Υπάρχει μία πρωτεύουσα στην κεντρική Ασία όπου ο Μέγας Αλέξανδρος θεωρείται σχεδόν εθνικός ήρωας, ο Βασίλης Χατζηπαναγής παραμένει θρύλος, νέοι και νέες που αν και δεν είναι «καθαροί» Έλληνες και Ελληνίδες τραγουδούν για το ΟΧΙ και κρατούν με περηφάνεια φωτογραφίες των πολιτικών προσφύγων. Καλώς ήλθαμε στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, της μοναδικής διπλά περίκλειστης χώρας στην περιοχή, καθώς συνορεύει με το Καζακστάν, το Κιριγιστάν, το Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν.
Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία η Τασκένδη έχει συνδεθεί με το κύμα προσφυγιάς μετά τον Εμφύλιο, τη «μεγάλη έξοδο» των ηττημένων.
Σήμερα, είναι μια πόλη με ευρωπαϊκό αέρα χάρη στους Ρώσους κατά τη σοβιετική περίοδο, όταν μετέφεραν την πρωτεύουσα από την περίφημη Σαμαρκάνδη, αλλά και τον μεγάλο σεισμό του 1969 που σηματοδότησε δύο πράγματα: την ευρεία ανοικοδόμηση και την άνθηση της ελληνικής κοινότητας.
Ο Κώστας Πολίτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη· στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν όπου ζει τα τελευταία 17 χρόνια βλέπει μια πόλη που του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια, ανεπιτήδευτη και αθώα, και ταυτοχρόνως εκτιμά το πόσο όμορφη είναι, βουτηγμένη στο πράσινο, με μεγάλους δρόμους.
Τον τελευταίο χρόνο είναι πρόεδρος της Ελληνικής Πολιτιστικής Κοινότητας Τασκένδης, η οποία μετά από μια… πέτρινη δεκαετία προσπαθεί να αναγεννηθεί.
Η μεγάλη φυγή, η ακμή, η επιστροφή, η νοσταλγία
Οι πολιτικοί πρόσφυγες έφτασαν στο Ουζμπεκιστάν το 1949 και υπολογίζονται σε 12.000 άτομα. Κάποια χρόνια αργότερα προστέθηκαν 3.000-4.000 παιδιά που ενώθηκαν με τις οικογένειές τους, καθώς νωρίτερα είχαν διασκορπιστεί στις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού μπλοκ και σε διάφορα σχολεία.
Ο πληθυσμός αυξήθηκε ακόμα περισσότερο με την άφιξη των Ποντίων στη συνέχεια· ήταν και αυτοί εξόριστοι, αλλά από τον Καύκασο επί Στάλιν, σε περιοχές που σήμερα είναι το Καζακστάν. Όμως με τα χρόνια μετακινήθηκαν στην Τασκένδη.
«Ουσιαστικά στη δεκαετία του 1960 οι Έλληνες έφταναν περίπου τους 45.000, ένα νούμερο πολύ σημαντικό αν σκεφτούμε ότι όλη η πόλη είχε 1,5 εκατ. κατοίκους. Απέκτησαν ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής και έγιναν ιδιαιτέρως γνωστοί χτίστες – πολλά σημαντικά κτήρια είναι φτιαγμένα από ελληνικά συνεργεία», λέει ο Κώστας Πολίτης. Η εγκατάσταση έγινε σε δώδεκα συνοικισμούς που ονομάζονταν πολιτείες.
Το 1964, πέντε χρόνια πριν από τον μεγάλο σεισμό που είχε σαν αποτέλεσμα η Τασκένδη να γίνει στη συνέχεια πολεοδομικό μοντέλο, είχε δημιουργηθεί ο ελληνικός σύλλογος. Το κτήριό του στο κέντρο της πόλης αποτελούσε σημείο αναφοράς, ακόμα και αντικείμενο ζήλιας από τους Ουζμπέκους!
«Η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ οργανωμένη και εφάρμοσε το κομμουνιστικό μοντέλο ζωής δίνοντας στην ουζμπεκική κοινωνία μία νότα πολιτισμού η οποία μέχρι σήμερα –ουσιαστικά 40 χρόνια αφότου οι Έλληνες έφυγαν– διατηρείται ζωντανή. Οι Ουζμπέκοι έχουν τις καλύτερες εντυπώσεις και αναμνήσεις. Χαρακτηριστικά μου λένε: “Ο σύλλογός σας ήταν από τα πιο όμορφα μέρη στην Τασκένδη. Προσπαθούσαμε να τρυπώσουμε και εμείς μέσα για να δούμε πόσο όμορφα χορεύατε, τη μουσική που παίζατε και τις εκδηλώσεις που κάνατε”. Αυτή ήταν η περίοδος ακμής», περιγράφει ο νυν πρόεδρος.
Μόλις η Ελλάδα άρχισε να δέχεται πίσω τους πολιτικούς πρόσφυγες υπήρξαν μαζικοί επαναπατρισμοί. Περίπου το 1995 είχαν μείνει 4.000-5.000· σήμερα η ελληνική κοινότητα αριθμεί γύρω στα 1.500 μέλη, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία. «Ίσως είναι και περισσότερα τα μέλη, μιλάμε για την τρίτη γενιά που ανήκει σε μικτές οικογένειες. Κάποιοι έχουν χάσει τα επίθετά τους φυσικά, αλλά εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι απ’ όσους έρχομαι σε επαφή προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα κλίμα επιστροφής και επανένωσης εισπράττω ότι νιώθουν έντονη υπερηφάνεια για την Ελλάδα και αισθάνονται Έλληνες, έστω και αν η ρίζα τους είναι μόλις 25%», σημειώνει ο Κώστας Πολίτης.
Γενικότερα, οι πολιτικοί πρόσφυγες που κατέληξαν στην Τασκένδη –όπως αφηγούνται σήμερα κάποιοι ηλικιωμένοι που έχουν παραμείνει– ήταν ουσιαστικά εκδιωγμένοι. «Μας έστειλαν, δεν ήρθαμε εδώ για να δουλέψουμε, για να κάνουμε την τύχη μας» δηλώνουν στον πρόεδρο της κοινότητας.
Έτσι, εκείνος εξηγεί ότι εκείνοι οι άνθρωποι κάθε μέρα σκέφτονταν πώς θα γυρίσουν. «Με το που άνοιξαν τα σύνορα έφυγαν τρέχοντας. Έχω ακούσει ιστορίες για παππούδες που ήταν μόνιμα με τις βαλίτσες έτοιμες, για να φύγουν. Και όσοι έμειναν γιατί για κάποιους λόγους δεν μπόρεσαν να φύγουν πέθαναν με τη νοσταλγία», αναφέρει.
«Η νεκρόπολη της Τασκένδης»
Βάζοντάς μας λίγο περισσότερο στο κλίμα της πρωτεύουσας του Ουζμπεκιστάν, ο Κώστας Πολίτης την περιγράφει ως ένα ωραίο μίγμα μεταξύ του ανατολίτικου στοιχείου που το εκπροσωπούν οι Ουζμπέκοι και του ευρωπαϊκού στοιχείου που εκπροσωπείται από τον ρωσικό πληθυσμό και τη ρωσική παράδοση. «Ενώ οι Ουζμπέκοι είναι μουσουλμάνοι, η παράδοση δεν είναι βαριά, αλλά μια πιο λάιτ εκδοχή της μουσουλμανικής», λέει.
Μέσα σε αυτό το μίγμα βρήκαν τη θέση τους οι Έλληνες. Άλλωστε το όνομά τους διέδωσε σε όλη τη σοβιετική επικράτεια το θρυλικό συγκρότημα «Μπουζούκι» που ιδρύθηκε από παιδιά πολιτικών προσφύγων. Ήταν ένα απόλυτα επιτυχημένο μουσικό σχήμα το οποίο παράλληλα ένωσε τους Έλληνες, τους έδωσε ελπίδα.
Πολλοί άλλωστε άφησαν την τελευταία τους πνοή χωρίς να δουν ποτέ ξανά την πατρίδα.
Ο Κώστας Πολίτης έχει ξεκινήσει ένα πρότζεκτ που το ονομάζει «Η νεκρόπολη της Τασκένδης». Πρόκειται για την καταγραφή όλων των ελληνικών τάφων· μέχρι στιγμής έχει καταγράψει περί τους 2.500 και παράλληλα κάνει τη φωτογραφική τους αποτύπωση ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχείο με όλους όσοι πέθαναν στην Τασκένδη. Σε δεύτερο στάδιο σκοπός είναι να γίνει ανακαίνιση των ελληνικών νεκροταφείων.
Σε αυτό το πλαίσιο ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας ζητά βοήθεια από τους δεκάδες χιλιάδες που πλέον δεν ζουν εκεί. «Είναι η μικρότερη τιμή για όλους όσοι βρέθηκαν εδώ, δημιούργησαν μια λαμπρή ελληνική κοινότητα και τελικά δεν μπόρεσαν να γυρίσουν. Η τιμή στους προγόνους είναι το πρώτο δείγμα ενός πολιτισμού. Από εκεί ξεκινάει. Από την αναγνώριση των προγόνων, το έργο τους», υποστηρίζει.
Παράλληλα έχει ξεκινήσει τη συγκέντρωση των αρχείων που ήταν διασκορπισμένα και ξεχασμένα σε μπαούλα, αλλά και το… επίπονο έργο της ανακαίνισης του κτηρίου του συλλόγου.
Είναι ο δικός μας ναός
Ο Κώστας Πολίτης τονίζει ότι υπάρχει ελληνική εθνική συνείδηση στην Τασκένδη, παρόλο που η τρίτη και τέταρτη γενιά δεν γνωρίζει τη γλώσσα.
«Όπως λέω και στις ομιλίες μου, η γλώσσα δεν αποτελεί απαραίτητα παράγοντα εθνικής συνείδησης. Ξέρουμε ότι στην Επανάσταση του 1821 πάρα πολλοί οπλαρχηγοί δεν μιλούσαν καν ελληνικά – η συνείδησή τους όμως ήταν καθαρά ελληνική και ήταν χριστιανοί. Το ίδιο και στον Μακεδονικό Αγώνα στον οποίο πολέμησε ο παππούς μου, πάνω στον Βάλτο. Και εδώ, η καρδιά των παιδιών είναι ελληνική και πάνω σε αυτό βασίζομαι για να αναπτύξουν και τη γλώσσα, αλλά αυτό είναι μια μακροχρόνια επένδυση. Τώρα βάζουμε τις βάσεις για να λειτουργήσουν τα σχολεία», εξηγεί.
Τα χρόνια της ακμής το κτήριο του συλλόγου για τους Έλληνες ήταν η εκκλησία τους, ο ναός τους. Δεν υπήρχε Κυριακή που δεν μαζεύτηκαν όλοι εκεί, από το πρωί μέχρι το βράδυ, να κάθονται σε κοινό τραπέζι, να συζητούν, να χορεύουν. Αυτή η παράδοση ατόνησε από το 2000 και μετά, ωστόσο «διαβάζοντας» το πάθος και τη θέληση που συνεχίζουν να υπάρχουν οι επικεφαλής του συλλόγου προσπαθούν κάθε Κυριακή να διοργανώνουν μία εκδήλωση, ένα γεύμα.
«Έχουμε πολύ καλά δείγματα ότι ο κόσμος επιστρέφει στο σύλλογο, ενώνεται μαζί μας και πιστεύω ότι σε δυο-τρία χρόνια θα έχουμε εκπληκτικά αποτελέσματα και θα δώσουμε αυτό που ο σύλλογος πάντα έδινε, τον πολιτισμό», λέει ο Κώστας Πολίτης.
Στο Ουζμπεκιστάν η κοινωνία είναι μετα-σοβιετική. Η νέα δημοκρατία ουσιαστικά διατήρησε τις κοινωνικές δομές, τις εκδηλώσεις, τη νομοθεσία, τον τρόπο που λειτουργούν τα ιδρύματα.
Ο Κώστας Πολίτης σημειώνει ότι υπάρχει αυτή η αίσθηση του κοινού σαν νοοτροπία, μαζί με μια παθητικότητα, μια έλλειψη πρωτοβουλίας. «Το πάθος αυτό δεν υπάρχει διότι στη σοβιετική περίοδο όλα τα είχε αποφασίσει το κράτος για σένα και εσύ όφειλες να είσαι ένας καλός πολίτης δουλεύοντας. Όλα τα άλλα ήταν λυμένα», αναφέρει.
Το πλοβ, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Χατζηπαναγής
Σήμερα οι Έλληνες και οι Ουζμπέκοι έχουν τουλάχιστον τρία κοινά σημεία αναφοράς: το πλοβ, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Βασίλη Χατζηπαναγή.
Βέβαια, το πιλάφι, το πλοβ, είναι κάτι παραπάνω από σύμβολο, είναι θρησκεία. Είναι το κλασικό έδεσμα για οποιαδήποτε γιορτή ή κοινωνική εκδήλωση.
Υπάρχει και ο θρύλος που τον υποστηρίζει ένας από τους μεγαλύτερους αρχαιολόγους της περιοχής, ότι ήταν το φαγητό με το οποίο έτρεφε ο Μέγας Αλέξανδρος τους στρατιώτες του, διότι είναι πολύ θρεπτικό και παρασκευάζεται εύκολα. Άρα και σε αυτό υπάρχει μια ελληνική αναφορά!
«Οι Έλληνες και η ελληνική κοινότητα είναι αξιαγάπητοι. Σε όποιον ταξιτζή και αν πω ότι είμαι Έλληνας όλοι χαμογελούν, όλοι έχουν να πουν κάποια ιστορία για κάποιον γείτονα που είχαν, όλοι ξέρουν τον Αλέξανδρο φυσικά – τον αποκαλούν Ισκαντέρ και τον θεωρούν τοπικό ήρωα, έχει περάσει στο πάνθεον. Έτσι, το γεγονός ότι είμαστε απόγονοι δίνει ένα “διαβατήριο” στο Ουζμπεκιστάν», λέει ο Κώστας Πολίτης.
Και βέβαια όσοι είναι άνω των 50 είναι λάτρεις του Βασίλη Χατζηπαναγή. Ο διεθνής μεσοεπιθετικός, ο Έλληνας Μαραντόνα, γεννήθηκε στην Τασκένδη το 1954. «Αν πεις το όνομά του όλοι αρχίζουν τους διθυράμβους. Και είναι κάτι φανταστικό, δεν το περίμενα ότι μετά από τόσα χρόνια θεωρείται ακόμα είδωλο», καταλήγει ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας.
Γεωργία Βορύλλα