Οι τελευταίες εξελίξεις στα Βαλκάνια ενέβαλαν πάλι σε ανησυχία για πιθανές νέες στρατιωτικές ή αποσταθεροποιητικές περιπέτειες. Η ανησυχία αυτή είναι ανεδαφική για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι οι βαλκανικοί λαοί έχουν ακόμη νωπές τις μνήμες από τις καταστροφές της δεκαετίας του 1990 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 2000.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι μπορεί να μην λειτουργούν μερικές κρατικές υποστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά τους τελευταίους πολέμους –ή να υπάρχουν ανικανοποίητες προσδοκίες–, αλλά κανείς δεν θα αμφισβητήσει δυναμικά ό,τι έχουν επιτύχει οι πέντε συμφωνίες που διαμορφώνουν τη σημερινή βαλκανική ισορροπία.
Χρειάζεται η συναίνεση της διεθνούς κοινότητας, αν και υπάρχουν κάποιες χώρες, όπως η Τουρκία και η Ρωσία, που είναι δυσαρεστημένες από το σημερινό στάτους –και κυρίως από την επιρροή που διαθέτουν– και θα ήθελαν να το αλλάξουν. Δεν είναι σίγουρο ότι θέλουν να το κάνουν με στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, ούτε και ότι έχουν τέτοιες δυνατότητες – αν και η επιρροή της Τουρκίας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη.
Καταλύτης των εξελίξεων θα είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά η πορεία αυτή δεν δείχνει να είναι γραμμική.
Στα Σκόπια ο Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος μάλλον απογοητεύτηκε από τη μη εκπλήρωση των υποσχέσεων της Δύσης για έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης στην ΕΕ, ξεπέρασε τον κάβο της πρότασης μομφής –ενέργεια που ο ίδιος προκάλεσε με την παραίτησή του– χάρη στην αδυναμία της Βουλής να συγκληθεί και να συζητήσει την πρόταση δυσπιστίας. Έλειπε μία ψήφος και απ’ ό,τι φάνηκε έχει να κάνει με επιρροές δυτικές η μη προσέλευση του βουλευτή Καστριότ Ρετζέπι του μικρού αλβανικού κόμματος BESA που συνεργαζόταν με τον Ζάεφ και τώρα με την αντιπολίτευση του VMRO-DPMNE.
Αλλά, ο Ζάεφ μπορεί να πέρασε τον κάβο, δεν γλίτωσε όμως από τη φουρτούνα. Καλείται να κυβερνήσει ως κυβέρνηση μειοψηφίας, αφού διαθέτει 59 έδρες (όλων των κομμάτων που τον στηρίζουν) σε σύνολο 120. Η δυναμική των εξελίξεων τείνει στην εκτίμηση ότι θα υπάρξουν πολιτικές ανακατατάξεις στα Σκόπια με μετακινήσεις βουλευτών, αλλά αυτό θα βάλει τη χώρα σε μια ρευστότητα που θα πάρει χρόνο να σταθεροποιηθεί και κανείς δεν ξέρει σε ποιο σημείο.
Πάντως προς το παρόν η ανάσα που πήρε ο Ζάεφ τού δίνει χρόνο να ξανασκεφτεί το θέμα της πολιτικής του παρουσίας· η ενδεχόμενη αποχώρησή του από την πολιτική θα φέρει το κόμμα του, το SDSM, σε μειονεκτική θέση, καθώς δεν υπάρχει άλλη προσωπικότητα να τον αντικαταστήσει.
Οι εξελίξεις όπως δρομολογήθηκαν του δίνουν και ένα «ατού» απέναντι στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών που δεν είδε θετικά τον προσδιορισμό ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Βεβαίως, γι’ αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι Βρυξέλλες, αφού η διαδικασία βρίσκει αντίθετη τη Βουλγαρία, η οποία έχει απέναντι μια σειρά αξιώσεων που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τα Σκόπια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της γειτονικής χώρας.
Θα κάνει πίσω η Βουλγαρία που διέρχεται και αυτή πολιτική κρίση από την αδυναμία να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση;
Μέχρι στιγμής τίποτε δεν δείχνει πως η Σόφια έχει διάθεση για υποχωρήσεις. Ούτε και ο Ζάεφ –ή οποιοσδήποτε άλλος στα Σκόπια– είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί τις αξιώσεις της Βουλγαρίας, η οποία λίγο-πολύ ζητά να δεχθούν ότι είναι Βούλγαροι. Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί.
Άρα, τα μέρη θα επιμείνουν στις θέσεις τους, όμως η ΕΕ για να βγάλει τον φιλοδυτικό Ζάεφ από το αδιέξοδο πρέπει κάτι να του δώσει.
Στην Ελλάδα η κρίση στη γειτονική χώρα προκάλεσε ενθουσιασμό σε ορισμένους κύκλους που προσδοκούσαν ότι η εθνικιστική αντιπολίτευση θα ακύρωνε τη Συμφωνία των Πρεσπών· όμως, ο αρχηγός του VMRO-DPMNE γρήγορα τους προσγείωσε με τη δήλωσή του ότι η συμφωνία είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορεί να ακυρώσει, αλλά δεν θα την εφαρμόσει.
Δηλαδή, θα έχουμε μια de facto ακύρωση, αλλά όχι de jure. Μια κυβέρνηση του Χρίστιαν Μίτσκοσκι (VMRO-DPMNE) δεν θα εφάρμοζε ό,τι θετικό μπορεί να περιέχει η συμφωνία για την Ελλάδα, και από την άλλη δεν θα την καταργούσε, αποφεύγοντας τις διεθνείς συνέπειες. Η παρουσία Ζάεφ στην κυβέρνηση της γειτονικής χώρας είναι θετικότερη για την Ελλάδα.
Λίγο βορειότερα, στο Κοσσυφοπέδιο, οι σχέσεις Αλβανών-Σέρβων δεν πρόκειται στο ορατό μέλλον να σταθεροποιηθούν και οι όποιες εξελίξεις θα έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα παρέμβασης Αμερικανών και Ευρωπαίων. Δεν έχουν όμως… δώρα ώστε να ικανοποιήσουν και τις δύο πλευρές, και έτσι η συνέχιση της εκκρεμότητας είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Το αμοραλιστικό –και επικίνδυνο για τα Βαλκάνια– δίδυμο Ράμα (πρωθυπουργός της Αλβανίας) και Βούτσιτς (πρόεδρος της Σερβίας) αντιδικεί δημοσίως, αλλά ο αμοραλισμός είναι κάτι που τους ενώνει. Ο Ράμα είναι δηλωμένο «παιδί» του Ερντογάν και ο Βούτσιτς ερωτοτροπεί με την ιδέα σύγκλισης με τον Τούρκο πρόεδρο.
Το τουρκικό σύστημα και η τουρκική συμπεριφορά είναι πιο οικεία με τις βαλκανικές πολιτικές ελίτ. Σε αντίθεση με το soft στιλάκι της Αθήνας, η οποία προκειμένου η κυβέρνηση της Πρίστινας να αποδεχθεί να περάσει η διακλάδωση του TAP από το έδαφός της σκέφθηκε ακόμη και την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου (Μάλλον η Αθήνα έχει υποχωρήσει από την αρχική ιδέα.)
Ό,τι και να γίνει πάντως, στο Κοσσυφοπέδιο στα όπλα δεν θα ξαναέρθουν. Ούτε και στη Βοσνία.
Η Βοσνία είναι μια τεχνητή κρατική υπόσταση που δημιουργήθηκε από τη Συμφωνία του Ντέιτον. Αποτελείται από δύο δημοκρατίες: τη Σερβική Δημοκρατία και την Ομοσπονδία Κροατών και Μουσουλμάνων. Τους μουσουλμάνους φρόντισαν να τους έχουν μαζί με τους Κροάτες για να μην υπάρξει δυνατότητα δημιουργίας μουσουλμανικής πολιτειακής υπόστασης στην Ευρώπη. Το κράτος δημιουργήθηκε, αλλά ποτέ δεν λειτούργησε.
Κατά καιρούς ακούμε διάφορες απειλές από τους Σέρβους της Βοσνίας περί απόσχισης, όμως οι απειλές αυτές δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε πόλεμο. Ούτε και υπάρχει διαδικασία αποχώρησης από την ομοσπονδία. Λέγονται ώστε να υπάρξει σερβική πίεση σε ρυθμίσεις στη Βοσνία που ενοχλούν πολύ.
Με βάση όλες αυτές τις εξελίξεις τα συμπεράσματα είναι:
- Ο πόλεμος ξανά στα Βαλκάνια είναι σχεδόν αδύνατος.
- Αστάθεια θα υπάρξει, και μπορεί να ενταθεί.
- Η ΕΕ έχει φτάσει στο σημείο που θα πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Αν δεν το κάνει, θα χάσει σε επιρροή.
- Η Ρωσία έχει χάσει στον πρώτο γύρο. Η αστάθεια (όχι ο πόλεμος) την ευνοεί για να επαναπροσδιορίσει τις ισορροπίες. Το ίδιο και η αβουλία της ΕΕ.
- Η επιρροή της Τουρκίας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα εξελιχθεί στη μετά Ερντογάν εποχή που άρχισε να διαφαίνεται.
- Η Ελλάδα δύσκολα μπορεί να «παίξει». Η Αθήνα περιμένει να της ανατεθούν ρόλοι, αλλά η ανάθεση συνεπάγεται και υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να έλθουν σε πέρας.