Γεννήθηκε όταν η ισπανική γρίπη θέριζε τον πλανήτη και πέθανε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Ο λόγος για την υπεραιωνόβια Μικρασιάτισσα Ελπίδα Χατζηανδρέου που είδε το φως της ζωής στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, στις 24 Δεκεμβρίου 1919 και έφυγε χθες Δευτέρα σε ηλικία 102 ετών, στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής ομογένειας στην Αυστραλία, όπως αναφέρει η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος, η Ελπίδα Χατζηανδρέου ήταν μητέρα της προέδρου του Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης Καίτης Αλεξοπούλου. Η ζωή της πήρε πολλά, σε τρυφερή ηλικία, αλλά της έδωσε και πολλές χαρές. Είχε την τύχη να δει παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και ανίψια.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της πήρε εκείνη και την αδερφή της και πήγε στη Γαλλία, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της. Για αυτό και τα γαλλικά ήταν άριστα και τα αγγλικά της με γαλλική προφορά.
Στη συνέχεια έρχονται στην Ελλάδα και βρίσκουν καταφύγιο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Στην Ελλάδα πεθαίνει η αδερφή της από φυματίωση ενώ μεταπολεμικά γνωρίζει τον σύζυγό της Νίκο Χατζηανδρέου. Όμως και οι δύο συνειδητοποίησαν ότι η ζωή στη μετακατοχική Ελλάδα δεν είχε μέλλον και έτσι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία. Το 1957, εγκαταστάθηκαν στο Σεντ Άλμπανς, μια υπανάπτυκτη περιοχή της Μελβούρνης όπου υπήρχαν χωματόδρομοι, καθόλου πεζοδρόμια και η γη ήταν άγονη.
«Ήρθαμε όμως αποφασισμένοι να δουλέψουμε σκληρά, να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις όποιες δυσκολίες. Δεν φοβηθήκαμε τη σκληρή δουλειά, το ξένο περιβάλλον, τις αντιξοότητες που συναντούσαμε σε κάθε βήμα, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό. Τις είδαμε ως προκλήσεις για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό μας έδωσε τη δύναμη, όχι μόνο να αντισταθούμε, αλλά να επιτύχουμε το στόχο μας. Η μαμά είχε περάσει πολλά. Είχε παλέψει δυο φορές με την επάρατο και τη νίκησε. Και, μάλιστα, χωρίς φάρμακα. Μόνη της με δύναμη, αξιοπρέπεια και αντοχή στους πόνους. Την τελευταία φορά μάλιστα στα ενενήντα», είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια η κόρη της.
Η Ελπίδα Χατζηανδρέου είχε μια εκπληκτική ιστορία ζωής, όσο εκπληκτική ήταν και η ίδια.