Η τουρκική στρατηγική συμπεριφορά ως προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, όπως αυτή εκτυλίσσεται τα τελευταία έτη πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προφανώς την περίοδο μετά από αυτόν, συνιστά μια μικρογραφία της συνολικότερης γεωστρατηγικής της Τουρκίας, όσον αφορά τις προκλήσεις, τους κινδύνους, τα διακυβεύματα και το νεοοθωμανικό αφήγημα. Νεοοθωμανισμός, ο οποίος αναφέρεται κατ’ εξοχήν στον πρώην σοβιετικό χώρο ως ιδεολόγημα, παρά το γεγονός ότι τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ουδέποτε εμπεριείχαν τα περισσότερα από τα προκείμενα εδάφη.
Τούτο, όπως και πολλά άλλα, ερμηνεύεται εντός του πρόσφατα δημοσιευμένου βιβλίου του γράφοντα με τίτλο Τουρκική Στρατηγική στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία: Γεωγραφικές, Ιδεολογικές και Πολιτισμικές Διαμορφώσεις στη Σύγχρονη Τουρκία, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποιότητα και προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μάζης.
Όπως περιγράφεται αναλυτικά εντός του βιβλίου, ο νεοοθωμανισμός διαθέτει δύο διαστάσεις αφορώσες τόσο το Ισλάμ όσο και τον τουρκικό εθνικισμό, ως κληρονόμος της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, η οποία προέκυψε μετά το Πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 στην Τουρκία. Το εν λόγω νεοοθωμανικό αμάλγαμα αναθεωρητισμού υποστηρίχθηκε και εμπότισε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα στην Άγκυρα, αλλά ξεκίνησε να εκτυλίσσεται μόνο όταν η ανακατανομή ισχύος το επέτρεψε και εν προκειμένω, όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ και δευτερευόντως αποδυναμώθηκε το Ιράκ μετά τον Πόλεμο του Κόλπου μιλώντας για τη Μέση Ανατολή, ενώ διαλύθηκε και η Γιουγκοσλαβία, εξέλιξη η οποία «γέννησε γεωστρατηγικές ευκαιρίες» για την Τουρκία στα Βαλκάνια.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, η Τουρκία πραγμάτωσε μια στρατηγική δυναμικής διείσδυσης, η οποία αποσκοπούσε στην κινητοποίηση των δυτικών συμμάχων της κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, ενώ εν συνεχεία εκτυλίχθηκε και εξακολουθεί να εκτυλίσσεται μέσω μιας προσπάθειας στρατηγικής αυτονόμησής της. Το εν λόγω γεγονός την έχει θέσει ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, αναφορικά με τον ευρύτερο στρατηγικό προσανατολισμό της και το πλαίσιο μέσω του οποίου θα αποπειραθεί να μετουσιώσει τις νεοοθωμανικές φιλοδοξίες της, δεδομένης και της σταδιακής μετακύλισης του αμερικανικού επιχειρησιακού βάρους από τον Ευρωατλαντικό χώρο στον Ειρηνικό χάριν της ανάγκης ανάσχεσης της Κίνας.
Κατά συνέπεια, η Τουρκία χάραξε μια στρατηγική ιδιαιτέρως μαξιμαλιστική κατά την πρώτη φάση της μεταψυχροπολεμικής περιόδου όσον αφορά τον πρώην σοβιετικό χώρο, κατόπιν περιέστειλε τις δεσμεύσεις της λόγω δικής της αδυναμίας αλλά και επαναφοράς της Ρωσίας στο γεωπολιτικό προσκήνιο και εν συνεχεία, προσπάθησε να υλοποιήσει μια στρατηγική αύξησης της επιρροής της στην περιοχή προσπαθώντας να μην έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Μόσχα.
Κατά την ύστερη φάση του εν λόγω ρωσοτουρκικού ανταγωνισμού, κεντρική σημασία ενέχει η λεγόμενη «διπλωματία των αγωγών», ήτοι το διακρατικό παίγνιο περί του προσπορισμού των υδρογονανθράκων της ευρύτερης Κασπίας, θεματική στην οποία εμμένει ιδιαίτερα η εν λόγω μελέτη.
Με την προκείμενη παρεμβατική τουρκική στρατηγική, επιβεβαιώνεται ότι η Ρωσία και η Τουρκία είναι γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστικές δυνάμεις, έχοντας τις ίδιες αξιώσεις και θυμίζοντας εν πολλοίς την απάντηση του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας όταν ρωτήθηκε περί των διαφορών οι οποίες οδήγησαν τη χώρα του σε εχθροπραξίες με την Ισπανία του Καρόλου Ε΄: «Απολύτως καμία. Συμφωνούμε απολύτως. Και οι δύο επιθυμούμε τον έλεγχο της Ιταλίας!»
Το συγκεκριμένο στοιχείο μας διδάσκει και εξηγεί τα ευρύτερα διακυβεύματα και τις συνολικότερες προκλήσεις, πέραν δηλαδή του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Συνεπώς, με πρίσμα την ορθοτομημένη γεωπολιτική ανάλυση και την περιγραφική θεωρία διεθνών σχέσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται κυρίως από τους Kenneth Waltz και John Mearsheimer, το βιβλίο για την Τουρκική Στρατηγική στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία θέτει τους κάτωθι στόχους, οι οποίοι παρατίθενται και στην εισαγωγή:
- Περιγράφονται οι κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές διαμορφώσεις του εσωτερικού της σύγχρονης Τουρκίας ως το καθοριστικό πλαίσιο της μεταψυχροπολεμικής αναφοράς και ταυτοποίησής της.
- Εξετάζεται η παράμετρος της νομιμοποίησης (legitimacy) της εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας επί του πεδίου της κοινωνίας, των ιδεολογικών προσηλώσεων και των πολιτισμικών καταβολών.
- Αποτυπώνεται ιστορικά η μεταψυχροπολεμική τουρκική στρατηγική επί του πρώην σοβιετικού χώρου του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.
- Αναλύεται η φύση και το περιεχόμενο της εν λόγω στρατηγικής συμπεριφοράς ούτως ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για τις προθέσεις της Άγκυρας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και τη γενικότερη στρατηγική πλεύση της όπως αυτή διαμορφώνει τη συμπεριφορά της έως σήμερα εντός ενός ευρέος φάσματος γεωπολιτικών πεδίων.
- Ελέγχονται μείζονες απολήξεις της θεωρίας των διεθνών σχέσεων και εξάγονται συμπεράσματα για την ερμηνευτική ευρύτητά της.
- Η εντρύφηση στη θεωρία υποβοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων επί της φύσης και του περιεχομένου της στρατηγικής συμπεριφοράς ενός δρώντα υπό συγκεκριμένες συνθήκες παύσης μίας μείζονος απειλής, ανάκυψης μίας συστημικής ευκαιρίας, δυναμικής σχετικής ισχυροποίησής του και παρουσίας σημαινόντων διακυβευμάτων στο επίπεδο του ανταγωνισμού απόκτησης οικονομικών κερδών.
- Η εν γένει ανάλυση συνεπικουρείται από το μεθοδολογικό εργαλείο της Συστημικής Γεωπολιτικής και την πολύτιμη φαρέτρα τεκμηρίωσης της χαρτογραφίας, προκειμένου η θεωρητική ανάλυση να εμπίπτει στο πολυπαραγοντικό πραγματολογικό αιτούμενο επί τη βάση των ιδιαζουσών γεωγραφικών παραμέτρων και κριτηρίων της περιπτωσιολογικής μελέτης.
- Περιγράφεται και αναλύεται η φύση και το περιεχόμενο της τουρκικής ενεργειακής πολιτικής με άξονα τους υδρογονάνθρακες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας επί τω σκοπώ αποκρυστάλλωσης του βαθμού ένταξης των εν λόγω συνυπολογισμών εντός του ευρύτερου πολιτικού και γεωστρατηγικού φάσματος.