5 Δεκεμβρίου 1943, βράδυ Κυριακής. Ένας από τους πιο άγριους βομβαρδισμούς που γνώρισε η Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής δεν προήλθε από τα αεροσκάφη της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά από τους συμμάχους!
Αντί για το λιμάνι, τον σιδηροδρομικό σταθμό ή άλλους στρατιωτικούς στόχους οι αγγλικές βόμβες έπληξαν προσφυγικούς καταυλισμούς, σκοτώνοντας πάνω από 500 αμάχους.
Οι λαμαρίνες των χαμόσπιτων που γυάλιζαν τη νύχτα εικάζεται ότι μπέρδεψαν τους πιλότους της RAF, που πίστεψαν ότι πρόκειται για αποθήκες πολεμικού υλικού.
Η πιο συγκλονιστική σκηνή εκτυλίχθηκε στις Συκιές, όταν βόμβα έπεσε σε ταβέρνα που εκείνη την ώρα φιλοξενούσε γαμήλιο γλέντι ποντιακών οικογενειών. Οι νεόνυμφοι, οι γονείς τους, οι κουμπάροι και δεκάδες καλεσμένοι καταπλακώθηκαν από την οροφή.
Για τον πολύνεκρο βομβαρδισμό ο Γιώργος Ιωάννου γράφει στο Η πρωτεύουσα των προσφύγων – Κατοχικό ημερολόγιο: «Την πρωίαν έμαθα ότι βομβάρδισαν τη Νεάπολη, Συκιές, Βάρνα. Άπαντες συνοικισμοί. Περί τους πεντακοσίους ανέρχονται οι νεκροί. Το απόγευμα επεσκέφθην την πληγείσαν περιοχήν της Βάρνας. Οι φονιάδες γκρέμισαν τις παράγκες και σκότωσαν τον κόσμο στα κρεβάτια τους. Σχεδόν τα θύματα τα είχαν μαζέψει. Εγώ είδα δύο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους “φίλους” μας!».
Ο Περικλής Σφυρίδης στο Ψυχή μπλε και κόκκινη αναφέρεται στην τραγωδία στην ταβέρνα στις Συκιές:
«Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. “Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν”, είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες. “Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές”, τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και τον γαμπρό.
»Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους.
»Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ’ ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους.
»Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου.
»Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους. Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία – τι τραγικό, από λάθος!».
- Με πληροφορίες από το farosthermaikou.blogspot.com.