Λιγότερο γνωστός ως βασικό μέλος της επιχείρησης «Χρυσόμαλλο Δέρας», πασίγνωστος στον ναυτιλιακό κόσμο. Καπτά-Γιώργης (Σαμιωτάκης), ένα ανδριώτικο «σκαρί» που έζησε 83 χρόνια και έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα.
Ανήκε στη γενιά των ναυτικών που είναι εκεί για να κάνει τη δουλειά της, ακόμα και όταν αναλαμβάνει επιχειρήσεις σε εμπόλεμες ζώνες ή όταν γυρίζει πίσω το βαπόρι για να ψάξει ένα κορίτσι που αγνοείται.
Αύγουστος του 1993. Η πολεμική σύρραξη στην Αμπχαζία είναι στην πιο επικίνδυνη φάση της. Αμπχάζιοι και Γεωργιανοί πολεμούν ήδη σχεδόν έναν χρόνο· οι μεν πρώτοι για την ανεξαρτησία της μέχρι τότε αυτόνομης δημοκρατίας, οι δεύτεροι για να κρατήσουν τα εδάφη και τα σύνορα που είχαν κληρονομήσει από την ΕΣΣΔ.
Και όπως συμβαίνει σε όλες τις συρράξεις, μεγάλοι ηττημένοι οι άμαχοι. Όσοι μπορούν βρίσκουν καταφύγιο στις διπλανές περιοχές της Ρωσίας και της Γεωργίας. Όμως στο Σοχούμι, την πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, αλλά και στα γύρω χωριά, παραμένουν εγκλωβισμένοι εκατοντάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν επιστρέψει από την κεντρική Ασία όπου είχαν εκτοπιστεί το 1949.
Δεκαπενταύγουστος του 1993. Το «Viscountess M» μπαίνει στο Σουχούμι, στο κατεστραμμένο του λιμάνι. Στη γέφυρα του πλοίου ο Γιώργος Σαμιωτάκης, ο οποίος μετέφερε και ομάδα Ελλήνων κομάντο που είχαν ντυθεί καμαρότοι και ναύτες υπό τις διαταγές του αντιπλοίαρχου του Πολεμικού Ναυτικού Βασίλη Ντερτιλή. Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» υπό την πολιτική ευθύνη της υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Χρόνια μετά άνθρωποι που ήξεραν τον καπετάνιο (από τα φορτηγά, το 1984 είχε περάσει στην ακτοπλοΐα) περιγράφουν ότι μιλούσε ελάχιστα για την επιχείρηση στην Αμπχαζία και ότι όταν το έκανε ήταν με τέτοιο τρόπο σαν να έλεγε απλά το όνομά του.
Ο καπετάνιος Σιδερής Μαμίδης που δούλεψε ένα διάστημα με τον Γιώργο Σαμιωτάκη, αλλά και τον αδελφό του Τάκη, μοιράστηκε με το pontosnews.gr όσα γνωρίζει για αυτόν τον σπουδαίο καπετάνιο.
«Ήταν βέρος ναυτικός» διαβεβαιώνει, και τονίζει πως πάντα κρατούσε χαμηλό προφίλ.
Οι λεπτομέρειες της επιχείρησης παραμένουν ακόμα απόρρητες, ωστόσο ο έμπειρος καπετάνιος εξηγεί ότι δεν είναι πρωτοφανές για τους Έλληνες ναυτικούς να αναλαμβάνουν δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές διπλωματικής σημασίας, υπενθυμίζοντας ότι ελληνικά πλοία φυγάδευσαν τον Γιάσερ Αραφάτ στη Λιβύη.
Πάντως, ο Σιδερής Μαμίδης δεν υποβαθμίζει το ρόλο του πληρώματος του «Viscountess M» στην επιχείρηση απεγκλωβισμού από την Αμπχαζία, το αντίθετο. Όπως αναφέρει έγινε… πειρατική κίνηση, καθώς το πλοίο είχε νηολόγιο στη Λεμεσό και κυπριακή σημαία. Το πλήρωμα έγραψε «Πειραιάς», σήκωσε ελληνική σημαία και πέρασε έτσι από τα Δαρδανέλια, με κίνδυνο σύλληψης και κατάσχεσης σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτό από τις τουρκικές Αρχές.
«Με ικανότητα, αλλά και τύχη μπήκε στο λιμάνι της Αμπχαζίας. Δεν είχε πλοηγό ούτε ρυμουλκά, μόνο χάρτες. Δεν ήξερε αν υπάρχουν νάρκες ή εμπόδια στο βυθό. Το λιμάνι ήταν κατεστραμμένο, είχε ενάμιση χρόνο να πάει βαπόρι» σημειώνει ο Σιδερής Μαμίδης, προσθέτοντας ότι αν και υπήρχε εκείνη την περίοδο ανακωχή, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος σε μια εμπόλεμη ζώνη.
Θυμάται, μάλιστα, πως ο καπετάνιος είχε περιγράψει ότι ζήτησε να βγει και να δει από κοντά το Σοχούμι. «Άλλωστε δεν έκανε πίσω όταν ναυλώθηκε από την εταιρεία του Μαραγκόπουλου, θα μπορούσε να πει ότι δεν αναλαμβάνει. Άλλωστε πολλοί από το κανονικό πλήρωμα δεν συμμετείχαν» υπογραμμίζει.
Σε συνέντευξή του ο Γιώργος Σαμιωτάκης είχε πει: «Πιο πολύ φοβήθηκα τα Στενά. Όταν τα πέρασα, πήγαινα για Σοχούμι. Με είχαν συμβουλεύσει να πάω πιο βόρεια, γιατί κάτω χτυπούν οι αντάρτες. Στο ταξίδι με σταμάτησε μια πυραυλάκατος στο πέλαγος και ανέβηκαν πάνω. Ήξεραν όμως για ποια δουλειά πήγαινα και με άφησαν. Όταν φτάσαμε στο Σοχούμι γινόταν χαμός. Τους πρόσφυγες τους είχαν διώξει από μακριά. Γίνονταν φασαρίες. Ζήτησα να δω τα ελληνικά σπίτια. Μου έδωσαν έναν στρατιώτη για συνοδεία. Τα πάντα είχαν λεηλατηθεί».
Στις 18 Αυγούστου 1993 στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αποβιβάστηκαν 1.013 Έλληνες ποντιακής καταγωγής, παρά το αρχικό σχέδιο που προέβλεπε το πλοίο να δέσει και σε Καβάλα και σε Βόλο. Και αυτό γιατί υπήρχε προγραμματισμένο δρομολόγιο για Ιταλία.
Περίπου έναν μήνα αργότερα οι αμπχαζιανές δυνάμεις κατέλαβαν το Σουχούμι, με απολογισμό χιλιάδες νεκρούς. Πάνω από 200 ήταν οι Έλληνες νεκροί, καθώς πολλοί δεν δέχθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη είτε γιατί πίστευαν ότι ο πόλεμος θα τέλειωνε σύντομα, είτε γιατί θα ήταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που θα βίωνε ο συγκεκριμένος πληθυσμός μέσα σε εβδομήντα χρόνια.
Στον καπετάν-Γιώργο Σαμιωτάκη, λοιπόν, οφείλεται η ασφαλής μεταφορά στην Ελλάδα· ο ναυτικός που τα 12 μποφόρ τα περιέγραφε ως… φρεσκάδα ήταν εκεί όταν γράφτηκε ο επίλογος της ελληνικής παρουσίας στις ακτές του Εύξεινου Πόντου.
Γεωργία Βορύλλα