«Ένα πρωί στην πρόβα, βλέπω μια χαριτωμένη κοπελίτσα να κουβεντιάζει με τον Διονύση τον Παγουλάτο. Αμέσως κάτι σκίρτησε μέσα μου. Μ’ άρεσε αυτή η κοπελίτσα όσο δεν μου είχε αρέσει ποτέ καμία άλλη ως τότε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με τράβηξε τόσο πολύ σ’ αυτό το κοριτσάκι, ώστε μέσα στις πρόβες, ερωτευθήκαμε. Έτσι αστραπιαία δεν μπορούσαμε να κάνουμε ο ένας χωρίς τον άλλον.»
Με την πρώτη ματιά
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την αυτοβιογραφία του Κώστα Ρηγόπουλου Το παραμύθι της ζωής μου. Ο ηθοποιός, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1930, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, στη γυναίκα της ζωής του: την Κάκια Αναλυτή!
Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν 18, εκείνος 22. Ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος και αμοιβαίος. Αρχικά υπήρξαν διαφωνίες από την μεριά των γονιών της, αφού ο Ρηγόπουλος δεν είχε σταθερό εισόδημα. Σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός όμως…
Έρωτας, γάμος, η γέννηση της κόρης τους Ζωής και η σταθερή επαγγελματική άνοδος. Πολύ κοινότυπο; Ίσως. Αλλά αυτοί οι δυο άνθρωποι, ήταν τόσο διαφορετικοί που η κοινή τους ζωή ήταν παραμυθένια. Ακόμα και στην απλότητα τους. Από τους πιο συμπαθής ανθρώπους του χώρου, το σπίτι τους ήταν ανοιχτό για όλους. Και όλοι ήταν εκεί. Από την Ρένα Βλαχοπούλου που πήγαινε συνήθως στις γιορτές των Χριστουγέννων και έμενε εκεί, μέχρι τον Μάνο Κατράκη. Ένα σπίτι με την αγάπη και την τρέλα του θεάτρου, όχι όμως το σκληρό παρασκήνιό του. Όπως είχε δηλώσει η κόρη τους Ζωή Ρηγόπουλου δεν είχε ακούσει ποτέ τη μητέρα της να λέει κακή κουβέντα για συνάδελφό της.
Η δική τους στέγη
Στην αρχή της καριέρας τους, παίζανε και μαζί. Και όχι απαραίτητα το ζευγάρι, αφού εκείνη είχε το στιλ της ενζενί. Και κάποια στιγμή στις αρχές των 60s, κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Αποκτούν το δικό τους θέατρο. Σε ένα μικρό δρόμο κάθετο στην Πατησίων και δίπλα στην ΑΣΟΕΕ, στην οδό Αντωνιάδου 4, υπήρχε το θέατρο Αναλυτή. Ως ιππότης και τζέντλεμαν, ο σύζυγός της αποφάσισε να δώσει το επίθετο της. Κάτι που δεν ήθελε εκείνη, όταν όμως έγινε παρουσία όλων, δεν μπόρεσε να κρύψει την συγκίνησή της.
Μια από τις πρώτες επιτυχίες ήταν Η βίλα των οργίων. Εκείνη ως «Βιολέτα Σιγανοπούλου», εκείνος ως «Χάρης Ζάβαλος» σπάνε τα ταμεία. Ο Φἰνος αγοράζει το κείμενο του Γεράσιμου Σταύρου για την κινηματογραφική μεταφορά, δεν έχει πρόβλημα με την Αναλυτή, αλλά θέλει για πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Ο Ρηγόπουλος πικραίνεται, αλλά παρηγορείται στην ιδέα ότι ο Κωνσταντάρας είναι πολύ φίλος του.
Το σινεμά, οι άλλοι και οι άλλες
Και οι δυο τους ήταν συνομήλικοι με τα μεγάλα κινηματογραφικά αστέρια του εγχώριου Χόλιγουντ. Παρόλα αυτά δεν έκαναν πολλές ταινίες. Δεν ήταν και τα αγαπημένα παιδιά της κινηματογραφικής βιομηχανίας και από ένα σημείο και μετά έπαιζαν σε φιλμ, μικρότερων κινηματογραφικών εταιρειών και περισσότερο για να έχουν χρήματα για να τα ρίχνουν στο θέατρο.
Από την άλλη, ζώντας και οι δυο σε ένα χώρο φαντασμαγορικό όπου όλα σχεδόν γίνονται και συγχωρούνται και παίζοντας κατά καιρούς με ξεχωριστούς παρτενέρ δεν υπήρχε θέμα ζήλιας. «Δεν θέλω να ξέρω αν με έχει απατήσει ο Κώστας. Δεν θέλω να το μάθω ποτέ», είχε δηλώσει σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις της εκείνη.
Ουά-ουά από χρυσάφι
Είναι από τις στιγμές που δεν ξέρεις πότε θα έρθουν στη ζωή σου. Αν θα έρθουν. Το 1967 το ζευγάρι αποφασίζει να ανεβάσει ένα γαλλικό μπουλβάρ, του Φρανσουά Καμπό. Ο κλασικός μύθος του «τα ετερώνυμα έλκονται» είναι και εδώ παρών. Σε ολίγον εξωτικό σκηνικό, αφού στα μέσα των 60s ήταν της μόδας η Αφρική. Προσέξτε όμως. Εδώ σε ένα ανάλαφρο χαριτωμένο μπουλβάρ έχουμε ένα θέμα που και σήμερα θα φάνταζε προχώ, πόσο μάλλον το «χουντικό» 1967: Ο έρωτας του λευκού με τη μαύρη.
Η παράσταση έσπασε όλα τα ρεκόρ, έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία του ζευγαριού, αφού πήγε 7 σεζόν. Ναι δεν έγινε τυπογραφικό λάθος. Και προσέξτε ιστορική συγκυρία: Ένα υπόγεια επαναστατικό μπουλβάρ ανέβηκε στα χρόνια της χούντας και πήγε τρένο κανονικά.
Όσο για την μεταμόρφωση της Κάκιας σε μαύρη, έγινε όχι με make up αλλά με καφέ.
Και όπως διηγείται η κόρη τους, Ζωή: Στις επαρχίες που πήγαιναν, μια φορά την έτρεχαν στα νοσοκομεία, γιατί απ’ τον νεσκαφέ είχαν κλείσει οι πόροι του δέρματος και δεν ανέπνεε. Βαφόταν ολόκληρη από πάνω ως κάτω! Σκυλί! Γενάρη μήνα την κατάβρεχαν με τη μάνικα για να ξεβαφτεί…
Γύρω στο 1970, ο Κώστας Ρηγόπουλος έπαθε υπερκόπωση και τον αντικατέστησε ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Και το 1973 τους καλεί ο Φίνος. Ναι αυτός που το ’64 για την Βίλα των οργίων δεν ήθελε τον Ρηγόπουλο, τώρα τους καλεί για την κινηματογραφική μεταφορά του έργου. Ένα χρόνο πριν, ο Ρηγόπουλος κέρδιζε –και δίκαια– βραβείο ερμηνείας για μια διαφορετική ταινία. Το Προξενιό της Άννας.
https://www.youtube.com/watch?v=Jbtjkyc8kho
Η Κεφαλονίτισσα και ο παραπονιάρης
Με τα χρήματα που βγήκαν από την Ουά-ουά το ζευγάρι αγόρασε σπίτι. Η Κάκια Αναλυτή ήταν ενάντια σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας και όπως ομολογεί η κόρη της, πολύ ροκ. Δεν είχε καμία σχέση με την καθημερινότητα, ήταν μια Επτανήσια αριστοκράτισσα, αλλά με ψυχή και έγνοια για τον συνάνθρωπο. Από την άλλη ο Ρηγόπουλος ήταν η επιτομή του έντιμου ανθρώπου. Ότι είχε να πει το έλεγε κατάμουτρα. Και παρότι δεξιός, όπως δήλωνε, δεν εκμεταλλεύτηκε ΠΟΤΕ την πολιτική του ταυτότητα για να κερδίσει το οτιδήποτε. Και φυσικά αισθανόταν αδικημένος και δεν δίσταζε να το πει όχι μόνο στους δικούς του, αλλά ακόμα και στους ανθρώπους στην λαϊκή που συνομιλούσε.
Αλλά και όταν απαγορεύτηκε ο Θεοδωράκης, εκείνος δεν μάσησε και τον έβαζε στη διαπασών. «Τι λες, ρε, που θα μου πει εμένα ο κάθε μ…. τι θα κάνω μες το σπίτι μου», φώναζε!
Έπρεπε να έρθει η δεκαετία του ’90 για να αρχίζουν να τους αναγνωρίζουν. Το Εθνικό αλλά και άλλοι θίασοι της εποχής που έχουν απαλλαχτεί από τα κολλήματα προηγούμενων δεκαετιών, αναγνωρίζουν πόσο σπουδαίοι ηθοποιοί είναι οι δυο τους. Εκείνη προτιμά το δικό τους θέατρο. To 1990 ανεβάζουν τη Φθινοπωρινή ιστορία ενώ το 1992 η Αναλυτή μαζί με την κόρη τους, ανεβάζουν τον Γυάλινο κόσμο.
Τέλος εκπλήσσοντας όλους, το 1997, ανεβάζουν το Σε φιλώ στη μούρη. Που έμελλε να γίνει η τελευταία τους κοινή συνεργασία.
Η αρχή του τέλους
Όλα άρχισαν από τους ιδιοκτήτες του θεάτρου «Αναλυτή» που δεν ανανέωσαν το συμβόλαιο. Ύστερα από 30 και χρόνια. Και μετά, το καλοκαίρι του 2000 όπου ο Κώστας Ρηγόπουλος ετοιμάζει το κινηματογραφικό του comeback στο Στάκαμαν, αλλάζουν όλα.
Το καλοκαίρι του 2000, το ζευγάρι παραθερίζει στην Μύκονο σε φιλικό σπίτι. Και εκεί, ο Ρηγόπουλος παθαίνει εγκεφαλικό.
Αερομεταφορά δεν γινόταν γιατί είχε πολύ αέρα και τον έβαλαν σε πλοίο. Θα μείνει για 6 μήνες χωρίς επαφή με το περιβάλλον και στις 14 Ιανουαρίου 2001 φεύγει από την ζωή.
Η ζωή της Κάκιας Αναλυτή γίνεται μια κόλαση. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Εκείνη που δεν είχε δεχτεί να παίξει ούτε σε σειρά, παρασύρεται και εμφανίζεται σε τηλεοπτική εκπομπή. Και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Αδιαφορεί πια για την υγεία της, καπνίζει μανιωδώς και την 1η Ιουνίου 2002 φεύγει να συναντήσει τον Κώστα της. Γιατί 1,5 χρόνο μακριά του, ήταν πολύ μεγάλο διάστημα.
Σπύρος Δευτεραίος