Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Άγιο Δημήτριο. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Προοίμιο
Τον νικηφόρο αθλητή τ’ Αθάνατου Δεσπότη,
τον που ‘ν’ στρατιώτης δυνατός του Βασιλιά της Δόξας,
τον Άγιο Δημήτριο ύμνο καθώς του πρέπει,
ας ψάλουμ’ όλοι οι πιστοί λέγοντας τέτοια λόγια:
«Με τον αγώνα τον καλό, τα βάσανα, τους κόπους, δρέπεις αξίως τον καρπό που είν’
η ζωή η αιώνια».
Οίκοι
α’. Από τα τόσα που ‘κανες μάρτυρα Αϊ-Δημήτρη, τι να υμνήσω τώρ’ εγώ, ‘πό πού να ξεκινήσω;
Από αυτά που έκανες προτού να μαρτυρήσεις; Μήπως απ’ όσα έκανες τότε που μαρτυρούσες; Για μην απ’ όσα έκανες, απ’ το μαρτύριό σου και μετά ως τώρα που μιλάμε;
Δίκια πιστεύω στο χρωστώ, για τρία σπουδαία πράγματα να σ’ επαινέσω εξίσου:
Το πρώτο είν’ η σεμνότητα οπού ‘χες στη ζωή σου, δεύτερο ο αγώνας σου και το μαρτύριο σου, και τρίτο είναι φυσικά τα τόσα θαύματα σου.
Τα θαύματα που έκανες στη γη όσο περπατούσες και όλα όσα έκανες μετά από τον τάφο.
Και νά που ο τώρα ο καθείς που έρχεται με πίστη, το ζωντανό σου λείψανο για να το προσκυνήσει, τρυγά από τον Παράδεισο το νέκταρ το αθάνατο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
β’. Όσες και όσοι, το λοιπόν, ακούσατε που είπα ότι χρωστάω στον Άγιο,
ελάτε, γιατί σήμερα το χρέος ξεπληρώνω· όχι απ’ το δικό μου βιος, με πράγματα τ’ Αγίου.
Απ’ τους δικούς Του θησαυρούς παίρνω για να του δώσω και του προσφέρω πράγματα τιμή για να του κάνω, απ’ όσα αυτός μας έδωσε,
γιατί εγώ είμαι φτωχός και άπορος τελείως.
Γι’ αυτό, τώρα ακούστε με· δώστε μεγάλη προσοχή, ανοίξτε τα αυτιά σας,
καθώς θα σας διηγηθώ τα όσα είναι γραμμένα για τον αγώνα που ΄δωσε ο μάρτυρας της πίστης.
Πάλεψε, αγωνίστηκε και νίκησε στο τέλος· πήρε το μέγα έπαθλο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
γ’. Αυτοί που μίσος είχανε για την δικιά μας Πίστη,
τον Άγιο ερευνούσανε ως ύποπτο ομολογητή, φίλο του Εσταυρωμένου.
Είχ’ ο εχθρός της Πίστης μας κανόνα του και νόμο, τον σκοτωμό όλων αυτών που ‘δειχναν να ακολουθούν του Κύριου τις εντολές και για Χριστό μιλούσαν.
Μέγας Δημήτριος λέγονταν ο κύριος τους στόχος· αυτόν απ’ όλους πιότερο στο μάτι είχαν βάλει.
Κι οργίζονταν οι ασεβείς μ΄ εκείνα που μαθαίναν πως έκανε ο Άγιος· βλέπετε όσοι ήθελαν
το κήρυγμα το ουράνιο ν’ ακούσουν –να γνωρίσουν– πρόστρεχαν στον Δημήτριο και τον ρωτούσαν όλοι το τι πρέπει να κάνουνε. Θέλαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο που κερδίζεται το δώρο το υπέρτατο που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
δ’. Και έτσι τους συμβούλευε, έτσι τους κατηχούσε όλους όσοι πηγαίνανε τα λόγια του ν’ ακούσουν:
«Γευθείτε, δοκιμάστε το από μόνοι σας και δείτε, ότ’ ο δικός μας Κύριος είναι Πανελεήμων.
Απ’ τη φιλευσπλαχνία Του λύγισε και το στέργει να πάει μονάχος να κλειστεί μες στης Παρθένου την κοιλιά και άνθρωπος να γίνει.
Και την Παρθένο φύλαξε· μετά τη γέννησή Του αγνή αυτή παρέμεινε, μάνα ήταν και Παρθένος.
Απ’ τη φιλευσπλαχνία Του να βαπτιστεί προτίμησε, το δέχτηκε ο Ίδιος.
Απ’ τη φιλευσπλαχνία Του μαρτύρησε και πέθανε και σκότωσε τον θάνατο·
και τους θνητούς ανέστησε και δωρεάν παρέχει σε όλους την Ανάσταση που ‘ν’
η ζωή η αιώνια.
ε’. Αλλά μ’ αυτά που έλεγε, πράττοντας κι αναλόγως, σύμφωνα και αντάξια με τα καλά του λόγια,
σαν ήλιος ήρθε κι έλαμψε για όλους όσοι ζούσανε μες στο μαυροσκοτάδι.
Τότ΄ ήρθαν κάποιοι απ΄ αυτούς που είν’ του σκότους δούλοι –της καταχνιάς του Άιδη τούτ’ είναι υπηρέτες–
και ψάχναν τον που έλαμπε, ψηλαφητά πηγαίναν. «Πού είσαι», λέγαν, «άνθρωπε; Τα μάτια μας τυφλώθηκαν απ’ το πολύ το φως σου.
Σε θέλει ο Μαξιμιανός, ξέρεις… ο βασιλιάς μας· θέλει λιγάκι να σε δει κι αυτά σου παραγγέλνει: «Αν θέλεις σε παρακαλώ, έλα για να μου δείξεις τη λαμπερή ακτίνα σου·
για κάνε μας τη χάρη κι έλα λιγάκι κι από εμάς αν θες να μας φωτίσεις, μήπως και δούμε και εμείς πού είν’
η ζωή η αιώνια».
ς’. Μπροστά στις ειρωνείες τους και στην υποκρισία μ’ ένα αχνό χαμόγελο ο μάρτυρας μας στάθηκε κι αμέσως απαντάει: «Έννοια σας και κατάλαβα, τι θέλετε το ξέρω· το φως που ‘χουν τα λόγια μου να σβήσετε ζητάτε.
Μα αυτά σας τα καμώματα ανώφελα ολωσδιόλου,
γιατί έχω με το μέρος μου Εκείνον π’ άναψε φωτιά στην άφλεκτη τη βάτο, ‘κεί που Τον είδε ο Μωυσής.
Το πυρωμένο κάρβουνο έχω εγώ το Θείο, εκείνο π’ είδε σ’ όραμα ο Προφήτης Ησαΐας.
Αυτόν, λέω, που έδωσε στους μαθητές Του τότε, γλώσσες φωτιάς που στάθηκαν στις κεφαλές τους πάνω.
Αυτός είναι που πυρπολεί με ζήλο την καρδιά μου· γι’ αυτό κι όλοι με βλέπουνε ν’ αστράφτω σαν διδάσκω την Βασιλεία του Θεού πού ΄ν’
η ζωή η αιώνια».
ζ’. Ακούγοντάς τα όλ’ αυτά, του διάβολου τα δουλικά γινήκανε μπαρούτι.
Πιάνουν λοιπόν τον Άγιο· τολμήσανε οι βέβηλοι εκείνον να συλλάβουν που ‘χε το στόμα του αγνό, και μια ψυχή καθάρια που κατοικούσε μέσα της ο Κύριος και Θεός μας.
Και τον τραβολογούσανε· κι όσο αυτός ευχότανε φυλάκιση ν’ αξιωθεί για του Χριστού την Πίστη, αυτοί φωνάζαν με οργή:
«Τώρα μπροστά στο βασιλιά σε παίρνουμε και πάμε.
Τις ρητορείες σου, λοιπόν, για εκεί να τις κρατήσεις· εκεί μπροστά θε να σε ιδώ αν θα σου βγαίνουν λόγια· κάνε σ’ αυτόν κατήχηση…
άραγε τι πιο φυσικό; Σίγουρα… θα τον πείσεις! Πώς γίνεται να αρνηθεί το δώρο που υπόσχεσαι που ‘ν’
η ζωή η αιώνια;».