Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Άγιο Δημήτριο. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β’.
ις’. Τώρα, λοιπόν, ήρθ’ η στιγμή να τον εξολοθρεύσω, ν΄ απαλλαγώ μια και καλή· μα και η χώρα μου μαζί ‘πό τούτον να γλιτώσει·
κακιά η ώρα κι η στιγμή που βρέθηκε μπροστά μας».
Κι αφού αυτά ξεστόμισε, έφυγ’ ο απατεώνας.
Και πιάνουνε τον μάρτυρα ευθύς και τον σκοτώνουν, καρφώνοντάς του το κορμί με λόγχες λυσσασμένα.
Κι εκείνος προσευχότανε και στον Ιησού μιλούσε και θαρρετά του έλεγε:
«Το σώμα Σ’ το πανάχραντο, Συ στον Σταυρό που δέχτηκες να καρφωθείς απάνω, με λόγχη το τραυμάτισαν ‘πά στην πλευρά οι κακούργοι·
Χάριν αυτού του σώματος λογχίζομαι εγώ τώρα κι απ’ το νερό τ’ Αθάνατο που ‘τρεξ’ απ’ την πλευρά Σου, πίνω Χριστέ μου για να βρω πού είν’
η ζωή η αιώνια».
ιζ’. Και με τα λόγια του αυτά ο μάρτυρας οπού ‘κανε την τέλεια θυσία, το πνεύμα του παρέδωσε,
κι αφήνει και το σώμα εκεί που τον κρατούσανε, στη φυλακή του μέσα.
Μα η ψυχή του υψιπετά και πάει εκεί που είναι των αθλοφόρων οι ψυχές: στα χέρια του Θεού μας.
Ουδέ μετεμψυχώθηκε, καθώς πιστεύουν μερικοί από τους μανιχαίους,
ούτε που μεταβλήθηκε ως ζώο να γυρίσει, ωσάν θηρίο άγριο ή κατοικίδιο κτήνος.
Καθώς υπήρχε σύνδεση με τον Θεό Πατέρα, που δόθηκε με μια πνοή –μ’ εκείνο εκεί το φύσημα– κατά τη Δημιουργία,
τώρα πια τέκνο του Θεού λογίζεται και είναι του Τριαδικού μας του Θεού που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
ιη’. Το έψαξα το ζήτημα ρωτώντας κάποιους απ’ αυτούς που τα πιστεύουνε αυτά που λέει ο Μανιχαίος· να μάθω κι εγώ θέλησα,
τι να ‘γινε ο ίδιος του –εκειός ο Μανιχαίος– στη μετά θάνατο ζωή.
Τ’ ότι τον δείρανε σκληρά σαν να ‘τανε γαϊδούρι –στο ξύλο τον σκοτώσανε–
αυτό εγώ το διάβασα και το πιστεύω αλήθεια.
Έτσι αν μετεμψυχώθηκε, μιας και σκοτώθηκ’ ο άμοιρος σαν να ‘τανε γομάρι, λες μήπως ξαναγύρισε στη γη ωσάν καμήλα; Γιατί μια αναβάθμιση έπρεπε να του γίνει, αφού όταν ήταν ζωντανός τον είχαν για σπουδαίο.
Για λες μήπως του έλαχε καν’ άλογο να γίνει και πήραν και τον ζέψανε τον μύλο να γυρνάει, έτσι για ν’ αναγνωριστεί η αξία του και πάλι.
Ω… δοξασίες τρισάθλιες που κάθονται κι ακούνε που τους τυφλώνουν εντελώς και δεν μπορούν να δούνε πού είναι η παντοτινή, πού είν’
η ζωή η αιώνια.
ιθ’. Αλλά αφού εμείς βλέπουμε, γιατί να πάμε μόνοι μας μ’ αυτούς να τυφλωθούμε, μ’ αυτούς που είν’ ανίκανοι να δούνε την αλήθεια;
Να λέμε τα ανόητα, όπως αυτά που λένε όσοι τον Μάνη ακολουθούν κι αυτά που λέει διδάσκουν;
Γιατί δεν είναι για καλό αυτές τις δοξασίες να τις αναπαράγουμε·
ούτε ωφέλιμο είναι με τέτοια ν’ ασχολούμαστε – κάποιους θα παρασύρουμε, θα πάθουνε ζημία.
Ποιος βάζει χέρι στη φωτιά κι έγκαυμα δεν παθαίνει;
Και μόνο απ’ το όνομα μπορείς να καταλάβεις, το νόημά του ολόκληρο σε βλάβη παραπέμπει. Μάνης αυτός λεγότανε, και δίκαια νομίζω αφού επιβεβαιώθηκε το «όνομα και πράμα».
Σαν παλαβός εδίδαξε και ως παράφρων χάνει εκείνο ΄κει π’ αστόχησε να έβρει ο κακομοίρης: το βασικό ζητούμενο, που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
κ’. Εμείς που στεριωθήκαμε στης πίστης μας την πέτρα, τον Πέτρο τον Απόστολο,
θέλει μεγάλη προσοχή, φίλοι μου σας το λέω, μήπως γλιστρήσουμ’ πουθενά και γκρεμοτσακιστούμε.
Γιατί σας λένε ψέματα, για να σας ξεγελάσουν, ότι ήτανε ο Απόστολος τάχα κι αυτός ο Μάνης.
Ένας τυχαίος ήτανε, μα ήτανε καπάτσος· και τα κατάφερνε καλά ώσπου ήρθε εκείν’ η μέρα που οι Πέρσες αποφάσισαν πως ήταν επικίνδυνος κι είπαν να τον δικάσουν, ότι μιλούσε παλαβά, μάνητα είπαν έχει.
Κι έτσι του βγήκε τ’ όνομα και τον φωνάζαν Μάνη.
Κουβέντα δεν δεχτήκανε και τον καταδικάσαν.
Όχι μόνο γι’ Απόστολο δεν τον παραδεχτήκαν, αλλά θεώρησαν κι αυτοί πως τα πιστεύω π’ άφησε ως παρακαταθήκη, υπάρχουν ως μιας συνεχής ανόσια βλασφημία πάνω στο πιο σημαντικό ζήτημα του ανθρώπου που ‘ν’ η μετέπειτα ζωή που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
κα’. Τώρα, λοιπόν, που ξέρουμε όλα αυτά που πρέπει, ας μην ξεγελαστούμε κι άστοχα να πιστεύουμε
πως κείνος ο Μανιχαίος είν’ του Χριστού Απόστολος.
Γιατί αυτός δεν έζησε στα χρόνια του Χριστού μας –
πρόσφατα αποδείχτηκε και τώρα ξέρουμ’ όλοι.
Σύγχρονος του Αρχέλαου Επίσκοπου Κασκάρας, το ξέρουμε πως ήταν αφού αυτός τον έδιωξε απ’ την δική του πόλη.
Βλέπετε κάναν διάλογο· και ο γενναίος επίσκοπος κατέρριψε τελείως όλες τις δοξασίες του. Κι αφού σ’ όλους απέδειξε και όλοι καταλάβαν του Μάνη τις ασέβειες,
σ’ όλους ανακοινώνει: «Δείτε, λοιπόν, πραγματικά ποιος είν’ αυτός ο Μάνης· είναι εκείνος που μισεί τ’ ανθρώπου την ελπίδα που είν’ η αθανασία του, που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
κβ’. Έτσι, εξευτελίστηκε ο Μάνης ο καημένος, αλλ’ ας δώσει ο Θεός από την κάθ’ ατίμωση εμείς πια να σωθούμε,
με τις ευχές τ’ Αγίου μας, τ’ Αγίου Δημητρίου.
Τιμή για να του αποδώσουμε, σεις όλοι μ’ αναγκάσατε να φτιάξω αυτόν τον ύμνο. Κι όπως δεν ήταν δυνατόν ύμνο κανείς αντάξιο να γράψει του Αγίου, το μόνο που κατάφερα ήταν εγώ να γράψω ποίημα ισοδύναμο και σ΄ όλα του αντάξιο με την απαιδευσιά μου.
Αλλά το ξέρει ο Μάρτυρας ο μυριοπαινεμένος,
γι’ αυτό με επιείκεια όλους μας συγχωρνάει· κι εσάς που το ζητήσατε κι εμέ που το ‘χω γράψει.
Μας δίνει άμποτ’ ο Άγιος μισθό αντάξιό μας· γι’ όλους ας δώσει μια ευχή αν είναι να σωθούμε, ζωή να βρούμε αληθινή που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
κγ’. Συ, λοιπόν, που είσ’ αθλοφόρος, που ‘σαι πάντα νικηφόρος και τον στέφανο φοράς της παντοτινής σου νίκης,
Συ που είσαι Θεοφόρος, σ’ όσα λες και σ’ όσα κάνεις, Άγιε του Θεού Δημήτρη,
δώσ’ αν γίνετ’ η πιστή και φιλόχριστή σου ποίμνη, ν’ επανέλθει στις τιμές που ‘χαν οι θνητοί πριν πέσουν.
Κι αυτό είθε να γίνει, όπως συνέβη κι άλλοτε πολλές φορές ως τώρα μ’ όλες τις ικεσίες σου και μ’ όλες τις ευχές σου.
Κάνε ν’ ανέβουν τα παιδιά σε κλίμακα πνευματική πιο πάνω απ’ τους γονείς τους,
ώστε να έχουνε κι αυτοί αξιοπρεπή γεράματα, καθώς περνάν τα χρόνια.
Κι ατός μου ο ταλαίπωρος, γι’ αυτό ήρθα και σου έφερα ένα μπουκέτο λόγια για να βοηθήσει η Χάρη σου, να μπούμε στον Παράδεισο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.