Παρά το γεγονός ότι δεν διασφαλίζεται ο περιορισμός στον 1,5 βαθμό Κελσίου, ούτε δίνεται απάντηση στα αιτήματα φτωχών χωρών για βοήθεια, η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι 200 χώρες της COP26 θεωρείται ιστορική σε ό,τι αφορά στη μάχη κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Χρειάστηκαν δύο εβδομάδες επίπονων διαπραγματεύσεων προκειμένου να εγκριθεί η «Συμφωνία της Γλασκόβης για το κλίμα», όπως ονομάστηκε.
Ενδεικτική της δυσκολίας επίτευξης συμφωνίας ήταν η «βαθιά λύπη» που εξέφρασε ο Βρετανός πρόεδρος της διάσκεψης Αλόκ Σάρμα, ο οποίος κηρύσσοντας το τέλος των εργασιών με σπασμένη από τη συγκίνηση φωνή και δάκρυα στα μάτια αναφέρθηκε στις αλλαγές της τελευταίας στιγμής που έγιναν στο θέμα των ορυκτών καυσίμων έπειτα από αίτημα της Κίνας και της Ινδίας.
Ο ίδιος είχε εκτιμήσει νωρίτερα πως η συμφωνία «εγκαινιάζει μια δεκαετία αυξημένης φιλοδοξίας» στο θέμα του κλίματος.
Στο κρίσιμο σημείο της μείωσης της θερμοκρασίας (ο πλανήτης βρίσκεται σύμφωνα με τον ΟΗΕ σε μια «καταστροφική» πορεία υπερθέρμανσης 2,7 βαθμών Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή), οι χώρες-μέλη συμφώνησαν να αυξήσουν τις δεσμεύσεις τους για μειώσεις πιο σταθερά απ’ ό,τι προβλεπόταν στη Συμφωνία του Παρισιού, και αυτό από το 2022.
Όμως υπάρχει πάντα η πιθανότητα τροποποίησης λόγω «ιδιαίτερων εθνικών συνθηκών» – αυτό σημείο της συμφωνίας προκάλεσε επικρίσεις από μη κυβερνητικές οργανώσεις σχετικά με τις πραγματικές φιλοδοξίες του κειμένου.
Ο συμβιβασμός που βρέθηκε δεν διασφαλίζει την τήρηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, δηλαδή τον περιορισμό της υπερθέρμανσης «αρκετά πιο κάτω» από τους 2 βαθμούς Κελσίου, ιδανικά στον 1,5 βαθμό. Όμως προσφέρει προοπτικές που επιτρέπουν στη βρετανική προεδρία να δείξει μια επιτυχία στη φιλοδοξία της να δει τη Γλασκόβη «να διατηρεί εν ζωή τον 1,5 βαθμό».
Οι ειδικοί προειδοποιούν τακτικά πως «κάθε δέκατο βαθμού μετράει», ενώ ήδη πολλαπλασιάζονται οι καταστροφές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή (πλημμύρες, ξηρασίες, καύσωνες).
Το κείμενο περιλαμβάνει επίσης αναφορά –πρωτόγνωρη σε αυτό το επίπεδο– στα ορυκτά καύσιμα που ευθύνονται κυρίως για την υπερθέρμανση της Γης και δεν αναφέρονται καν στη Συμφωνία του Παρισιού.
Η διατύπωση γράφτηκε και σβήστηκε αρκετές φορές, με επιμονή κυρίως της Κίνας και της Ινδίας. Η τελική εκδοχή καλεί για «εντατικοποίηση των προσπαθειών προς τη μείωση του άνθρακα χωρίς συστήματα δέσμευσης (διοξειδίου του άνθρακα)» και για την «έξοδο από αναποτελεσματικές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων».
Έπειτα τις αποτυχημένες δύο τελευταίες COP, η διάσκεψη της Γλασκόβης κατάφερε να περάσει τους κανόνες χρήσης της Συμφωνίας του Παρισιού, κυρίως για τη λειτουργία των αγορών άνθρακα που θεωρείται ότι βοηθούν στο να μειωθούν οι εκπομπές.
Το εκρηκτικό θέμα της βοήθειας στις φτωχές χώρες, που φάνηκε κάποια στιγμή ότι θα μπορούσε να εκτροχιάσει τις διαπραγματεύσεις, δεν βρήκε όμως λύση.
Οι πλούσιες χώρες είχαν υποσχεθεί από το 2020 κλιματική βοήθεια ύψους 100 δισ. το χρόνο προς τις φτωχές που είναι λιγότερο υπεύθυνες για την υπερθέρμανση αλλά στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεών της. Έτσι εκείνες απαιτούσαν χρηματοδότηση για τις απώλειες και τις ζημίες που ήδη υπάρχουν. Σε αυτό το ενδεχόμενο αντιτάχθηκαν σθεναρά κυρίως οι ΗΠΑ που φοβούνται ενδεχόμενες δικαστικές συνέπειες.
Έτσι, οι φτωχότερες χώρες υποχώρησαν προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία και να μην χαθεί η πρόοδος που έγινε στη μάχη κατά της υπερθέρμανσης, όμως δήλωσαν «εξαιρετικά απογοητευμένες».