Τι κι αν ήταν παιδί το 1922! Όλα όσα έζησε ο Αριστοκλής Τσαμίδης μαζί με την οικογένειά του, όταν ξεριζώθηκαν από τη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης για να καταλήξουν στην Καλαμαριά, τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, χαράχθηκαν για πάντα στη μνήμη του. Όπως και σε όλους όσοι είχαν την ίδια μοίρα κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τα 150 στρατιωτικά παραπήγματα που είχαν στηθεί ήταν πολύ λίγα για να στεγάσουν τόσους ξεριζωμένους αλλά επί χρόνια η κατάσταση στην Καλαμαριά παρέμεινε ίδια και οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν ως μια υποδεέστερη κατηγορία ανθρώπων.
Πολλοί χρειάστηκε να ζήσουν για μεγάλο διάστημα σε σκηνές, σε βάρκες ή αυτοσχέδιες παράγκες όπως αποκάλυψε ο Τσαμίδης καταθέτοντας τη μαρτυρία του που φυλάσσεται στο Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Ο Αριστοκλής Τσαμίδης αφηγείται…
«Θα πάμε στη Θεσσαλονίκη είπανε και μας έφεραν στην Καλαμαριά. Ακριβώς απέναντι από το κοφτό σημείο που έχει η ακτή, εκεί ήταν οι στρατιώτες, οι οποίοι μας περίμεναν για να μας βοηθήσουν στα αντίσκηνα και καθόντουσαν με τα ποδάρια τους κρεμασμένα στη σειρά αυτοί όλοι εκεί. Εμείς κάναμε την επιβίβαση σε κάτι σιδερένιες μαούνες, σαν ορθογώνιες βάρκες, με σιδερένιο πάτωμα κάτω. Από τον Αλλατίνη που φόρτωναν τα άλευρα, ένα τέτοιο. Αυτό το έσυρε ένα μικρό βενζινόπλοιο, μια βενζινάκατος. Το πήγαινε και το έφερνε. Είχε μπουκαπόρτες ανοιχτές, τα νερά μπαίνανε μέσα, διότι είχε λίγο τρικυμία, Οκτώβριος του 1922 ήτανε, φυσούσε.
»Και αποβιβαστήκαμε από ‘κει, για να ανέβουμε από την ακτή. Σκαρφάλωνα πολύ δύσκολα, για να μπορέσω με τα χεράκια μου να ανέβω, επειδή ήταν κοκκινόχωμα, είχε λάσπη.
»Άμα πηγαίναμε εμείς, τα μικρά παιδιά, να βγούμε έξω, κολλούσαν τα πόδια μας, τα παπουτσάκια έμεναν μέσα στο χώμα το κόκκινο, το σφιχτό, και δεν μπορούσαμε να βγούμε.
»Εκεί μαζεύτηκε ο κόσμος, η μάνα μου έκλαιγε με τα δυο παιδιά στην αγκαλιά, δεν μπορούσε να τα κρατήσει. Ο πατέρας μου, πήγε και παρακάλεσε για να βρει κάποιο σπίτι κι ήταν μια γριούλα, θεός σχωρέστην, που είχε ένα παλικάρι, καμιά εικοσαριά χρονώ, εγγονό. Και του είπε, “θα φύγεις τώρα γιατί θα πάρω αυτή την κυρία με τα δύο παιδάκια που είναι άρρωστα”.
»Εν τω μεταξύ, ήρθε ένας αξιωματικός και είπε να μην απομακρυνθούνε οι πρόσφυγες, να μείνουν συγκεντρωμένοι διότι σε λίγο θα ‘ρθουνε τα μεγάλα τα φορτηγά και θα φέρουνε κουραμάνες και αντίσκηνα για να τακτοποιηθούμε προσωρινά. Ήρθαν, και μάλιστα επειδή ήταν ανηφοριά, θυμούμαι ότι έκαναν εξατμίσεις τα αυτοκίνητα αυτά τα βαριά. Ήταν φορτωμένα ως απάνω, είχαν κουραμάνες και τέτοια πράγματα. Έκαναν μπουμ, μπουμ, μπουμ κι εγώ τρόμαζα από τα χτυπήματα που έκαναν. Έφεραν κωνικές σκηνές, μεγάλες, τις οποίες τις μοιράσαμε σε 15 άτομα την καθεμιά. Δεκαπέντε, δώδεκα, ανάλογα και με τη σύνθεση της οικογένειας. Τις έστησαν σε μια εκτεταμένη, ελεύθερη περιοχή, εκεί κοντά στην παραλία, με κοντάρια. Χτυπούσανε, θυμάμαι, τάκα-τούκα, να καρφώσουνε τα καρφιά γύρω-γύρω για να τεντώσουνε τις σκηνές. Μας έδωσαν κουραμάνες. Κάθε δύο άτομα ήταν μια κουραμάνα.
»Εκείνο το βράδυ όμως έπιασε μια τρικυμία. Οι σκηνές οι περισσότερες γκρέμισαν. Ο κόσμος, ταλαιπωρημένος όπως ήταν, πολλοί τραυματίστηκαν από τις σκηνές.
»Μερικοί μάλιστα, πήγαν να διανυκτερεύσουν στις βάρκες και ανετράπησαν οι βάρκες. Υπήρξαν και περιπτώσεις πνιγμού.
»Εντωμεταξύ, εμένα με πήρε η μάνα μου, μαζί με τα δύο μικρά πήρε κι εμένα να κοιμηθούμε. Η φοβερή αυτή θύελλα που έπιασε, τράβηξε τις λαμαρίνες από πάνω από την παράγκα που ήταν αυτή η καημένη η γριούλα και τα νερά όλα καταρρακτωδώς μας κάλυψαν. Η μάνα μας ήταν πάντοτε θρησκευόμενη γυναίκα και πήρε από μια άκρη του παπλώματος που της έδωσε εκείνη η γριούλα, ξήλωσε λιγάκι, έβγαλε ένα κομμάτι βαμβάκι, έκανε ένα φυτιλάκι, και με λαδάκι άναψε ένα καντήλι και άρχισε να κάνει την προσευχή της. Την άλλη την ημέρα ήρθανε νωρίς-νωρίς και ξανάστησαν τις σκηνές».