Ήταν Κυριακή πρωί, 16 Νοεμβρίου 1916. Θα μπορούσε να ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή, και όλοι μετά τη Θεία Λειτουργία –στην εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ στην Τρίπολη του Πόντου–, να συναντούσαν συγγενείς και φίλους για το κυριακάτικο τραπέζι. Τα παιδιά θα έπαιζαν στις γειτονιές και γέλια θα ακούγονταν σε όλη την πόλη. Όμως όχι. Εκείνη η Κυριακή ήταν η αρχή του εφιάλτη για τους Έλληνες κατοίκους της Τρίπολης, που υποχρεώθηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους κυνηγημένοι από τους Οθωμανούς.
Οι Τριπολίτες φόρτωσαν όσα υπάρχοντα μπορούσαν, και όλοι μαζί, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, νέοι, υγιείς και άρρωστοι άρχισαν να περπατούν με πορεία προς το άγνωστο.
Ήδη από τις αρχές του μήνα ο καϊμακάμης είχε ειδοποιήσει τους πρόκριτους ότι η Τρίπολη πρέπει να εκκενωθεί από τον ελληνικό πληθυσμό της. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν τους Έλληνες μπροστά από το Διοικητήριο. Από εκεί ξεκίνησε η πορεία θανάτου από χωριό σε χωριό, και κατά τη διάρκειά της όλοι ανεξαιρέτως κακοποιούνται από τους στρατιώτες. Η λευκή πορεία συνεχίστηκε επί 25 ημέρες, έως το αρμενικό χωριό Μπιρκ. Έπειτα από μία εβδομάδα, και αφού είχε εκδηλωθεί επιδημία εξανθηματικού τύφου, οι Έλληνες της Τρίπολης επέστρεψαν στο χωριό Σου Σεχίρ, από όπου είχαν ήδη περάσει.
Όπως αναφέρει ο Θανάσης Γεωργιάδης στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, περισσότεροι από 3.000 Τριπολίτες έχασαν τη ζωή τους από την επιδημία και από τις κακουχίες του ταξιδιού. Πιεσμένοι από την πείνα, στα μέσα Μαρτίου 1917 οι εκτοπισμένοι αναζητούν καταφύγιο προς το Απές, τα Ζήλα, τη Νεοκαισάρεια, την Τοκάτη, την Αμάσεια, τη Σεβάστεια. Όσοι μπόρεσαν, κατέφυγαν στα παράλια απ’ όπου προωθήθηκαν στην Τραπεζούντα, τον Καύκασο και την Κριμαία.
Οι περισσότεροι, πάντως, εγκαταστάθηκαν στη Σεβαστούπολη, το Κερτς και την Ευπατορία. Πολλά ορφανά των Τριπολιτών διασώθηκαν από το ίδρυμα «Περίθαλψη Εγγύς Ανατολής» (Near East Relief).
Ένα χρόνο πριν, το 1915, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, είχαν εξοντωθεί όλοι οι Αρμένιοι της πόλης. Τον Ιούλιο του 1916 οι Ρώσοι, που ήταν στρατοπεδευμένοι για 16 μήνες στα περίχωρά της, την βομβάρδισαν.
Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Τρίπολη, που διοικητικά υπαγόταν στην Τραπεζούντα, κατοικούσαν –κατά τον Σ. Ιωαννίδη– 200 ελληνικές οικογένειες. Η πόλη είχε περίπου 12.000 κατοίκους –Έλληνες, Οθωμανούς και Αρμένιους– και ο ελληνικός πληθυσμός αντιστοιχούσε περίπου στο 30%. Εικάζεται ότι η Τρίπολη συνοικίστηκε από τους κατοίκους της Ισχόπολης και δύο ακόμη πόλεων που υπήρχαν σε κοντινή απόσταση, των Αργυρίων (ή Χαλκαβάλων) και της Φιλοκάλειας. Έτσι προέκυψε και το όνομά της: Τρίπολη, τρεις πόλεις, Tirebolou.