Το διαδίκτυο είναι, πλέον, ο φυσικός χώρος ενημέρωσης και αντιπαράθεσης. Σ’ αυτό αποτυπώνεται καθημερινά όλη η πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Σκέψεις, προβληματισμοί, ανησυχίες, νοοτροπίες, γνώσεις, φόβοι, αισιοδοξίες, οράματα. Αν θέλεις να καταλάβεις μια κοινωνία επισκέψου το διαδίκτυο και μελέτησέ το.
Ασχολήθηκα αρκετά χρόνια με τις βαλκανικές εξελίξεις. Διαφορετικά ξεκίνησα διαφορετικά κατέληξα. Ήταν ένα ζωντανό σχολείο διότι την «ζύμωση» την έκανα επί τόπου.
Όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις. Τα Βαλκάνια ήταν και συνεχίζουν να είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Υπήρχαν άνθρωποι που τα γνώριζαν θεωρητικά, ιστορικά. Αλλά δεν υπήρξαν πολιτικές διαχείρισής τους μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού. Τα Βαλκάνια μπήκαν στην εποχή μετά τον ψυχρό πόλεμο λες και ο χρόνος της κομμουνιστικής περιόδου είχε βάλει, απλώς, σε κατάψυξη τους εθνικισμούς τους. Ξύπνησαν με τις ίδιες νοοτροπίες και τις ίδιες αντιλήψεις που είχαν την προηγούμενη του Σιδηρού Παραπετάσματος. Από τότε ως σήμερα κύλησε αρκετό νερό στις όχθες των ποταμών τους αλλά οι εθνικιστικές εμμονές δεν εξέλιπαν.
Οι πολιτικές της Αθήνας τα 30 και πλέον χρόνια από την πτώση του κομμουνισμού δεν απέδωσαν. Αυτό δείχνει η πραγματικότητα. Στην αρχή επελέγησαν σκληρές πολιτικές αλλά απέτυχαν σε ένα βαλκανικό περιβάλλον εθισμένο στην αντιπαράθεση, τη διχόνοια και την αίσθηση ότι δεν είχε τίποτε να χάσει. Ακολούθησαν κάτι ρευστές, ήπιες αντιλήψεις που και αυτές ήταν εκτός βαλκανικού περιβάλλοντος. Γελούσαν με τις πολιτικές αυτές οι βαλκανικοί λαοί. Άλλο είναι το κλίμα που ζουν.
Τελικά η μίξη διαφόρων επιλογών πολιτικής δεν έχει ανακαλυφθεί από τους ανθρώπους που χαράσσουν την εξωτερική πολιτική στην Αθήνα.
Ενώ οι βαλκανικοί λαοί έχουν μια φαντασιακή εικόνα για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της δεν την εισπράττουν όταν έρχονται σε επαφή με Έλληνες ή την επίσημη πολιτική της χώρας. ‘Είναι επηρεασμένοι από την συνείδηση που τους διαμόρφωσε μια εθνικιστική αναπαραγωγή στις χώρες τους, επιθυμούν τον ελληνικό τρόπο και τον ελληνικό τόπο αλλά τους «βγαίνει» και η αντιπαράθεση. Και εδώ είμαστε σήμερα.
Η Ελλάδα μπορούσε και μπορεί να διαδραματίσει ρόλο ατμομηχανής των Βαλκανίων αλλά στην Αθήνα είτε δεν το έχουν συνειδητοποιήσει είτε δεν ενδιαφέρονται για τα Βαλκάνια. Τα προσπερνούν λίγο απαξιωτικά. Με τρόπο αρχοντοχωριάτη. Για να καλύψουν τις δικές τους ανεπάρκειες και υστερήσεις υποτιμούν τους γειτονικούς λαούς. Αλλά αν αυτό ισχύει στην αθηναϊκή νομενκλατούρα, δεν αποτελεί και χαρακτηριστικό ανθρώπων της Βορείου Ελλάδος. Εδώ οι ανησυχίες είναι άλλες. Αλλά και η ώσμωση με τους βαλκανικούς λαούς διαφορετική. Οι βαλκανικοί λαοί θεωρούν, για παράδειγμα, τη Θεσσαλονίκη τόπο διεξόδου τους. Σε αντίθεση με την Αθήνα που θεωρεί τη δεύτερη πόλη της χώρας τόπο εκμετάλλευσης. Και, μάλιστα, αποικιακής εκμετάλλευσης.
Υπάρχει ένα ελληνικό βαλκανικό αδιέξοδο ως προς την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Από τη μια οι Βαλκάνιοι έχουν μέχρι και φαντασιακή εικόνα της Ελλάδας από την άλλη εγείρουν ζητήματα εις βάρος της. Από τους γειτονικούς λαούς αυτό το κάνουν περισσότερο τα Σκόπια και η Αλβανία. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα απέναντι στα Βαλκάνια;
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έχει παράδοση βαθιάς και ευέλικτης εξωτερικής πολιτικής που θα μπορούσε να αξιοποιήσει και την Κοινωνία των Πολιτών. Μετά τον Βενιζέλο, κυριάρχησαν οι μικροελλαδικές δυνάμεις που και σήμερα, το όραμά τους είναι μια Ελλάδα γύρω από την πρωτεύουσά της για να μπορεί να ελέγχεται. Αυτό μπορούν και αυτό κάνουν. Όσοι, λοιπόν, πιστεύουν πως ο διαχρονικός ελληνισμός είναι μια πρόταση ζωής που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα, αναζητούν άλλες προσεγγίσεις για να αντιμετωπιστούν και προβλήματα που έχει και το ελληνικό κράτος με τους βαλκάνιους γείτονες.
‘Όπως γράφει η Ζακλίν ντε Ρομιγύ στο εμβληματικό έργο της «Γιατί η Ελλάδα», «τα έργα του ελληνικού πολιτισμού κατά την αρχαιότητα, και ιδιαίτερα τα έργα της Αθήνας του 5ου αιώνα ξεχώριζαν με μια εξαιρετική προσπάθεια προς το ανθρώπινο και το καθολικό».
Και σε άλλο σημείο η ίδια διακεκριμένη ελληνίστρια: «Η Ελλάδα δεν κατέκτησε ποτέ κανέναν λαό. Δεν επέβαλε τους θεσμούς της σε κανέναν. Δεν πραγματοποίησε την ενότητά της. Είχε δημιουργήσει αποικίες σε όλη την περιφέρεια της Μεσογείου. Οι αποικίες, όμως, αυτές δεν ήταν παρά νησίδες ελληνικού πληθυσμού πολύ απομακρυσμένες η μια από την άλλη και δεν προσπαθούσαν να προσαρτήσουν ή να κηδεμονεύσουν τις γύρω χώρες».
Με δύο λόγια, η διαχρονική δύναμη της Ελλάδας είναι ο πολιτισμός που κουβαλάει. Δεν είναι η κατάκτηση. Και με τρόπο ενσωματωμένο σε πολιτισμικά πρότυπα πρέπει να υπερασπίζεται τους ανθρώπους της.
Με βάση, λοιπόν, αυτές τις σκέψεις, είχα κάνει ένα σχόλιο στο διαδίκτυο. Είχα γράψει:
«Υποστηρίζω την ευρωπαϊκή πορεία Αλβανίας και Σκοπίων. Θα αναρωτηθείτε γιατί; Πριν λίγες ημέρες παραβρέθηκα σε δεξίωση που παρέθεσε ο Αλβανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την ίδρυση του Αλβανικού κράτους.
- Ρώτησα πόσοι Αλβανοί είναι στην Ελλάδα. Μου είπαν 500.000 από τους οποίους οι 250.000 στη Θεσσαλονίκη.
- Οι περισσότεροι με τους οποίους μίλησα μου δήλωσαν Βορειοηπειρώτες. Άλλοι μου είπαν πως είναι Βλάχοι, κυρίως, από την Κορυτσά. Έβγαζαν έναν πηγαίο ελληνισμό που δεν τον συναντάς συχνά, ακόμη και σε Έλληνες.
- Οι πλέον προβληματισμένοι θεωρούν την Ελλάδα ως ατμομηχανή των Βαλκανίων. Μια κατάρρευση της Ελλάδας θεωρούν πως θα δημιουργήσει κρίση σε όλα τα Βαλκάνια. Αυτό το γνωρίζουν στην Αθήνα;
- Ο Γενικός Πρόξενος, ως διπλωμάτης ήταν λογικό να κάνει μια διπλωματική ομιλία αλλά ανέφερε πειστικά στοιχεία πως η Ελλάδα βοήθησε τη χώρα του. Το βαθύ αλβανικό κράτος έχει συνείδηση της βοήθειας που του προσέφερε και του προσφέρει η Ελλάδα.
- Όσους συνάντησα κατέχουν σημαντικές θέσεις στην Ελλάδα. Έχουν δικηγορικά γραφεία, γραφεία επιχειρήσεων, έχουν παντρευτεί Έλληνες και Ελληνίδες, έχουν σπίτια και περιουσία. Νοιώθουν την Ελλάδα δική τους. Όχι υποκριτικά. Έχουν δέσει τη ζωή και το μέλλον τους μαζί της. Πολλών τα παιδιά γεννήθηκαν στην Ελλάδα και θεωρούν δεδομένο ότι είναι η πατρίδα τους.
- Γνωρίζω τα ανοικτά ζητήματα Ελλάδας-Αλβανίας. Γνωρίζω, επίσης, και ένα ανθελληνικό κλίμα, κυρίως στο Βορρά και στους τσάμηδες. Και σε ένα μέρος του πολιτικού κατεστημένου. Αλλά όλα αυτά είναι περισσότερο διαχειρίσιμα με την Αλβανία εντός παρά εκτός ΕΕ.
- Περισσότερο διαχειρίσιμος είναι, επίσης, εντός ΕΕ και ο φιλοτουρκισμός μιας εκμαυλισμένης και διεφθαρμένης πολιτικής τάξης στα Τίρανα που, επίσης, υπάρχει.
- Αν η Αθήνα μπορούσε να διαμορφώσει πολιτική τα πράγματα δεν θα ήσαν όπως σήμερα. Την εποχή που ήμουν ενεργός δημοσιογράφος, σε μια αποστολή στα Τίρανα για την ΕΡΤ3 μίλησα με Αλβανούς αστούς. Αλβανούς, όχι Βορειοηπειρώτες. Ήταν περήφανοι που τα παιδιά τους φοιτούσαν στο Αρσάκειο που είχε δημιουργηθεί στα Τίρανα. Αν θυμάμαι καλά έψαχναν μέσον να εγγράψουν και τα παιδιά φίλων τους στο ελληνικό σχολείο. Αυτό το γνωρίζουν στην Αθήνα; Θα μπορούσαν να το αξιοποιήσουν;
- Το βασικό ερώτημα είναι τι γίνεται με τη Βόρειο Ήπειρο και τους Βορειοηπειρώτες. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει περιορισμένα μέσα διαχείρισης της αλβανικής πολιτικής στο βορειοηπειρωτικό. Έχει αποκλειστεί, και σωστά, η σκληρή αντιπαράθεση και τα ήπια μέσα δεν αποδίδουν. Εντός ΕΕ και κατά τη διαδικασία ένταξης, θα υπάρχουν περισσότερα μέσα πίεσης για συμμόρφωση.
- Θα ήθελα να σημειώσω, ακόμη, πως και η περίπτωση Κατσίφα διαφορετική εξέλιξη θα είχε με μια Αλβανία εντός παρά εκτός Ένωσης. Με την Αλβανία εντός ένα μέρος της επιθυμίας των Βορειοηπειρωτών για στενότερη επαφή με την Ελλάδα ικανοποιείται. Ο γεωγραφικός χώρος, ουσιαστικά, ενοποιείται και οι διαδικασίες ώσμωσης πολιτικής και οικονομικής με τον ελληνικό χώρο γίνονται πιο εύκολες.
»Και με τα Σκόπια ισχύουν ανάλογα. Πολλοί πολίτες της γειτονικής χώρας έχουν αγοράσει σπίτια, γραφεία και καταστήματα στην Ελλάδα την οποία επισκέπτονται σχεδόν καθημερινά.
Οι περισσότεροι Αλβανοί νιώθουν κοντύτερα στη Θεσσαλονίκη. Για τους Σκοπιανούς αυτό είναι απολύτως επιβεβαιωμένο. Έτσι με τα Σκόπια και την Αλβανία εντός ΕΕ η Θεσσαλονίκη αποκτά πλεονεκτήματα που σήμερα δεν τα έχει.
Αν ευημερούν οι γειτονικοί λαοί τότε και οι εθνικισμοί τους υποχωρούν. Και η επαφή με τους Έλληνες τους δίνει μια πραγματική εικόνα των προθέσεων του ελληνικού λαού. Η εικόνα που έχουν σχηματίσει από κέντρα των χωρών τους που επιθυμούν την εχθρότητα είναι αρνητική. Η επαφή τους δίνει την πραγματική διάθεση της ελληνικής κοινωνίας απέναντί τους.
Το σχόλιο προκάλεσε επιδοκιμασίες αλλά και έντονες αποδοκιμασίες. Προσπάθησα να μπω στην λογική των επικριτών.
Κατέληξα στον φόβο που προκαλούν οι τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου του 2050. Τα χαρακτηριστικά του μεταανθρώπου. Ο μεταάνθρωπος δεν είναι μια φαντασιακή ιδεολογική κατασκευή. Και η αλλαγή αυτή του ανθρωπολογικού είδους συνεπάγεται καθολικές αλλαγές τις οποίες δεν μπορεί να συλλάβει ο καθημερινός άνθρωπος. Και τις αντιμετωπίζει με φοβία και αφορισμούς. Είτε με τα εμβόλια, είτε με τα τσιπάκια, είτε με την συσπείρωση στην εθνική αγκαλιά που πολλές φορές είναι αδύνατον να παράσχει τη βοήθειά της.
Διαμορφώνεται ένα Κίνημα το οποίο είναι διακομματικό, διαταξικό, δι-ιδεολογικό, περιλαμβάνει ανθρώπους διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου. Τους περιλαμβάνει όλους όσους δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν με ευθεία και κατά μέτωπο αντιπαράθεση τις προκλήσεις αλλά με μια κεντρομόλα λογική γύρω από τον πατερούλη. Φοβισμένα και με μια επιθετικότητα που προκαλεί ο φόβος.
Η τάση αυτή γνωστή στην ιστορία, επηρέασε, πάντα, τις εξελίξεις. Αλλά δεν θα κερδίσει τη μάχη. Και η διαπίστωσή μου αυτή δεν σημαίνει ότι το εύχομαι. Η μάχη είναι τεχνολογική, το παιχνίδι διαμορφώνεται στα εργαστήρια και η παγκόσμια κοινωνία θα εισπράξει τα αποτελέσματα της εργαστηριακής, επιστημονικής διαμάχης.
Ποιο είναι το διακύβευμα; Το είδος του μεταανθρώπου. Εκεί παίζεται το παιχνίδι. Θα κυριαρχήσουν τα ανθρώπινα ή τα μηχανιστικά χαρακτηριστικά; Η μηχανή θα εξελιχθεί ως βοηθητικό μέσο του ανθρώπου ή ο άνθρωπος θα είναι συμπλήρωμα της μηχανής;
Όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, εκεί παίζεται το παιχνίδι. και το παιχνίδι αυτό δεν μπορεί να παιχθεί σε εθνικό επίπεδο. Ξεπερνά και τα έθνη και τα κράτη. Είναι μια προσπάθεια ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Ορισμένες πρώτες συνέπειες του κόσμου που διαμορφώνεται είναι και η πανδημία που αντιμετωπίζουμε και η κλιματική αλλαγή. Θα προκύψουν και άλλες προκλήσεις οι οποίες δεν θα μπορούν να αντιμετωπιστούν εθνικά. Θα χρειαστούν την συνολική γνώση και προσπάθεια της ανθρωπότητας. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η έκβαση θα είναι νικηφόρα.
Όλα αυτά τα οποία δεν μπορούν να γίνουν, εύκολα, κατανοητά από ανθρώπους που ξυπνούν το πρωί και πρέπει να πάνε στη δουλειά τους για να βγάλουν το ψωμί τους και δεν έχουν χρόνο να τα σκεφθούν, δημιουργούν αφενός την ανάγκη αναζήτησης ενός νέου πολιτειακού μορφώματος που θα διασφαλίζει καλύτερα αποτελέσματα, αφετέρου τον φόβο όσων δεν έχουν υποψιαστεί καν την έλευσή τους και τα προσλαμβάνουν με θεολογικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς αφορισμούς. Αλλά η επιστημονική αυτή εξέλιξη έχει την δυναμική της και δεν μπορεί να επηρεαστεί από τους γραφικούς Έλληνες πολιτικάντηδες και τις ιδεολογικές τους εμμονές.
Αν όλα αυτά συνδυαστούν με την ισχυρή ανάγκη ταυτότητας που δίνει στους ανθρώπους μιαν αίσθηση αξιοπρέπειας δημιουργείται ένα εκρηκτικό μίγμα τα στοιχεία του οποίου είναι τρία: Οι φανατικοί της τεχνολογίας, οι φοβικοί της τεχνολογίας και όσοι αναζητούν να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη παρέμβαση στην αναπόφευκτη εξέλιξη της τεχνολογίας.
Ανήκω στους τρίτους, όσους δηλαδή αναζητούν τις προϋποθέσεις να ελέγξουν, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού και προς όφελος του ανθρώπου, τις εξελίξεις. Αυτή η τοποθέτηση δημιουργεί την ανάγκη διαλόγου της κοινωνίας μας και με τη Δύση και με την Ανατολή. Με τον Βορρά και το Νότο. Διαλόγου, όμως, με τα δικά μας χαρακτηριστικά αν δεν θέλουμε να αφομοιωθούμε αλλά να καταθέσουμε το φορτίο ενός διαχρονικού πολιτισμού που άφησε το αποτύπωμά του στην ιστορία.
Ο διάλογος, όμως, απαιτεί συγκλίσεις και όχι διαμάχες ή αντιπαλότητες. Στις διαμάχες καταφεύγει όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στην εμβέλεια αυτού που πρεσβεύει.
Και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στις διαμάχες καταφεύγει εκείνος που δεν έχει εμπιστοσύνη στον ελληνικό πολιτισμό. Αυτός που δεν θέλησε να τον προσεγγίσει και να τον αφομοιώσει.