Υπάρχει ένα ερώτημα σε όσους ενδιαφέρονται για την εξωτερική πολιτική. Τι πήγε να κάνει ο Μητσοτάκης στη Ρωσία και γιατί επεδίωξε να συναντηθεί με τον Πούτιν;
Οι πληροφορίες υποστηρίζουν πως η συνάντηση Μητσοτάκη-Πούτιν αποτέλεσε πολύμηνο και επίμονο αίτημα της ελληνικής πλευράς και το ερώτημα είναι γιατί, αν ληφθεί υπόψη, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, πως σε υψηλής στρατηγικής ζητήματα δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης της σχέσης των δύο χωρών.
Από τις δημόσιες δηλώσεις δεν προκύπτει τίποτε σοβαρό. Όλα όσα δηλώθηκαν ήταν αναμενόμενα. Δικαιολογούν μια συνάντηση υψηλού επιπέδου;
Υπάρχει μια αρχή που αν δεν διέπει την κυρίαρχη αντίληψη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών υποστηρίζεται από αρκετούς και σημαντικούς διπλωμάτες. Ναι, μεν, η Ελλάδα ανήκει στη Δύση αλλά πρέπει να επιδιώκει να έχει πάντοτε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη Ρωσία. Η αρχή αυτή διαταράχθηκε με εκείνες τις άστοχες και αψυχολόγητες δηλώσεις Κοτζιά περί Ρώσων πρακτόρων που υπονομεύουν την πολιτική της Ελλάδας. Θα αναρωτηθείτε, γιατί ήταν άστοχες, δεν υπάρχουν Ρώσοι πράκτορες στην Ελλάδα; Πρέπει να υπάρχουν και, μάλιστα, πολλοί. Αλλά τέτοιες δηλώσεις δεν γίνονται από έναν υπουργό Εξωτερικών. Ορθώς, η ρωσική απάντηση και, μάλιστα, διά στόματος Πούτιν, ήταν πως τέτοια ζητήματα λύνονται από τις υπηρεσίες των δύο χωρών.
Η υπόθεση ενόχλησε πολύ τους Ρώσους οι οποίοι προσπαθούσαν να έχουν μια soft επιρροή στην Ελλάδα και εκείνη την περίοδο, ίσως πράγματι, ασχολούνταν με τις εξελίξεις στο «Μακεδονικό». Εξελίξεις στις οποίες αποτυπωνόταν η ιδεολοψηψία του κ Κοτζιά αλλά και της Αριστεράς στο θέμα. Μιας Αριστεράς που διαχρονικά είχε μια θέση αρνητική στο «Μακεδονικό».
Το χάσμα που δημιουργήθηκε με τη Ρωσία ήταν μεγάλο και έπρεπε να καλυφθεί. Και επειδή δεν μπορούσε να εστιαστεί μόνο σ’ αυτό ολόκληρη επίσκεψη μπήκαν στην ατζέντα και μερικά άλλα θέματα χαμηλής πολιτικής (τουρισμός, ενεργειακό, επενδύσεις κ.τλ).
Ας δούμε μερικά από αυτά τα παράπλευρα θέματα:
Το πρώτο είναι η Τουρκία. Η Τουρκία δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα τις ελληνορωσικές σχέσεις αλλά οι ίδιοι οι Ρώσοι έχουν βαθμολογήσει το επίπεδο των σχέσεών τους με τις δύο χώρες. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του εκπροσώπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ «στο 6 με άριστα το 10 οι σχέσεις με την Ελλάδα, στο 7 με την Τουρκία». Μια ατυχής, επίσης, διπλωματικά δήλωση που δείχνει τη ρωσική προτίμηση. Και είναι λογικό. Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις παρά τα σύγχρονα προβλήματά τους και το βαρύ, αρνητικό ιστορικό τους φορτίο είναι καλές και ωφελούν, προσώρας, και τις δύο χώρες. Ιστορικά οι περίοδοι βελτίωσης των σχέσεών τους δεν διήρκησαν πολύ διότι τα συμφέροντα των δύο χωρών είναι ανταγωνιστικά. Εδώ και μερικά χρόνια τα συμφέροντα της Ερντογανικής Τουρκίας και της Ρωσίας του Πούτιν συνέκλιναν και η Τουρκία προσπαθεί να πατήσει σε δύο βάρκες, ανατολής και δύσης, ελπίζοντας πως θα τα καταφέρει. Αν τα καταφέρει θα έχει ξεφύγει από την Παγίδα του Θουκυδίδη. Αν δεν τα καταφέρει οι αλλαγές θα είναι σημαντικές σε ολόκληρη την περιοχή.
Οι καλές ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν φαίνεται να επηρεάζουν τα μείζονα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας παρά εμμέσως, με το σωσίβιο που μπορεί να ρίχνουν στην Τουρκία σε κρίσιμες περιόδους. Η Ρωσία έχει σταθερή πολιτική στο Κυπριακό που ενδιαφέρει την Ελλάδα (δεν δέχεται δύο κράτη) και παρά τις σχετικές δηλώσεις δεν είναι, επίσης, θετική στην επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 μίλια. Η θέση αρχής της ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα επέκτασης δεν αλλάζει την ουσία.
Η Ρωσία, είναι, επίσης, μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα πρέπει να έχει καλές σχέσεις με την Ρωσία. Το χάσμα που δημιούργησαν οι δηλώσεις Κοτζιά έπρεπε να καλυφθεί.
Οι σχέσεις Ελλάδας και Ρωσίας έχουν θετικό ιστορικό φορτίο και σε επίπεδο κοινωνίας είναι πολύ καλές. Σ’ αυτό βοηθά και το Ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα αν και σε επίπεδο πολιτικής και εκκλησιαστικής διαχείρισης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας δεν είναι καθόλου καλές. Η προέκταση των κακών αυτών εκκλησιαστικών σχέσεων είναι πολιτική και άπτεται του Ουκρανικού. Όπως γνωρίζετε το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε ως Αυτοκέφαλη την Ουκρανική Εκκλησία προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσικής Εκκλησίας. Από την άλλη, είναι γνωστή η επίμονη προσπάθεια της Ρωσικής Εκκλησίας να ελέγξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η περίφημη θεωρία της Τρίτης Ρώμης, κάτι που επίσης αποτελεί παράγοντα τριβής μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά εδώ παρεισφρέει και ο παράγων ΗΠΑ.
Οι διαφορές αυτές δημιουργούν προβλήματα αλλά δεν φαίνονται ικανές να επηρεάσουν ζητήματα υψηλής πολιτικής, ζητήματα δηλαδή ασφάλειας και στρατηγικής.
Σε αυτά τα ζητήματα, στην ασφάλεια, δηλαδή, και στη στρατηγική των δύο χωρών εν μέρει μπορούν να υπάρξουν συγκλίσεις. Την προσέγγιση περιορίζει ο δυτικός προσανατολισμός της Ελλάδας, η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και στους δυτικούς θεσμούς που θέτουν φραγμούς στην προσπάθεια περαιτέρω βελτίωσης των διμερών σχέσεων. Υπάρχει, δηλαδή, ταβάνι. Και το ταβάνι αυτό το θέτουν και οι ΗΠΑ. Είναι αδιανόητη ακόμη και η απλή συζήτηση τέτοιων ζητημάτων μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας χωρίς την ενημέρωση και την έγκριση των ΗΠΑ.
Πριν από μερικά χρόνια Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο. Ο Αμερικανός πρόεδρος του φέρθηκε εξαιρετικά. Τον ρώτησε ποια είναι τα ζητήματα που απασχολούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την χώρα του και ο Έλληνας πρωθυπουργός τα απαρίθμησε. Ο Αμερικανός πρόεδρος τα κατέγραψε και υποσχέθηκε στον Έλληνα φιλοξενούμενό του να τα συζητήσει με τους υπουργούς του. Και συνέχισε: «Και τώρα να σας πω εγώ κ. πρωθυπουργέ: η Ελλάδα τι θέλει και μπλέκει στα πόδια Αμερικής και Ρωσίας;».
Ήταν η περίοδος ανοίγματος προς την Ρωσία με αέριο και αγωγούς. Τα όρια είναι σαφή. Τα όρια προσδιορίσθηκαν, επίσης, και από την επιλογή του Άκη Τσοχατζόπουλου να φυλακιστεί διότι καταχράστηκε δημόσιο χρήμα. Πρέπει να είναι, μάλλον, αφελής αν κάποιος πιστεύει πως καταχραστής δημοσίου χρήματος υπήρξε, μόνο ο Τσοχατζόπουλος. Απλώς, επί Τσοχατζόπουλου αγοράσθηκαν ρωσικοί εξοπλισμοί. Και το μήνυμα είναι σαφές. Όπως σαφές ήταν και το μήνυμα της περιθωριοποίησης και απαξίωσης του Κ. Καραμανλή που έκανε τα ενεργειακά ανοίγματα προς τη Ρωσία.
Το πλαίσιο, λοιπόν, του πού μπορούν να κινηθούν οι ελληνορωσικές σχέσεις είναι προδιαγεγραμμένο. Αλλά και στο πλαίσιο αυτό μια ευέλικτη πολιτική μπορεί να κινηθεί.
Δύσκολη περίοδο διέρχονται και οι ευρωρωσικές σχέσεις. Η Ευρώπη, παρότι διαφέρει σε μενταλιτέ από τις ΗΠΑ, δεν αντιλαμβάνεται εύκολα και καλά τη Ρωσία. Όσοι έχουν ασχοληθεί με τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των λαών υποστηρίζουν πως η Ελλάδα λόγω Βυζαντίου και Ορθοδοξίας είναι πιο κοντά στην αντίληψη της ρωσικής συμπεριφοράς και της ρωσικής βούλησης. Αν στο υπουργείο εξωτερικών έχουν συλλάβει την διάσταση αυτή θα μπορούσαν να την αξιοποιήσουν.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική και στο Ουκρανικό στο οποίο θα πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ τριών: ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας. Νομίζω πως ισορροπία μεταξύ τριών σωμάτων είναι αδύνατη στη φυσική. Στη ελληνική διπλωματία, όμως, πρέπει να επιτευχθεί.
Αυτά και άλλα για τα οποία δεν αρκεί ο χώρος, προδιαγράφουν το πλαίσιο που κινούνται οι ελληνορωσικές σχέσεις. Με δύο λόγια, μπορεί να μην υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξής τους σε ζητήματα υψηλής πολιτικής. Υπάρχουν, όμως, περιθώρια μεγάλης βελτίωσης σε θέματα χαμηλής πολιτικής. Και αυτά ενδιαφέρουν και τις δύο χώρες. Η επίσκεψη χρειαζόταν να γίνει και καλώς έγινε.