Στα βάθη της ενδοχώρας του Δυτικού Πόντου, πάνω στον ιστορικό δρόμο Δύσης και Ανατολής, τον ονομαστό Δρόμο του Μεταξιού, υπάρχει μια πόλη-σταθμός. Πρόκειται για ένα υψίπεδο που βρίσκεται στη συμβολή του ποταμού Ίρι (Yeşilırmak) και του παραπόταμου του Λύκου (Kelkit).
Οι ηγεμόνες που την κατείχαν στο διάβα του χρόνου με τον πολιτισμό που ανέπτυξαν την κατέστησαν σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο. Η Τοκάτη, η οποία φιλοξένησε στη γη της Χετταίους, Φρύγες, Έλληνες, Ρωμαίους, Σελτζούκους και Οθωμανούς, κατάφερε να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της ιστορίας.
Ονομασία
Στα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου η πόλη ονομάστηκε Ευδοκιάς, προς τιμή της κόρης του Ευδοκίας – εκ παραφθοράς έφτασε σήμερα να ονομάζεται Τοκάτη.
Βέβαια, ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) αναφέρει πως το Tok-at σημαίνει πόλη γεμάτη άλογα, εξαιτίας της εκτροφής αλόγων που γινόταν στην περιοχή. Σύμφωνα όμως με τον συγγραφέα και δάσκαλο του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας Σάββα Ιωαννίδη, οι Σελτζούκοι πρόφεραν παραφθαρμένα το όνομά της (Κρατοκία) και κατόπιν το μετάλλαξαν σε Τοκάτη.
Ιστορία της πόλης
Η περιοχή κατοικήθηκε από την εποχή των Χετταίων οι οποίοι ίδρυσαν μία πόλη με τ’ όνομα Γαζιούρα, με βάση τ’ αρχαιολογικά ευρήματα σφηνοειδών επιγραφών, ενώ σύμφωνα με τον Στράβωνα η Γαζιούρα ήταν ένα αρχαίο βασίλειο. Τα πρώτα επιγραφικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας χρονολογούνται στον 2ο αι. π.Χ.
Ο οικισμός εκτείνεται ανάμεσα στον ποταμό Ίρι και στους πρόποδες ενός κωνικού λόφου.
Όταν ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ήταν βασιλιάς του Πόντου (120-63 π.Χ.) η Γαζιούρα ήταν ένα από τα θησαυροφυλάκια του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κόπηκαν χάλκινα νομίσματα με τ’ όνομα της πόλης, όπως παρόμοια νομίσματα εκδόθηκαν και από άλλες πόλεις του Πόντου και της Παφλαγονίας την ίδια περίοδο.
Κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων (67 π.Χ.) ο Τριάριος, βοηθός του Ρωμαίου στρατηγού Λούκουλλου, ηττήθηκε από τον Μιθριδάτη κοντά στη Γαζιούρα. Στα χρόνια του Στράβωνα η πόλη είχε ερημώσει, ενώ στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου ιδρύθηκε η σημερινή από τους κατοίκους των γειτονικών Κομάνων, με τα όνομα Ευδοκιάς.
Η πόλη ευημερούσε τη βυζαντινή περίοδο χάρη στην εύφορη πεδιάδα του Δαζιμωνίτη. Επίσης, αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στρατιωτικά κέντρα της περιοχής, καθώς και πόλος έλξης για τους ελληνικούς και αρμενικούς πληθυσμούς. Κι αυτό διότι επειδή ήταν εμπορικό κέντρο αναπτύχθηκαν εργαστήρια τήξης του χαλκού που εξορυσσόταν κυρίως από το μεταλλείο Κεμπάν Ματέν, γεγονός που προσέλκυε εργατικό δυναμικό και απέφερε πολλά έσοδα στην τοπική κοινωνία.
Από την Τοκάτη ο χαλκός μεταφερόταν στο λιμάνι της Αλεξανδρέττας και από εκεί στο εξωτερικό για επεξεργασία.
Μετά τη Μάχη του Ματζικέρτ (1071) η πόλη τέθηκε υπό τον έλεγχο των Σελτζούκων, ενώ οι Οθωμανοί την κατέλαβαν το 1392. Αμέσως μετά άρχισε και η εγκατάσταση των μουσουλμανικών πληθυσμών.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, όταν έπαψε σταδιακά να λειτουργεί ο Δρόμος του Μεταξιού, η Τοκάτη άρχισε –με αποκορύφωμα την περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού– να παράγει τα μοναδικά σταμπωτά υφάσματα σε ποικιλία χρωμάτων, βαφή για το βαμβακερό νήμα, καθώς και καπνό, κηπευτικά, λαχανικά και σταφύλια για την παραγωγή ρακής.
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε 40.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 23.200 ήταν Τούρκοι, οι 15.000 Αρμένιοι, μόλις 1.000 ήταν Έλληνες και 800 οι εβραίοι. Το 1927, μετά τις σφαγές των Αρμενίων και τη φυγή των Ελλήνων, οι κάτοικοί της περιορίστηκαν σε 20.000.
Ποντικά Κόμανα
Η ιστορία των Κομάνων αρχίζει το 40 π.Χ. Υπήρξε με τ’ όνομα Κόμανα και άλλη πόλη στην Καππαδοκία. Φημιζόταν για τη λατρεία της θεάς Ενυούς και της χιττικής θεάς Μα, της οποίας ο αρχιερέας τοποθετούνταν κατ’ αξίωμα αμέσως μετά τον βασιλιά του Πόντου.
Τα Ποντικά Κόμανα –κατά τον Στράβωνα– είχαν 6.000 κατοίκους, ήταν κέντρο λατρείας και απολάμβαναν τον γενικό σεβασμό σ’ όλη τη Μ. Ασία.
Γι’ αυτό έμειναν αυτόνομα κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι άκμασαν και κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς ήταν έδρα του επισκόπου Νεοκαισάρειας.
Εκεί μαρτύρησε ο Άγιος Βασιλίσκος. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμάσειας. Αξιώθηκε από τον Θεό να έχει συγγενή (θείο του) τον άγιο ένδοξο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τον Τήρωνα. Αποκεφαλίστηκε διά ξίφους επί Μαξιμιανού και άρχοντος Αγρίππα.
Στα Κόμανα επίσης πέθανε εξόριστος ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το 407 μ.Χ.
Ο αρχαιολογικός χώρος των Κομάνων βρίσκεται κοντά στο χωριό Κιλιτσλί (Kılıçlı), 13 χιλιόμετρα από την Τοκάτη. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που ξεκίνησαν το 2004 ανακαλύφθηκαν πολλοί μικροί οικισμοί που χρονολογούνται από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού.
Από το 2009 όμως που πραγματοποιούνται σταθερές αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, έχουν ανασκαφεί τα επίπεδα της Βυζαντινής και της Ρωμαϊκής περιόδου, ενώ ήρθαν στο φως χώροι όπως εργαστήριο μεταλλουργίας και οινοποιείο (βυζαντινής περιόδου), τα τείχη της πόλης, αλλά και κεραμικά Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου.
Ακόμα, βρέθηκαν νομίσματα της Ρωμαϊκής περιόδου, ένα νόμισμα της αρχαίας Βασιλικής Δυναστείας των Μιθριδατών, καθώς και τρεις τάφοι βυζαντινής εποχής με περιδέραια και μπρούντζινα αναθήματα.
Ελληνική κοινότητα Τοκάτης
Σύμφωνα με τον συγγραφέα και δάσκαλο στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας Σάββα Ιωαννίδη, περί τα τέλη του 19ου αι. στην Τοκάτη υπήρχαν 400 σπίτια Ποντίων Ελλήνων. Επίσης αναφέρει πως ζούσαν και 100 οικογένειες κρυπτοχριστιανών.
Οι Έλληνες είχαν εκκλησία και διατηρούσαν δύο σχολεία, το ένα αλληλοδιδακτικό. Η μεθοδολογία του αλληλοδιδακτικού εφαρμόστηκε στις αρχές του 19ου αι. Οι μαθητές χωρίζονταν σε τάξεις (κλάσεις). Οι πρωτόσχολοι, εκείνοι δηλαδή που είχαν διδαχθεί απευθείας από τον δάσκαλο, μετέδιδαν τις γνώσεις τους στους άλλους μαθητές οι οποίοι βρίσκονταν σε μικρότερη τάξη.
Επιπροσθέτως, στην τοποθεσία Κέκσα, δύο ώρες απόσταση από την πόλη, λειτουργούσε ελληνικό μοναστήρι. Στην περιφέρεια Τοκάτης πριν από την Ανταλλαγή υπήρχαν 100 ελληνικά χωριά.
Η πόλη σήμερα
Η περιήγηση στη σύγχρονη Τοκάτη είναι μια περιπλάνηση στο χρόνο. Ο επισκέπτης μυρίζει και ατενίζει πολιτισμούς που έκαναν την πόλη ξεχωριστή, αν και σήμερα υπερτερούν τα οθωμανικά μνημεία: τζαμιά, μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), παλιά ξύλινα σπίτια και παλιά οθωμανικά λουτρά (χαμάμ), όπως το Ali Paşa Hamamı που λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ένα σημείο που αξίζει να δει ο επισκέπτης είναι το Taşhan, οθωμανικό κτήριο του 17ου αιώνα που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πανδοχεία στην Ανατολία. Σήμερα στην ανοιχτή του αυλή λειτουργούν καφέ και τσαγερί, ενώ στα 112 δωμάτια υπάρχουν καταστήματα, κυρίως αντικών, και εργαστήρια.
Το κάστρο της Τοκάτης
Το κάστρο της Τοκάτης ορθώνεται σε βράχο περίπου 300 μέτρων, σχεδόν στο κέντρο της πόλης. Εκεί βρέθηκαν δύο επιγραφές από τα χρόνια του Μιθριδάτη του ΣΤ’ του Ευπάτωρος.
Οι πύλες του φρουρίου κατασκευάστηκαν από μεγάλους μονόλιθους που δεν σώζονται σήμερα.
Τα κατώτερα στρώματα της οχύρωσης ανήκουν σε πρώιμη περίοδο, αν και κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι το κάστρο χτίστηκε πιθανώς από τους Βυζαντινούς.
Το 1074 το κατείχαν οι Δανισμενήδες, ενώ όταν η πόλη πέρασε στα χέρια των Οθωμανών, το 1392, χτίστηκε μια ακρόπολη από 28 πύργους και χρησιμοποιήθηκε ειδικά για αμυντικούς σκοπούς. Μερικές φορές ήταν και φυλακή για αντάρτες και κρατικούς διοικητές.
Τα τμήματα του κάστρου που σώζονται μέχρι σήμερα θυμίζουν τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Τα πιο βόρεια και νότια τείχη κατέρρευσαν από σεισμούς και παραμέληση και μόνο οι κατασκευές στο βράχο παραμένουν σήμερα. Όμως, οι βραχώδεις τοίχοι του κτηρίου, οι οποίοι σχηματίζονται φυσικά, είναι πολύ ανθεκτικοί σε φυσικές φθορές.
Η είσοδος στο κάστρο γίνεται μέσα από μια τρύπα στη βόρεια κατεύθυνση. Σύμφωνα με μη αποδεδειγμένους ισχυρισμούς από την τελευταία εργασία αποκατάστασης το 2010, υπάρχουν μυστικοί υπόγειοι δρόμοι σύνδεσής του με άλλα κάστρα της περιοχής.
Το κάστρο είναι επισκέψιμο. Η ανάβαση, αν και δύσκολη, αξίζει να πραγματωθεί, μιας και από εκεί ο επισκέπτης ατενίζει απ’ άκρου εις άκρον την Ευδοκιάδα των Βυζαντινών.
Ο πύργος του ρολογιού
Η ανέγερση πύργων με ρολόγια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε στα μέσα του 16ου αιώνα. Η κατασκευή τους λάμβανε χώρα κυρίως σε περιοχές με εμπορικό ενδιαφέρον και όπου υπήρχε παρουσία χριστιανικών πληθυσμών, σε δημόσιους χώρους και αγορές.
Ο πύργος του ρολογιού της Τοκάτης, ύψους 33 μέτρων, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Οικοδομήθηκε το 1902 ενόψει της 25ης επετείου από την άνοδο του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β΄ (Abdulhamid) στο θρόνο.
Αρχαιολογικό και Εθνογραφικό Μουσείο
Το μουσείο της Τοκάτης ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1926. Μέχρι και το 2012, που μεταφέρθηκε στη νέα έδρα του, στεγαζόταν στη σελτζουκική ιερατική σχολή Γκιόκμεντερσε (Gökmedrese).
Σήμερα στεγάζεται στο ανακαινισμένο οθωμανικό κτίριο Arastalı Bedesten που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Παλαιότερα λειτουργούσε ως κλειστή αγορά.
Στις αίθουσες του τεράστιου νέου μουσείου εκτίθενται ευρήματα από την Ύστερη Χαλκολιθική περίοδο, από τους αρχαιολογικούς χώρους των Ζήλων και της Νεοκαισάρειας, από την Ελληνιστική περίοδο, κοσμήματα και στολίδια από τη Ρωμαϊκή περίοδο, δοχεία, λαμπτήρες λαδιού, γυάλινα αντικείμενα, καθώς και σταυροί και σφραγίδες Βυζαντινής περιόδου που θεωρείται ότι ανήκαν σε ναό της περιοχής. Επίσης υπάρχει έκθεση νομισμάτων από τη Βυζαντινή και Ισλαμική περίοδο.
Στο δε εθνογραφικό του τμήμα παρουσιάζονται ενδύματα, υφάσματα, χαλιά, κοσμήματα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης της Οθωμανικής περιόδου. Επίσης εκτίθενται χειρόγραφα βιβλία από τα βυζαντινά και οθωμανικά έτη, όπως και το παλαιότερο γνωστό Κοράνι από την περίοδο των Δανισμενιδών.
Αρχοντικό Latifoğlu
Το αρχοντικό Λατίφογλου (Latifoğlu) χτίστηκε το 1746. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής σε οθωμανικό στυλ.
Το διώροφο αυτό κτήριο είναι διακοσμημένο εσωτερικά από περίτεχνα ξύλινα σκαλιστά επιχρυσωμένα ταβάνια, καθώς και τοίχους διακοσμημένους με μοτίβα λουλουδιών και απεικονίσεις της Κωνσταντινούπολης Από το 1988 λειτουργεί ως Εθνογραφικό Μουσείο.
Θωμαΐς Κιζιρίδου