Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου στα σημερινά κατεχόμενα από μία εύπορη οικογένεια βοσκών. Παρόλο που μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα.
Σαν χαρακτήρας ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους εξηγούσε την ευαγγελική ή την αποστολική περικοπή. Ο Θεός τον ευλόγησε να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.
Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη, όμως η γυναίκα του πέθανε νωρίς. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.
Μετά από πολλές πιέσεις, χειροτονήθηκε ιερέας και αργότερα εκλέχθηκε επίσκοπος Τριμυθούντος. Από εκείνη την περίοδο και έπειτα, ο Θεός τον αξίωσε να κάνει πολλά θαύματα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α’ Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σταυρό του και με το αριστερό χέρι κρατούσε ένα κεραμίδι. «Εις τό όνομα τού Πατρός» είπε και το κεραμίδι έβγαλε φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί. Όταν δε είπε: «Καί τού Υιού», έρρευσε κάτω νερό, από το οποίο ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καί τού Αγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα είχε απομείνει μόνο το χώμα.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.