«Κοιτάς μπροστά, όταν δεν ξεχνάς από πού έρχεσαι». Σε μια εποχή που ο φόβος λόγω της πανδημίας έχει ριζώσει στις ψυχές πολλών ανθρώπων –όπως κάποτε, με ακόμα πιο σκληρό τρόπο, ρίζωσε σε αυτές των Ελλήνων ποντιακής καταγωγής που πιασμένοι στη δίνη των γεγονότων έζησαν τη γενοκτονία, τον ξεριζωμό και τις διώξεις–, στη θεατρική σκηνή μία ηθοποιός, απολύτως μόνη, παίρνει τις λέξεις που δίνει ένας συγγραφέας και διηγείται μια ιστορία που παραμένει επίκαιρη.
Η Χρύσα Παπά για πρώτη φορά στην καριέρα της αναμετράται με έναν μονόλογο, ο οποίος την έκανε να συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα για τη δική της ρίζα, σαν κάποιος να σήκωσε την αυλαία και να αποκάλυψε σοκαριστικές αλήθειες.
Στα χέρια της έχει τη θεατρική διασκευή του βιβλίου Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου, του Γιάννη Καλπούζου. Ο ίδιος ο συγγραφέας έγραψε το κείμενο και φαντάστηκε ότι το πολυεπίπεδο μυθιστόρημά του πρέπει να μεταφερθεί στη σκηνή με τη μορφή μονολόγου.
Έτσι, η Χρύσα Παπά υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σωτήρη Χατζάκη έγινε η Λεμονιά, η κόρη του Γαληνού Φιλονίδη, η οποία παρουσιάζεται μπροστά στο κοινό για να αφηγηθεί την Ιστορία και την ιστορία του πατέρα της. Για να το κάνει αυτό δίνει σάρκα και οστά σε δώδεκα από τους βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Γενοκτονία των Ποντίων, ξεριζωμός, σταλινικές διώξεις, μια παράλληλη ερωτική ιστορία και ένα φινάλε που δεν θέλει να αφήσει πίκρα στο στόμα – ένα μωσαϊκό για τον ποντιακό ελληνισμό που ξεκινά από το 1915 και φτάνει στο 1962. «Έγιναν όντως όλα αυτά;» έχουν ήδη ρωτήσει τη Χρύσα Παπά όσοι πρόλαβαν να δουν το μονόλογο να ανεβαίνει δύο φορές πριν από ενάμιση χρόνο –μετά ήρθαν τα περιοριστικά μέτρα–, και όσοι παρακολούθησαν τις γενικές πρόβες.
Εκείνη απαντά θετικά και περιμένει ότι θα ακούσει και άλλες φορές την ίδια ερώτηση μετά τη σημερινή πρεμιέρα της παράστασης. Γνωρίζει όχι μόνο ότι είναι πραγματικά τα γεγονότα στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, αλλά και ότι παραμένουν τρομακτικά επίκαιρα. «Η παράσταση αφορά ξεκάθαρα τη Γενοκτονία των Ποντίων, αλλά πολλοί μπορούν να δουν τη δική τους ιστορία», λέει.
Αυτή η ιστορία την έπιασε από το… λαιμό διαβάζοντας το βιβλίο προτού ακόμα της γίνει η πρόταση να πρωταγωνιστήσει στο μονόλογο. Η οικογένεια του πατέρα της κατάγεται από την Ορντού (Κοτύωρα) του Πόντου, εκείνος μεγάλωσε σε ένα αμιγές ποντιοχώρι, το Σταθμό Μουριών Κιλκίς, όμως ποτέ δεν υπήρξαν διηγήσεις, περιγραφές. «Θέλω και να τιμήσω την καταγωγή μου», δηλώνει η ηθοποιός για αυτή την παράσταση που ήδη την έχει αγαπήσει.
Πλέον όμως έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο πόνος με κάποιον τρόπο μεταφέρεται ασυνείδητα (και συνειδητά μερικές φορές) από γενιά σε γενιά. «Με αφορμή την παράσταση μίλησα με τη γιαγιά Χρυσούλα από την πλευρά του πατέρα μου, για να τη ρωτήσω τι ξέρει. Ο τρόπος που ξανάκουσα ότι οι δικοί της γονείς ήταν παιδιά της Γενοκτονίας, σε συνδυασμό με την ιστορική γνώση που άρχισα να αποκτώ ήταν κάτι πιο σοκαριστικό, σε σχέση με το πώς το άκουσα προτού ασχοληθώ με την παράσταση», εξηγεί.
Και προσθέτει: «Δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε –και ευτυχώς– τι πέρασαν οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια, σε κάθε πόλεμο. Ούτε από μία τρύπα δεν κοιτάζουμε αυτή τη στιγμή, όχι στο θέατρο, οπουδήποτε».
Επί σκηνής πατάει και στα βήματα δύο ποντιακών χορών –πώς δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού η παράσταση λέγεται Σέρρα;–, και αντιμετωπίζει με πολλή τρυφερότητα τη Φιλάνθη, τη μάνα της Λεμονιάς και γυναίκα του Γαληνού, «γιατί ταλαιπωρείται από δύο λάθος επιλογές που αλλάζουν όλη της τη ζωή. Τη συμπονώ, βασικά, και είναι βαθιά η στεναχώρια που έχει. Ναι, το πιστεύω ότι είμαστε οι επιλογές μας, έστω και αν δεν είναι κάθε φορά οι ίδιες και αν δεν μπορούμε να έχουμε σοφία πάντα, ούτε να είμαστε ο μάντης Τειρεσίας. Είναι ό,τι νιώθουμε εκείνη τη στιγμή. Και σίγουρα τις πληρώνουμε, σωστές ή λάθος», τονίζει.
Επίσης η Χρύσα Παπά δεν μπορεί να σταματήσει να συγκινείται με μια ατάκα που φέρνει στο μυαλό της και σε διάφορες στιγμές. «Εκείνο το απόγευμα βγήκαμε οι δυο μας, πατέρας με κόρη, μετά από 19 χρόνια» λέει και περιγράφει πώς ξεσπούσε σε λυγμούς σε κάθε πρόβα, μέχρι να καταλαγιάσει όλο αυτό μέσα της.
Οι ηθοποιοί, τονίζει, λειτουργούν με εικόνες και η ίδια προσπαθεί σε όλους τους ρόλους να βρίσκεται σε μία σύνδεση συναισθηματική με αυτό που ερμηνεύει, άρα το μεταφέρει στη φαντασία της και στο μέσα της, σαν να συμβαίνει πραγματικά. «Και σκέφτομαι αυτό το κορίτσι, τη Λεμονιά, που συνάντησε τον μπαμπά της μετά από 19 χρόνια. Με συγκινεί βαθιά αυτό. Και συναντήθηκαν μετά από 19 χρόνια για διάφορους λόγους (εννοώ τον τσακωμό που είχαν μέσα στην οικογένεια), αλλά και μετά από μία εξορία», αποκαλύπτει.
Έτσι, παρόλο που είναι μια παράσταση που διαπραγματεύεται ένα τόσο σκληρό θέμα, παράλληλα τη συστήνει στο κοινό ως αγαπησιάρικη και συγκινητική, ένα σμίξιμο μιας μεγάλης αγάπης, τρυφερότητας και έρωτα σε πάρα πολύ σκληρά χρόνια που επηρεάζουν τις ζωές της αφηγήτριας αλλά και των πρωταγωνιστών της ιστορίας της.
Αν και η Χρύσα Παπά ερμηνεύει μόνη, οι εναλλαγές ανάμεσα σε αφήγηση σε ρόλο γεμίζουν τη σκηνή. «Δεν νιώθω μόνη μου, όσο και αν ακούγεται περίεργο. Και νομίζω ότι και οι θεατές νιώθουν το ίδιο. Γιατί από ένα σημείο και μετά το σύνολο της παράστασης ταξιδεύει σε έναν μεταφυσικό κόσμο που νομίζεις ότι βλέπεις περισσότερους. Και έχει να κάνει αυτό πάρα πολύ και με το κείμενο», αναφέρει.
Όπως σημειώνει, ο Γιάννης Καλπούζος με τη γραφή του μπορεί να προσεγγίσει και θεατές μη ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι μπορεί ν’ αναγνωρίσουν το από πού προέρχονται, ή να αναγνωρίσουν αυτά που συμβαίνουν τώρα. «Το έργο είναι τρομερά επίκαιρο (και χρησιμοποιώ επίτηδες αυτό το επίθετο), θα προτιμούσα να μην είναι, που σημαίνει ότι θα ήθελα να μην γίνονται πόλεμοι τώρα, να μην ταλαιπωρούνται άνθρωποι, να μην ξεσπιτώνονται», λέει.
Η παράσταση κλείνει όπως και το βιβλίο, με τη Χρύσα Παπά να διατρανώνει: «Διαλέγω τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής». Αν και είναι μια απομονωμένη φράση που εντάσσεται σε μια ευρύτερη κατάσταση, είναι δηλωτική του έργου, το οποίο μιλά για το μεγαλείο της ζωής.
«Για το να παύσουμε πια τον πόλεμο που δεν είναι μόνο ο ρεαλιστικός (βόμβες και όπλα και σφαγές), είναι και στο μεταξύ μας. Μιλάει για το μεγαλείο της ζωής, γιατί στο τέλος έρχεται η λύτρωση, ευτυχώς για όλους μας», καταλήγει η ηθοποιός.
Η ταυτότητα της παράστασης
Το έργο Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου ανεβαίνει στο Θέατρο Πόλη, στην Πλατεία Βικτωρίας στο κέντρο της Αθήνας, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Στόχος των συντελεστών είναι να κλείσουν τη θεατρική σεζόν με αυτό, εάν το επιτρέψουν τα υγειονομικά δεδομένα, ενώ υπάρχει η επιθυμία να ανέβει και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Τη θεατρική διασκευή έχει κάνει ο Γιάννης Καλπούζος, τη σκηνοθεσία ο Σωτήρης Χατζάκης. Τα τραγούδια έχει γράψει ο Ματθαίος Τσαχουρίδης.
Σκηνικά-κοστούμια: Έρση Δρίνη, φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος, χοροδιδασκαλία: Στέφανος Σιδηρόπουλος, γραφιστική επιμέλεια: Πέτρος Παράσχης. Παραγωγή Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη.
https://youtu.be/nBUG51zRi0M
Η διάρκεια είναι 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) και η είσοδος στο θέατρο γίνεται μόνο με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης και έλεγχο ταυτοπροσωπίας. Οι ανήλικοι έως 11 ετών μπορούν να προσκομίζουν self-test του τελευταίου 24ωρου.
- Θέατρο Πόλη: Φώκαιας 4 και Αριστοτέλους 87, Πλ. Βικτωρίας (δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό). Τηλέφωνο: 211 1828900.
- Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 17:30.
- Τιμές εισιτηρίων: 17 ευρώ και 14 ευρώ για φοιτητές-άνεργους. Δεκτά εισιτήρια ΟΓΑ, ειδικές τιμές για γκρουπ. Προπώληση μέσω του viva.gr.
- Χορηγός επικοινωνίας: pontosnews.gr.
Γεωργία Βορύλλα