Βράδυ 6ης Δεκεμβρίου του 1990. Στα δημοσιογραφικά γραφεία «έσκασε» μια δυσάρεστη είδηση: Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν νεκρός. Την αιτία θανάτου την υποψιάστηκαν όλοι. Άλλωστε και ο ίδιος δεν κρυβόταν. Είχε μιλήσει ανοιχτά για τον εθισμό του. Ήταν μόνο 42 χρονών.
Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Αδικία. Αλλά και ο ίδιος το τελευταίο διάστημα προτού πεθάνει δεν περνούσε καλά. Ασφυκτιούσε σε ένα κόσμο ξένο, εχθρικό πλέον σε ευαίσθητους ανθρώπους.
Όταν ο Πόντος συνάντησε την Κρήτη
Μέλος αστικής οικογένειας, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είδε το φως της ζωής το 1948. Ο πατέρας του, Κώστας, καταγόταν από εύπορη οικογένεια καπνεμπόρων του Πόντου. Είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ, όμως πολιτικά ανήκε στην Αριστερά.
Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού.
Ο Κώστας Σιδηρόπουλος γεννήθηκε το 1918 στο Σοχούμι της Ρωσίας. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου επίσης ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού.
Από την πλευρά της μητέρας του Τζένης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά, ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μετά τη γέννηση της αδελφής του Μελίνας η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα.
Ο μικρός Παύλος ήταν καλός μαθητής, αλλά όχι και το πιο μελετηρό παιδί. Στην έκρηξη της εφηβείας του ζούσε στη ροκ Αθήνα. Πήγαινε στα κλαμπ της εποχής, στις συναυλίες, χόρευε, φλέρταρε γιατί ήταν και ωραίο παιδί.
Και το 1967 ανέβηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά για να σπουδάσει στο Μαθηματικό του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου.
Ροκ και χούντα
Το να μιλάς για «ελληνικό ροκ» στη δεκαετία του 1960 προκαλούσε μειδίαμα. Όχι ότι έλειπαν οι καλές προσπάθειες, απλά οι δισκογραφικές δεν είχαν και τρελή διάθεση να επενδύσουν σε κάτι που τους φαινόταν εξωπραγματικό.
Μπορεί κάθε πολυκατοικία να είχε και από ένα γκρουπ που ονειρευόταν να εξελιχθεί σε Rolling Stones από τα Πετράλωνα –ή έστω Beatles από τη Λειβαδιά–, αλλά συνήθως το όνειρο τελείωνε γρήγορα. Στις μουσικές σκηνές, βέβαια, ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε τη μουσική μέσα του. Όταν σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη συγκατοικούσε με τον Βαγγέλη Γερμανό, τον γνωστό.
Και λίγο αργότερα γνωρίστηκε με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τότε κιθαρίστα των Olympians. Κατέβηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το συγκρότημα-ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Μαζί κυκλοφόρησαν ένα 45άρι και έκαναν εμφανίσεις σε διάφορες μουσικές σκηνές.
Το 1972 ενώθηκαν με το συγκρότημα «Μπουρμπούλια» και κυκλοφόρησαν 45άρι δίσκο με τίτλο Ο Ντάμης ο σκληρός.
Όμως το μεγάλο άλμπουμ δεν ήρθε ποτέ.
Μια σωρεία από ατυχίες και η απόφαση του Δεληγιαννίδη να φύγει για την Αγγλία το 1974 είχαν σαν αποτέλεσμα τη διάλυση του μουσικού σχήματος. Λίγο μετά ο Σιδηρόπουλος επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα, ύστερα από παράκληση της οικογένειάς του που πήγε να τον βρει. Για λίγο εργάστηκε στην επιχείρηση του πατέρα του.
Από τον Μαρκόπουλο στον «Μπάμπη τον φλου»
Στην Μεταπολίτευση το πολιτικό τραγούδι κυριάρχησε. Ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο σε τρεις δίσκους, αλλά και στις συναυλίες του στο Ηρώδειο.
Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ο Σιδηρόπουλος δήλωσε αργότερα ότι ήταν μια «νεκρή περίοδος» η συνεργασία του με τον συνθέτη. Άλλωστε το είδος που πρέσβευε ο Μαρκόπουλος τον εγκλώβιζε.
Η μοίρα και ο Δημήτρης Πουλικάκος έφεραν στο δρόμο του τη «Σπυριδούλα», μια μπάντα στην οποία οφείλεται ένας ιστορικός δίσκος. Ο Μπάμπης ο φλου θεωρείται ορόσημο για την ελληνική ροκ μουσική, καθώς έσπασε και το ταμπού του ελληνικού στίχου.
Ο «Ασυμβίβαστος», το «Να μ’ αγαπάς» και η ποπ κουλτούρα
Το 1977 ο Σιδηρόπουλος εμφανίστηκε ως ηθοποιός στο έργο της Ευγενίας Φακίνου Στο Κουρδιστάν, που ανέβηκε στο θέατρο «Κάβα». Επί σκηνής ερμήνευε τον «Μπουλντόζα»!
Και φτάνουμε στον Ασυμβίβαστο. Ο σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος έκανε μία ταινία με πρωταγωνιστή τον Παύλο, που πήρε καλές κριτικές και έκοψε συμπαθητικό αριθμό εισητηρίων. Αλλά μέχρι εκεί.
Όμως, το όνομά είχε αρχίσει να δυναμώνει. Σε αυτό βοήθησε και ένα σπουδαίο τραγούδι από το φιλμ, που έγινε διαχρονική επιτυχία και αγαπημένο πολλών:
(«Μα, τι ωραίο τραγούδι είναι αυτό. Γιατί δεν φέρνουμε καλεσμένο αυτόν που το τραγουδάει», είχε αναρωτηθεί τηλεπαρουσιάστρια στα τέλη των ’90s. Τι να της πεις τώρα.)
Το 2003 ο Ανδρέας Θωμόπουλος γύρισε και το Να μ’ αγαπάς. Χωρίς να ονοματίζεται ο Σιδηρόπουλος, το σενάριο περιστρέφεται γύρω από την περίοδο της συνεργασίας τους. Οι φόβοι, οι δαίμονες αλλά και η μοναδική προσωπικότητα ενός νεαρού μουσικού είναι το θέμα ενός ξεχωριστού, συγκινητικού και με ψυχή φιλμ.
Εκτός από τον Ανδρέα Θωμόπουλο, κοινός παρονομαστής με τον Ασυμβίβαστο ήταν η ερμηνεία της Μπέτυς Λιβανού σε μια εμφάνιση που προκαλεί ρίγη συγκίνησης.
Άντε… και καλή τύχη μάγκες
Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος κατέληξε σε ένα σχήμα που με λίγες αλλαγές έπαιζε μαζί του μέχρι το τέλος, τους «Απροσάρμοστους».
Μαζί ηχογράφησαν μια σειρά σημαντικών δίσκων και έκαναν διαρκώς ζωντανές εμφανίσεις.
Το 1982 κυκλοφόρησαν το Εν λευκώ. Τα τραγούδια «Η» και «Αντεργκράουντ με στρας» λογοκρίθηκαν για «προτροπή στη χρήση ναρκωτικών», και το τραγούδι «Ύστατη στιγμή» για «προσβολή της δημοσίας αιδούς».
Λίγο νωρίτερα είχε αρχίσει η εξάρτηση του από ουσίες. Αν και είχε προσπαθήσει να ξεκόψει, δεν τα κατάφερε.
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν ότι υπάρχει πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς τι συνέβαινε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος».
Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν τον είχαν κάνει ψυχολογικό ράκος.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο κλαμπ «Αν», όπου ο Σιδηρόπουλος εμφανιζόταν με το χέρι δεμένο. Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να δουλεύουν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για τον Δεκέμβριο.
Στις 4 Δεκεμβρίου πήγε στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μία φίλη του.
Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στον Νέο Κόσμο, στο σπίτι μίας άλλης φίλης του, σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης. Ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Ο μύθος
Χαρισματικός, ταλαντούχος, ευαίσθητος. Ένας συνδυασμός που μάλλον δεν είχε τρελή τύχη επιβίωσης στη σημερινή εποχή.
Με τα χρόνια ο μύθος του Παύλου Σιδηρόπουλου, ενισχύθηκε, γιγάντωθηκε.
Η μορφή και τα τραγούδια του έγιναν τρεντ αλλά και ένα «ευαγγέλιο» για ολόκληρες γενιές. Υπερβολή ή όχι, ο Παύλος Σιδηρόπουλος δικαιώθηκε μετά θάνατον. Γιατί ίσως εν ζωή να μην το άντεχε.
Σπύρος Δευτεραίος