Όταν ο σύζυγός της της είπε ότι θα πρέπει να πουλήσουν τα δύο κοριτσάκια τους για να μην πεθάνει η οικογένειά τους από την πείνα μετά τον εκτοπισμό της λόγω της ξηρασίας στο δυτικό Αφγανιστάν, η Φάχιμα «έκλαψε πολύ».
Τα δύο κοριτσάκια τους, η 6χρονη Φάριστεχ και η μόλις 1,5 έτους Σοκρίγια, με ρούχα και πρόσωπα μέσα στη λάσπη, χαμογελούν κοντά στην μητέρα τους στο κατάλυμά τους από τρύπιους μουσαμάδες.
Δεν γνωρίζουν ότι προσφάτως πουλήθηκαν στις οικογένειες των μελλοντικών τους συζύγων, οι οποίοι είναι επίσης ανήλικοι· κατέβαλαν περίπου 2.870 ευρώ για τη μεγαλύτερη και 2.400 ευρώ για την αδελφή της.
Μόλις εξοφληθεί όλο το ποσό –ίσως χρειαστούν χρόνια– τα δύο κορίτσα θα πρέπει να αποχαιρετίσουν τους γονείς τους και τον καταυλισμό στην Κάλα-ι-Νάου, πρωτεύουσα της επαρχίας Μπάντγις, εκεί όπου η οικογένειά τους, προερχόμενη από γειτονική περιοχή, βρήκε καταφύγιο για να επιβιώσει.
Η ιστορία αυτή είναι πολύ συνηθισμένη για χιλιάδες οικογένειες εκτοπισμένων –στην πλειονότητά τους λόγω της ξηρασίας–, σε μια περιοχή που θεωρείται από τις πιο φτωχές του Αφγανιστάν.
Στους καταυλισμούς και τα χωριά δημοσιογράφοι του Γαλλικού Πρακτορείου συνάντησαν περίπου δεκαπέντε οικογένειες που για να επιβιώσουν αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα κοριτσάκια τους, για ποσά που κυμαίνονται από 480 έως σχεδόν 3.500 ευρώ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι περιπτώσεις είναι δεκάδες μετά την ξηρασία του 2018· και φέτος η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.
Η οικογένεια της 25χρονης Σαμπέχρεχ (που μένει δίπλα στη Φάχιμα) παίρνει βερεσέ τρόφιμα. Ο μπακάλης τούς απείλησε ότι θα τους «βάλει φυλακή» αν δεν τον πληρώσουν.
Για να εξοφλήσει τα χρέη της, η οικογένεια πούλησε την 3χρονη Ζακέρεχ, η οποία θα παντρευτεί με τον 4χρονο Ζαμπίουλαχ, τον γιο του μπακάλη. Η μικρή δεν έχει καταλάβει τίποτα, καθώς ο πατέρας του μελλοντικού της συζύγου έχει αποφασίσει να περιμένει πρώτα να μεγαλώσει.
«Δεν είμαι χαρούμενη που το κάναμε αυτό, αλλά δεν έχουμε τίποτα να φάμε. […] Αν αυτό συνεχιστεί, θα πρέπει να πουλήσουμε (και) την κόρη μας που είναι τριών μηνών», λέει με απόγνωση η Σαμπέχρεχ.
«Πολλοί πουλάνε τα κορίτσια τους», σχολιάζει μία άλλη γειτόνισσα, η Γκιούλ Μπίμπι. Και η ίδια πούλησε την Άσο, η οποία είναι σήμερα είναι 8 ή 9 ετών, σε έναν 23χρονο στον οποίο η οικογένειά της χρωστούσε χρήματα.
Ο άνδρας αυτός εξακολουθεί να βρίσκεται στο Ιράν και η Γκιούλ Μπίμπι σκέφτεται με τρόμο τη μέρα που θα επιστρέψει για να πάρει την κόρη της. «Ξέρουμε ότι δεν είναι σωστό […], αλλά δεν έχουμε επιλογή», λέει, την ώρα που κοντά από την σκηνή περνάει ο Χαγιατουλάχ, άλλος κάτοικος του καταυλισμού, ο οποίος άκουσε την κουβέντα.
Εφιάλτης δίχως τέλος
Σε άλλον καταυλισμό της Κάλα-ι-Νάου, ο Μοχάμαντ Άσαν βουρκώνει την ώρα που δείχνει τις φωτογραφίες από τις κόρες του, την 9χρονη Σιάνα και την 6χρονη Έντι Γκιούλ, που έχουν πάει στα σπίτια των νεαρών συζύγων τους μακριά από την πόλη.
«Δεν τις έχουμε ξαναδεί έκτοτε, λέει και προσθέτει: «Δεν θέλαμε να το κάνουμε αυτό, αλλά έπρεπε να δώσουμε να φάνε τα άλλα μας παιδιά».
«Οι κόρες μου είναι σίγουρα καλύτερα εκεί, έχουν να φάνε», συνεχίζει, προσπαθώντας να παρηγορηθεί, και δείχνει τα κομμάτια ψωμί που τους έχουν δώσει γείτονες και είναι το μόνο που έχουν για εκείνη την ημέρα.
Ο Άσαν, ο οποίος έχει έξοδα για τη γυναίκα του που είναι άρρωστη, εξακολουθεί να χρωστάει. Πριν από μερικές μέρες άρχισε να ψάχνει αγοραστή για άλλη μία κόρη του, ηλικίας 4 ετών.
«Μερικές μέρες με πιάνει τρέλα, βγαίνω από την σκηνή και δεν θυμάμαι πραγματικά πού πηγαίνω», διηγείται η σύζυγός του Ντάντα Γκιούλ, καθισμένη μέσα στην κουρελιασμένη σκηνή τους.
Για τις μητέρες είναι ένας εφιάλτης δίχως τέλος: η απόφαση να πουλήσουν το παιδί τους, η αναμονή μέχρι να φύγει που συχνά κρατάει χρόνια έως ότου γίνει 10 ή 12 ετών, και μετά ο αποχωρισμός.
Η Ράμπια, μία 43χρονη χήρα η οποία εκτοπίστηκε και αυτή από την ξηρασία, κάνει τα πάντα για να τον αναβάλει. Η 12χρονη κόρη της Χαμπίμπεχ πουλήθηκε για περίπου 475 ευρώ και έπρεπε να είχε φύγει πριν από έναν μήνα, αλλά η Ράμπια παρακάλεσε την οικογένεια του μελλοντικού συζύγου να κάνει υπομονή άλλον έναν χρόνο.
«Θέλω να μείνω με τη μαμά μου», λέει η μικρή με τα θλιμμένα μάτια
Η Ράμπια θα έπαιρνε πίσω την κόρη της «αν είχαν να φάνε». Αλλά μαζί με τα άλλα τρία της παιδιά δυσκολεύονται πολύ να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Ο 11χρονος γιος της εργάζεται σε φούρνο για μισό δολάριο την ημέρα και ο άλλος που είναι 9 ετών μαζεύει σκουπίδια έναντι 30 λεπτών.
«Έχει ματώσει η καρδιά μου, αλλά έπρεπε να σώσω τα παιδιά μου», δικαιολογείται.
Στους καταυλισμούς ζουν με μερικά σεντς την ημέρα, τα οποία κερδίζουν ζητιανεύοντας ή σπρώχνοντας καρότσια, και σκέφτονται πώς θα επιβιώσουν ενώ πλησιάζει ο χειμώνας.
«Δεν είναι σωστό»
Όλα τα βράδια ο Αμπντούλ Ραχίμ Άκμπαρ μαζεύει ψωμί για να βοηθήσει τις πιο στερημένες οικογένειες. «Έχω δει περίπου 100 οικογένειες που τον έχουν κάνει σε αυτόν τον καταυλισμό. Ακόμη και ο αδελφός μου», λέει για τους γάμους παιδιών.
Την προηγούμενη ημέρα είχε πάει να δει αξιωματούχους των Ταλιμπάν για να τους ζητήσει να βοηθήσουν. Ωστόσο ούτε αυτοί δεν είναι σε θέση να το κάνουν σε μια επαρχία στην οποία το 90% των κατοίκων κινδυνεύει λόγω της μη επάρκειας τροφίμων.
«Οι γάμοι αυτοί οφείλονται στα οικονομικά προβλήματα, όχι σε κάποιον κανόνα που επέβαλαν οι Ταλιμπάν», δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο προσωρινός κυβερνήτης της Μπάντγις, ο Μαλάουι Αμπντούλ Σάταρ.
Οι γάμοι των κοριτσιών κάτω των 16 ετών δεν επιτρέπονται βάσει νόμου της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία είχε τα ηνία προτού καταλάβουν την εξουσία οι Ταλιμπάν τον Αύγουστο.
Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF του 2018, το 42% των οικογενειών στο Αφγανιστάν έχουν μία κόρη που παντρεύτηκε πριν από την ηλικία των 18 ετών. Κυρίως για οικονομικούς λόγους, διότι ο γάμος θεωρείται συχνά το μέσο για να εξασφαλιστεί η επιβίωση. Ωστόσο τα κορίτσια που παντρεύονται από μικρή ηλικία διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους, από επιπλοκές στον τοκετό ως το ενδεχόμενο να πέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Για τον σύζυγο η αγορά ενός κοριτσιού είναι συμφέρουσα, διότι στοιχίζει λιγότερο από μια γυναίκα σε μεγαλύτερη ηλικία.
Η μάστιγα αυτή πλήττει επίσης τους καταυλισμούς εκτοπισμένων της Χεράτ, της τρίτης μεγαλύτερης πόλης του Αφγανιστάν, που βρίσκεται λίγο πιο νότια. Ο Αλαχούντιν, ένας εκτοπισμένος από την Μπάντγις, δηλώνει κι αυτός ότι πούλησε τη 10χρονη κόρη του.
«Δεν θα το έκανα ποτέ αν είχα επιλογή», λέει. Αυτός έχει άλλη μια κόρη, ηλικίας 5 ετών, και αν μπορέσει «θα την πουλήσει κι αυτήν».
Ωστόσο τα σκληρά λόγια δεν αρκούν για να κρύψουν το βάσανο των πατέρων. Η φωνή τους, τα μάτια τους προδίδουν την απόγνωση που τους προκαλεί το γεγονός ότι δεν μπορούν να παρέχουν τα προς το ζην στις οικογένειές τους.
«Ξέρω ότι δεν είναι σωστό», λέει ο Μπαζ Μοχάμαντ, ένας πρώην καλλιεργητής της Μπάντγις. «Αλλά πίστευα ότι θα πεθάνουμε όλοι».
- Αναδημοσίευση από το Γαλλικό Πρακτορείο / μτφ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΣΜ.