Μαχαιριά στην καρδιά αποτελεί κάθε μαρτυρία προσφύγων α’ γενιάς από τον Πόντο, τον Καύκασο, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Καππαδοκία που έφθασαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά τη Γενοκτονία. Τα λόγια τους, που έχουν διασωθεί μέσα από επιστημονικές καταγραφές ή από συγγενείς, περιγράφουν μόνο ένα μέρος όσων υπέφεραν, και αποκαλύπτουν πως αυτοί οι άνθρωποι κυνηγήθηκαν και στη μητέρα πατρίδα όσο κανείς άλλος.
Βέβαια, εάν είχες γνωστό, όπως λέει ο Γιώργος Αμαραντίδης πρόσφυγας από την Τραπεζούντα του Πόντου που βρήκε καταφύγιο στην Καλαμαριά, τα πράγματα γίνονταν λίγο καλύτερα!
Η μαρτυρία του, που ακολουθεί, φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς.
«Στο Καραμπουρνάκι κατεβήκαμε. Τίπουτα! Τίπουτα! Κάτω στον άμμο! Άμα δεν είχες γνωστό εκεί να σε πάρει, εκεί θα πήγαινες με τη σειρά σου, όπως όλοι. Εκεί ερχότανε τα κάρα του δήμου, μαζεύαν τα σκουπίδια, μαζεύαν τους νεκρούς, απ’ τα πόδια κι απ’ τους ώμους, τους πετούσαν μέσα. Και από κει πηαίναν απάνω, ανοίγαν το λάκκο, όπως ήταν όλοι, ένας, δύο ήταν, τρεις ήτανε, τους ρίχναν μέσα και τέλος. Ε, άστα αυτά…
Οι θαλάμοι μείναν μέσα, παίρναν μέσα εβδομήντα-ογδόντα. Κι η οικογένεια, εκατό οικογένειες πώς ήταν, τραβούσανε ένα σκοινί απ’ το κέντρο της μιας και στο άλλο το κέντρο κρεμούσανε. Ράβαν τα τσουβάλια, ανοίγανε τσουβάλια, ράβανε τα τσουβάλια, κι από κει μέχρι κάτω με τσουβάλια γένετι ο χωρισμός. Μισά από ’δω, μισά από κει, κι αρχινούσαν μετά με τσουβάλια πάλι, ε, ο καθένας έκανε το δικό του διαμέρισμα κι από ’δω κι από κει, κι απάνω στα τσουβάλια αυτά αρχίσαν και ράβανε τις εφημερίδες, για να μη φαίνονται τα τσουβάλια…
Κι όταν έπιανε μια φωτιά, καιγόταν δύο-τρεις οικογένειες, τέσσερις οικογένειες, πέντε οικογένειες. Στο τέλος πήραμε φωτιά! Και καήκαμε και δεν ήταν σπίτι κανένας. Εμείς ήμασταν παιδιά, ήμασταν δέκα-δώδεκα χρονώ παιδιά, τι καν’; Πηαίνανε η θεία μου, η μάνα μου πηγαίνανε κάτω στα μαγαζιά και πλέκανε αυτές τις καρέκλες. Το ’34 πήραμε σπίτι».