Πολλές είναι οι μαρτυρίες για τη συμμετοχή των Ποντίων στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41. Πρόσφυγες που προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά τη Γενοκτονία και την Ανταλλαγή, αρκετοί μπαρουτοκαπνισμένοι στο αντάρτικο του Πόντου, άφησαν τα σπίτια τους στη βόρεια κυρίως Ελλάδα και κατευθύνθηκαν στο μέτωπο, στα βουνά της Αλβανίας.
Ένας από αυτούς ο Χρήστος Ραμπίδης, ο οποίος γεννήθηκε στο Λερί, κεφαλοχώρι της Χαλδίας με δώδεκα οικισμούς, ανατολικά της Αργυρούπολης. Στην Ελλάδα ήρθε σε ηλικία 6 ετών, με την Ανταλλαγή.
Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος του 1940, όπως έλεγε χρόνια αργότερα στον γιο του Μιχάλη, τοποθετήθηκε ως υπασπιστής στον διοικητή του τάγματος, μιας και είχε κάποιες γραμματικές γνώσεις.
Ο Μιχάλης Ραμπίδης περιγράφει στο pontosnews.gr τον πολεμικό άθλο του πατέρα του:
«Ένα βράδυ, Οκτώβρης του 1940 ήταν, πήρε εντολή να μεταφέρει απόρρητη γραπτή απόφαση πολεμικού σχεδιασμού στο λόχο απέναντι· το τάγμα και ο λόχος χωρίζονταν από τον Αώο. Θεοσκότεινη βραδιά, τα θολά νερά του ποταμού ξεχείλιζαν, μαζί τους κατρακυλούσαν ορμητικά και επικίνδυνα αδέσποτοι κορμοί δέντρων και βράχια, καθιστώντας τον απροσπέλαστο.
»Παντελώς άσχετος με το κολύμπι, καθόλου εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο της φύσης, ο φαντάρος του αλβανικού μετώπου έβαλε στον κόρφο του κάτω από το χιτώνιο τη γραπτή απόφαση, σέλωσε το άλογο και καβάλησε, έκανε το σταυρό του και όρμησε να διασχίσει το θυμωμένο ποτάμι.
»Ένα σώμα αναβάτης και άλογο, έξω από το νερό να μένουν πολλές φορές μόνο τα κεφάλια τους για τις ανάσες ζωής, με άλματα του αλόγου πολλαπλών κατευθύνσεων, μπρος-πίσω-πλάγια, ξεπερνώντας τα πολλά φυσικά εμπόδια και διαγράφοντας μια τεθλασμένη διαδρομή, πέρασαν απέναντι, εισπράττοντας την έκπληξη και το θαυμασμό του λοχαγού».