Είναι από εκείνες τις αλήθειες που όσο κι αν θέλεις να τις κρύψεις, δεν αρκεί το σκοτάδι όλου του κόσμου. Είναι από εκείνες τις αλήθειες που η ιστορία, ανάλογα την εποχή και τις πολιτικές, συγκλονίζουν και σε κάνουν να νιώθεις ντροπή για το ανθρώπινο είδος. Η μαρτυρία του Ιγνάτιου Ορφανίδη, από το χωριό Αϊ-Γιαννέτ’ (Αϊ-Έννες) της Άρδασας Αργυρούπολης του Πόντου, που μετά τη Γενοκτονία βρέθηκε με άλλους συγχωριανούς του στο Νοβοροσίσκ και στη συνέχεια, το 1922, ήρθε στην Ελλάδα, είναι από εκείνες τις αλήθειες-γροθιά που σε χτυπούν πολύ δυνατά στο στομάχι!
Ο Ιγνάτιος Ορφανίδης έφθασε στην Ελλάδα, στις 24 Ιουλίου 1922, με το ατμόπλοιο «Κίος». Την 1η Αυγούστου μεταφέρθηκε μαζί με άλλους πρόσφυγες στη Μακρόνησο.
Σαράντα χρόνια μετά, το 1962, διηγήθηκε ένα μικρό μέρος όσων πέρασε στο νησί-κολαστήριο, σε ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ). Η μαρτυρία του που ακολουθεί, περιλαμβάνεται στο έργο Η Έξοδος (τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013), σε επιμέλεια του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομηλίδη:
«Εμείς οι Αι-Γιαννέτ’ φύγαμε και πήγαμε στο Νοβοροσίσκ. […] Μείναμε τρία χρόνια στο Νοβοροσίσκ και στις 24 Ιουλίου του 1922 με το ατμόπλοιο «Κίος» ήρθαμε στην Ελλάδα. Οχτώ μέρες ταξίδι κάναμε. Στην 1η Αυγούστου μας κατέβασαν στη Μακρόνησο.
Στη Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο. Εμείς χτίσαμε τα παραπήγματα, στέρνα για νερό, ό,τι χρειαζόταν. Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος» μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. Ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Επειδή ήρθαμε απ’ τη Σοβιετική Ρωσία, μας πέρασαν για μπολσεβίκους και ήθελαν να μας εξοντώσουν.
Την αρρώστια, στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα.
»Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρώμικα μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος από τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους.
»Μια ομάδα νέων, μαζί και γω, δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον Ελευθεριάδη, τον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος είναι όποιος βγει από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δεν θα έχει καμία υποχρέωση απέναντί του. Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί, για να σωθούν, ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι, αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Ήθελαν σου λέω να μας εξοντώσουν.
Αλλά εμείς, η νεολαία του Πόντου και του Καυκάσου, πήραμε πέτρες και ξύλα και φοβερίζαμε ότι θα κάψουμε το λοιμοκαθαρτήριο. «Ή θα τα κάψουμε όλα ή θα μας δώσετε χαρτιά να πάμε έξω», του είπαμε. Έτσι αναγκάστηκε να μας δώσει άδεια εξόδου.
Ήμασταν πενήντα νομάτοι νέοι. Νοικιάσαμε ένα ιστιοφόρο. Ξέχασα να σου πω ότι κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λύρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. Ναυλώσαμε λοιπόν ένα ιστιοφόρο για να πάμε απέναντι στο Λαύριο. Αλλά απ’ τους πενήντα που μπήκαμε μέσα, μόνο ένας είχε να πληρώσει τα ναύλα του, ο Γ. Βασιλειάδης. Όταν φτάσαμε στο Λαύριο, ο Βασιλειάδης πλήρωσε για άλλους δύο. Όταν όμως ήρθε η σειρά να πληρώσουμε και οι άλλοι, του είπαμε του καπετάνιου ότι δεν έχουμε. Ζητήσαμε και υπογράψαμε ένα χαρτί ότι θα δουλέψουμε και θα του το φέρουμε.
«Καλά. Αν τα φέρετε, τα φέρατε». Δεν πίστευε ότι θα του τα φέρουμε. Εμείς όμως δουλέψαμε, βγάλαμε χρήματα και του τα φέραμε.
Πήγαμε στον Πειραιά και από κει σκορπίσαμε. Εγώ πήγα στη Δραπετσώνα. Οι άλλοι Αϊ-Γιαννέτες, όσοι γλίτωσαν, βγήκαν αργότερα και σκόρπισαν κι αυτοί. Άλλος στον Πειραιά, άλλος στον Περισσό κι άλλος στη Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται δυο-τρεις».
- Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 371-372.