συμβούλιο σε συζήτησή του (συνεδρίαση 27/10/1922) για τον αριθμό των προσφύγων που μπορεί να φιλοξενήσει η πόλη αποφαίνεται ότι μπορεί έως 6.000 με βάση τον γενικό πληθυσμό που τότε υπολογιζόταν σε 30.000 με 35.000 άτομα», αναφέρεται στην έκδοση.
Για τη στέγαση αυτών των ανθρώπων επιτάχθηκαν αποθήκες και δημόσια κτήρια. Στη συνέχεια οι μισοί (περίπου 6.000) μεταφέρθηκαν Ιωνίας στη θέση Ξηρόκαμπος, στο συνοικισμό της Νέας Ιωνίας που ολοκληρώθηκε το 1938, ενώ ένας ακόμα οικιστικός πυρήνας δημιουργήθηκε εκατέρωθεν της οδού Ιωλκού.
Στη Νέα Ιωνία Βόλου το 1923 άρχισαν να κατασκευάζονται διαφορετικοί τύποι σπιτιών:
- τα τετράγωνα (μονοκάμαρες κατοικίες, στεγάστηκαν 776 οικογένειες),
- τα τσιμεντένια (με δύο κάμαρες, στεγάστηκαν 356 οικογένειες),
- τα «τζαμαλιώτικα» (εκ της καπναποθήκης Τζαμαλή, στέγασαν 104 οικογένειες),
- τα «γερμανικά», επειδή χρηματοδοτήθηκαν από γερμανικές αποζημιώσεις (λυόμενες ξύλινες κατοικίες που φιλοξένησαν 323 οικογένειες),
- τα πέτρινα (τα καλύτερα του συνοικισμού, με δύο δωμάτια και χολ, στέγασαν 300 οικογένειες) και
- τα «καρταλέϊκα», επειδή χτίστηκαν επί δημαρχίας Καρτάλη (στέγασαν 152 οικογένειες).
Σύμφωνα με το πληροφοριακό υλικό της έκδοσης, το καλοκαίρι του 1921, έναν χρόνο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αγγλικό ατμόπλοιο αποβίβασε στο λιμάνι του Βόλου 3.500 πρόσφυγες, τουρκικές και κιρκασιανές οικογένειες από τη Νικομήδεια, κυρίως γυναικόπαιδα.
Λίγες μέρες μετά, έδεσαν στο θεσσαλικό λιμάνι ένα γαλλικό πλοίο με 2.000 πρόσφυγες και ένα άλλο με το όνομα «Ευάγγελος» με περίπου 1.800 από τη Γιάλοβα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έγιναν η «μαγιά» του προσφυγικού συνοικισμού της Ιωλκού.