Όταν πέθανε η Σμυρνιά γιαγιά της ήταν 96 ετών, πλήρης ημερών και έχοντας ζήσει μια δύσκολη ζωή. Μέχρι την ημέρα της κηδείας η Κατερίνα Καραγκούνη, 18 ετών τότε, δεν είχε αντιληφθεί πως το όνομα της γιαγιάς της ήταν Άννα και όχι «νενέ» όπως είχε μάθει να την φωνάζει.
«Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά της, όλοι τη φωνάζαν νενέ, που θα πει στα σμυρναίικα γιαγιά, και εγώ νόμιζα ότι έτσι τη λένε. Έμαθα το όνομά της… τη μέρα της κηδείας της. Αυτά έζησε η γιαγιά η Νενέ –όπως τη φώναζα εγώ– η νενέ η Άννα…!», έγραψε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο προφίλ της στο facebook, συνοδεύοντας ένα κείμενο για τη ζωή της γιαγιάς της.
Η ιστορία της Άννας συγκίνησε τον αντιπεριφερειάρχη Ανατολικής Αττικής Θανάση Αυγερινό που με τη σειρά του ξανάγραψε την ιστορία δίνοντας και την ιστορική ατμόσφαιρα της εποχής.
Η νενέ, η Άννα…
«… η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού χτύπησε πένθιμα… Η γιαγιά μου, η νενέ, όπως τη φώναζαν στη Σμύρνη, έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων χαράματα τούτο το πρωινό.
Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια και μόλις σήμερα, στο τέλος της ζωής της έμαθα ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα…
Η Άννα, η γιαγιά μου ήταν από τη Σμύρνη. Μικρή κοπέλα ένοιωσε να χτυπά η καρδιά της για ένα παλικάρι, γειτονόπουλο στο Κορδελιό. Οι αρραβώνες δεν άργησαν να έρθουν! Τελευταίες μέρες του Αυγούστου και οι προετοιμασίες για τον γάμο είχαν ήδη αρχίσει. Η οικογένεια της Άννας έκανε σχέδια για πολλά μαγειρέματα, κάθε λογής φαγητά για το τραπέζι του γάμου, που θα γινόταν την επόμενη μέρα, Σάββατο 27 Αυγούστου…
»Μια ημέρα πριν τον γάμο και ενώ όλοι στο σπίτι βιαστικά ετοίμαζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες για το μεγάλο γεγονός, μια φιγούρα εμφανίστηκε στην αυλή. Μια τσιγγάνα εμφανίστηκε από το πουθενά… “Ποια είναι η νύφη”; ρώτησε. “Θέλεις καλή μου να σου πω την μοίρα σου;”
Κανείς δεν της έδωσε σημασία… ήταν όλοι πολύ απασχολημένοι. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να τους πει μια τσιγγάνα πριν τον γάμο; Μάλλον να επωφεληθεί από τη χαρά και την ένταση της οικογένειας για λίγα χρήματα… “Καλέ, ακούστε με να σας πω τη μοίρα”, επέμενε η τσιγγάνα.
“Άντε μωρ’ συ Αννάκι, κάτσε να σου πει να τελειώνουμε, γιατί αλλιώς δεν θα ησυχάσουμε από δαύτη”, της είπε η μαμά της.
Η τσιγγάνα τράβηξε με σιγουριά το δεξί χέρι της Άννας κοντά της. “Εσύ, κυρά μου”, αναφώνησε με ένταση η τσιγγάνα, “θα πάρεις άντρα από τη Μαύρη Θάλασσα”.
Μεμιάς όσοι άκουσαν τι είπε στη νύφη η γριά τσιγγάνα γέλασαν δυνατά. Έμεναν λίγες μόνο ώρες πριν το γάμο, την επόμενη μέρα με τον Σμυρνιό αρραβωνιαστικό της… Αποκαμωμένη όλη η οικογένεια από την κούραση και τις ετοιμασίες του γάμου αποτραβήχτηκαν στα δωμάτιά τους για λίγη ξεκούραση.
Πριν καλά καλά αποκοιμηθούν, οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να ηχούν ασταμάτητα για να ενημερώσουν τους Έλληνες της Σμύρνης για το μεγάλο κακό που είχε μόλις αρχίσει.
»Δυνατές φωνές γεμάτες φόβο και απόγνωση ακούγονταν παντού. “Μπήκαν οι Τούρκοι!”, “Μπήκαν οι Τούρκοι!”. Ποδοβολητά, φωνές, αλαλαγμοί γέμισαν τη νύχτα… Παντού φωτιές και καπνοί, λεηλασίες, βιαιοπραγίες. Ο θάνατος σε κάθε γωνιά της πόλης, και διωγμοί, διωγμοί χωρίς οίκτο…
Η κακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης ξεχύθηκε μονομιάς σαν ποταμός πάνω στους Έλληνες της Σμύρνης.
Η Άννα κατάφερε να σωθεί ακολουθώντας την οικογένειά της στην Ελλάδα. Ο αρραβωνιαστικός της ο Φώτης χάθηκε και αυτός μέσα στην αναμπουμπούλα…δεν πρόλαβαν να πούνε ούτε μια λέξη, ούτε μια αγκαλιά… Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε…
Κάποια χρόνια πέρασαν. Η Άννα ζούσε πλέον με συγγενείς της στην Ελασσόνα.
Ο Αναστάσης, ένας καλός άνθρωπος από τον Πόντο, την Τραπεζούντα, την ερωτεύτηκε, την αγάπησε βαθιά… δεν τον ήθελαν όμως για γαμπρό και αναγκάστηκε να την κλέψει!
»Η ζωή κυλούσε ήρεμα πλέον για την Άννα στην Ελασσόνα, έχοντας αποκτήσει ήδη το πρώτο παιδί. Μόνο κάποιες φορές η Άννα ζητούσε από τον Αναστάση να πηγαίνουν στη θάλασσα, στον Αγιόκαμπο.
Την έβλεπαν να στέκεται σιωπηλή και να κοιτάζει στον ορίζοντα, στην Ανατολή, εκεί που ο ουρανός και θάλασσα γίνονται ένα… Δεν ξέρω αν της άρεσε απλά να νιώθει την αύρα της θάλασσας όπως τότε στη Σμύρνη, να γεύεται την μυρωδιά της, ή πάλι να περίμενε να δει κάτι… Κάποιες φορές νόμιζε ότι κάτι είδε, μια αχνή φιγούρα καραβιού…η καρδιά της σκιρτούσε, τα μάτια της έλαμπαν ξαφνικά… μετά οι ώμοι της χαμήλωναν, με βλέμμα χαμένο κάπου στον ορίζοντα γύριζε και με αχνό χαμόγελο στα χείλη έφευγαν πίσω για το χωριό.
Η μοίρα όμως κάθε ανθρώπου επιφυλάσσει πολλά… το ίδιο και για τον Φώτη, τον πρώην αρραβωνιαστικό της Άννας. Είχε καταφέρει να σωθεί από θαύμα! Ποτέ δεν ξέχασε την αγαπημένη του Άννα. Γύρισε, έψαξε, πάσχισε να βρει την Άννα και τέλος τα κατάφερε!
»Ένα πρωί έφτασε στην Ελασσόνα. Με αγωνία και μεγάλο χτυποκάρδι σταμάτησε στον φούρνο της πλατείας. «Γνωρίζετε κάποια Άννα που ήρθε από τη Σμύρνη πριν λίγα χρόνια;» ρώτησε με έκδηλη αγωνία.
Ο φούρναρης τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Είσαστε συγγενής; Θα χαρεί πολύ να δει δικούς της ανθρώπους από τη Σμύρνη», απάντησε ο φούρναρης.
«Ναι, ναι!», αποκρίθηκε ο Φώτης γεμάτος χαρά. «Η Άννα είναι εξαιρετική κοπέλα», του εκμυστηρεύτηκε ο φούρναρης. «Βρήκε μάλιστα έναν καλό άνθρωπο, τον Αναστάση, από τον Πόντο», συνέχισε να του εξιστορεί ο φούρναρης. «Την έκλεψε μια νύχτα! Οι δικοί της δεν τον ήθελαν γιατί ήταν αρκετά μεγαλύτερος»… «Τώρα όλα καλά, έχουν και ένα μικρό παιδάκι και μάλλον ετοιμάζονται για το δεύτερο», συμπλήρωσε ο φούρναρης.
»Ο Φώτης χαμήλωσε το βλέμμα του… ένας κόμπος στο λαιμό δεν τον άφηνε να ανασάνει, ένα σφίξιμο στη καρδιά τον έκανε να γίνει άσπρος σαν πανί…
«Συμβαίνει κάτι κύριε;», ρώτησε ο φούρναρης. «Τίποτα, τίποτα».
Βγήκε από το φούρνο και κατηφόρισε τον δρόμο με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα.. Στεναχωρήθηκε πολύ…πόνεσε πολύ…Τα όνειρα μιας ζωής γκρεμίστηκαν σε μια στιγμή… Δεν προσπάθησε πότε να τη δει, δεν ήθελε να ταράξει τη ζωή της… Η αληθινή αγάπη που νιώθουμε για κάποιον πολλές φορές απαιτεί να κάνεις θυσίες, ακόμα και αν η καρδιά σου λέει άλλα…
Ποτέ δεν θα μάθαινε για τα σιωπηλά αγναντέματα της Άννας, εκεί στην παραλία στον Αγιόκαμπο… Και η Άννα δεν θα μάθαινε ποτέ ότι η πρώτη της αγάπη ήρθε ξανά τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά…»
Θανάσης Αυγερινός
- Η ιστορία βασίζεται στη μαρτυρία της Κατερίνας Καραγκούνη, εγγονής της Άννας.