Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Άγιο Δημήτριο. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
η’. Ο ένθεος Δημήτριος χαρούμεν’ είχε όψη, κι ας ήτανε αιχμάλωτος·
και σ’ όσους τον κρατούσανε χαρούμενα κι αφ’ υψηλού γυρίζει και τους λέει:
«Στο μεταξύ, λέω, φίλοι μου –έτσι σας συμβουλεύω– εμπιστοσύνη δώστε μου· κι αν τύχει και ο βασιλιάς πειστεί απ’ το κήρυγμά μου,
δεύτερος Λωτ θα μας γενεί· και τότε πια μαζί σας, απ’ τη φωτιά της κόλασης στο μέλλον τη γλιτώνει.
Στην άλλη την περίπτωση, τουλάχιστον κοιτάξτε να τη γλιτώσετε εσείς· κοιτάξτε να σωθείτε κι αφήστε τον –τον βασιλιά– να πάει στο χαμό του.
Ας γίνει στήλη άλατος αν θα το προτιμήσει το να στραφεί στα Σόδομα,
καθώς θα απορρίψει και ολότελα θ’ αποστραφεί το άγγελμα το υπέρτατο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια».
θ’. «Τώρα δα τούτα που μας λες ανόητα μας ακούγονται· γι’ αυτό Δημήτριε, πάψε!
Δεν θεωρούμε μόν’ αυτά ανόητες φλυαρίες· ό,,τι κι αν έχει ειπωθεί απ’ αυτόν τον Ναζωραίο, τ’ ακούμε πάντα όλοι εμείς
όσο τ’ ακούει και μια οχιά που είν’ κουφή τελείως,
και δεν ακούει τίποτα –λογαριασμό δεν δίνει– σ’ όσα κι αν λέει ο γητευτής και σ’ όσα ξόρκια τραγουδούν αυτοί που κάνουν τέτοια.
Γι’ αυτό, λοιπόν, τώρα κι εσύ διόλου μην καμαρώνεις τις μηχανορραφίες σου – λόγια πάνω στα λόγια.
Ούτε που μας φοβίζουνε κι ούτε θα ανεχθούμε
τα παραμύθια που μας λες για τον Θεό ενός μαραγκού, που δήθεν θα μας δώσει το ολωσδιόλου αδύνατο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια».
ι’. Και μ’ όλα αυτά εξοργίστηκαν και γίνανε θηρία, και τρίζοντας τα δόντια τους ευθύς στον Άγιο ορμήσαν· κι αρχίσαν να τον σπρώχνουνε ο ένας προς τον άλλο, συνέχεια και βίαια-σταματημό δεν είχαν,
ώσπου κι αυτός δεν άντεξε – σωριάστηκε στο χώμα.
Κι εκείνοι οι αιμοδιψείς με τις κλωτσιές συνέχιζαν όπως αυτός κυλιόταν.
Αλλ’ ο γενναίος δίνει μια και στέκεται ολόρθος, σαν αστραπή πετάχτηκε
και αρχινά να φεύγει κι ήταν το βήμα του γοργό και δεν τον προλαβαίναν αυτοί που τον συνέλαβαν.
Κι όπως τρέχαν ξοπίσω του γυρνούσε και τους έλεγε, γυρίζει και τους λέει:
«Άντε λοιπόν τι κάνετε, δεν βλέπετε πως βιάζομαι; Γοργά θέλω να φτάσω ‘κει στην αληθινή ζωή που ‘ν’
η ζωή η αιώνια».
ια’. Μ’ αυτοί που ’χαν γι’ αφέντη τους ένα θεριό ανήμερο, ήταν κι αυτοί το ίδιο και πρόφτασαν τον Άγιο και άγρια τον γραπώνουν.
Και τον τραβολογούσανε κι αυτός έμενε πράος, ήσυχος ήταν σαν τ’ αρνί.
Μα τούτ΄ εδώ το θήραμα δεν ήταν για να σκοτωθεί απάνω στο κυνήγι·
δεν ήθελαν οι κυνηγοί να πιάσουνε το θήραμα για να το φάνε οι ίδιοι· έπρεπε να το πιάσουνε για να το παραδώσουν.
Τον θέλαν για τα θεάματα τα βάρβαρα που στήναν, κάποιοι είχανε στο πρόγραμμα μία μονομαχία.
Και πριν φτάσουν στο στάδιο, μονάχος του ο μάρτυρας στο όνομα του βασιλιά προσφέρθηκε ο ίδιος, να είναι ο ένας απ’ τους δυο που θα μονομαχήσουν. Ήθελ’ μια ώρα αρχύτερα, το έπαθλο να λάβει εκείνο το ανώτερο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια».
ιβ’. Αλλά γι’ αυτήν την πρόταση φάνηκε πως ο βασιλιάς μάλλον αδιαφορούσε·
καθώς αυτός απύθμενα τους μάρτυρες μισούσε, έκανε άλλα σχέδια.
Δείχνοντας δήθεν χαλαρός, τον Άγιο σχεδίαζε έτσι να τον κοιμίσει, ώστε ν’ αρχίσει ν’ αμελεί για όλα αυτά που απαιτεί της σωτηρίας η τέχνη.
Κι όπως θα ήταν αμελής κι ανέτοιμος για επάνω, στα ξαφνικά τη διαταγή εκτέλεσης να δώσει και με τα τόξα οι φύλακες τον Άγιο να σκοτώσουν.
Αλλά αυτή η μηχανή που έστησ’ ο πανούργος, τίποτα δεν απέδωσε.
Γιατί εκεί στη φυλακή που ήτανε κλεισμένος, σκεφτόταν ο Δημήτριος
κι έκανε πλάνο μάχης και πάλης με το Χάροντα, ώστε τη σωτηρία του σίγουρα να κερδίσει και το μεγάλο τρόπαιο στο τέλος να κερδίσει – ‘κείνο το μεγαλύτερο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
ιγ’. Κι έλεγε και προσεύχονταν «Σωτήρα μου και Θεέ μου, ζεστάθηκ’ η ψυχούλα μου,
κι απ’ το να φέρνω στο μυαλό το πώς θα ‘ρθώ κοντά Σου, της Χάρης Σου άναψε η φωτιά.
Κι αν με φυλάκισ’ ο εχθρός μες στα δημόσια λουτρά κάπου μεσ’ τα υπόγεια, με το δικό Σου το λουτρό προστάτεψε με τώρα.
Ότ’ από τούτο το λουτρό, κάποτε, κάπως, βγαίνω· μ’ απ’ το δικό Σου το λουτρό Σωτήρα μου βοήθα, δεν θέλω εγώ ποτέ να βγω, μη δώσεις τέτοιο πράγμα.
Και με τον τρόπο αυτό τώρα εγώ, ακόμα μεγαλύτερη δίνω ομολογία και μάρτυράς Σου γίνομαι.
Το πρώτο εκείνο το λουτρό που ‘γινε στ’ Όνομά Σου, τώρ’ έρχετ’ ο θάνατος να το επικυρώσει.
Το βάφτισμα του αίματος μες στη ζωή με βάζει, εκείνην π’ ανακάλυψα ότι στ’ αλήθεια υπάρχει, σαν του ύδατος το βάφτισμα μου άνοιξε τα μάτια. Και τι ζωή! Χαρμόσυνη είν’
η ζωή η αιώνια.
ιδ’. Με καταφρόνια έβλεπε το πάλεσμα του νέου και ανώφελο το έβρισκε ο βασιλιάς τελείως.
Πού να ξερ’ ότι ο μάρτυρας στεφάνι είχε ήδη.
Πριν να τον σφάξουν οι εχτροί ήδη είχε μαρτυρήσει, ότ’ είχε την προαίρεση και το ‘χε αποφασίσει.
Κι έγινε παρανάλωμα ο Δημήτριος ο γενναίος, μες σε καμίνι κάηκε προτού αυτό ν’ ανάψει.
Και όπως θωρούσε τις φωτιές ‘κεί στου δημόσιου λουτρού που καίγαν στα υπόγεια, τόσο η φωτιά του φούντωνε να πάει στο μαρτύριο.
Και φώναζε στους φύλακες και στους δεσμοφυλάκους:
«Και τώρα ποιος με σταματά και τι με εμποδίζει να φτάσω στο ποθούμενο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
ιε’. Τότ’ ήταν που ο βασιλιάς απ’ το στάδιο κατεβαίνει – την περιγράφει την σκηνή ο βίος του Αγίου.
Κι ήταν τόσο στις μαύρες του, τόσο φαρμακωμένος – δεν το περίμενε ποσώς να έρθει έτσι το πράγμα.
Κι όπως αρχίσαν μερικοί να σιγομουρμουρίζουν και να του λεν: «Τι γίνεται; Εκείνον τον Δημήτριο που ‘χες για την αρένα, τώρα τι γίνεται μ’ αυτόν; Δεν θες να τον τελειώσεις;»,
προς την φρουρά του γύρισε και αυστηρά φωνάζει και λόγια λέει προφητικά χωρίς να καταλάβει:
«Τώρα είν’ μια καλή στιγμή, μήπως, λέω, κανείς σας θέλει, να κάνει μία μαντεψιά· ποιο να ‘ναι λέτε το αίτιο για το κακό που μού ‘ρθε;
Δεν σας αρκούνε όλα αυτά που τράβηξα πριν λίγο;
Κι ακόμα τον φυλάγουμε και τον κρατάμε ζωντανό εκείνον που μού λέει: “Γνώρισε, μάθε βασιλιά το πιο σπουδαίο απ’ όλα, το αγαθό το υπέρτατο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια;”».