Πού να στρέψει κανείς το βλέμμα του και να στηρίξει τις ελπίδες του; Στο «φιλοϊδρυματικό» 80% του πολιτικού συστήματος και στο αντίστοιχο 90% του ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού; Στους φιλόπατρεις, των οποίων οι αγνές προθέσεις προφανώς αναγνωρίζονται, αλλά παραμένουν ημιμαθείς και ευάλωτοι, στηριζόμενοι στο θυμοειδές; Στους ολιγάριθμους σκεπτόμενους, οι οποίοι εν τέλει ευθυγραμμίζονται πασχίζοντας να επιβιώσουν; Ή στα εκατομμύρια των αδιάφορων, που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αποδείξουν πόσο ατομιστές είναι, αγνοώντας ότι επιβιώνουν χάριν ακριβώς της συλλογικότητας, στην οποία είναι ενταγμένοι;
Μήπως παρόμοια φαινόμενα δε διαγιγνώσκονται και σε δεκάδες άλλα κράτη του δυτικού κόσμου; Ή μήπως οι Έλληνες εκλέξαμε καρικατούρες πολιτικών, τύπου Ζαΐρ Μπολσονάρο, ή και άλλες που βλέπουμε σε διάφορες περιπτώσεις ανά τον πλανήτη;
Φυσικά και το φαινόμενο είναι πλανητικό και προεκτείνεται σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου, από την πολιτική έως τις τέχνες και τα γράμματα, από τις επιστήμες έως τον αθλητισμό.
Πρόκειται για τις μεταμοντέρνες αντιλήψεις της πλήρους αποδόμησης και κατ’ επέκταση κατάρρευσης, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να υπηρετούνται ως «άδολα ιδεολογήματα». Εντούτοις, εκείνοι οι οποίοι τις ενθαρρύνουν, κάθε άλλο παρά άδολοι είναι και μάλιστα, εντάσσουν τα συγκεκριμένα ιδεολογικά προτάγματα σε στρατηγικές συμπεριφορές προβολής ισχύος και άσκησης επιρροής, καθώς και κατ’ επέκταση σε εξυπηρετήσεις ιδίων συμφερόντων.
Γιατί, όμως, στην Ελλάδα το φαινόμενο του πλήρους ανορθολογισμού λαμβάνει τόσο εκτεταμένες διαστάσεις και εισρέει σε όλο το φάσμα του συστήματος διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και εκείνου της λήψης αποφάσεων; Επειδή εν ολίγοις η Ελλάδα προτίμησε να μη διαθέτει θεσμούς.
Στα προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των κρατών διατηρεί αποστειρωμένο το μηχανισμό λήψης αποφάσεων και διαφυλάττει κατ’ αυτόν τρόπο τα ύψιστα εθνικά συμφέροντα. Το βλέπουμε στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως στην περίπτωση του Τζο Μπάιντεν και της λογοδοσίας του για το σχέδιο αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Το διαπιστώνουμε στα ζητήματα διαφάνειας, όπως στην περίπτωση του Σεμπάστιαν Κουρτς, για τη διαλεύκανση της οποίας η αυστριακή Δικαιοσύνη λειτούργησε τάχιστα και οδήγησε έναν καγκελάριο σε παραίτηση για (το ευτελές για τα ελληνικά δεδομένα) 1 εκατομμύριο ευρώ…
Χωρίς αμφιβολία, η απουσία θεσμών έχει οδηγήσει στην απουσία εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος, ενώ τούτο απηχεί στην κοινωνική συνοχή και στο φρόνημα, δείκτες οι οποίοι σε κάθε σοβαρό κράτος αναγιγνώσκονται ως συντελεστές ισχύος.
Οι θεσμοί συνιστούν τους διαύλους δημοκρατικότητας μεταξύ πολιτών και Πολιτείας, καθώς ασκούν αμοιβαίο έλεγχο και δημιουργούν σύστημα λογοδοσίας (checks and balances), υπηρετώντας τη ρήση του Τόμας Τζέφερσον: «Όταν ο λαός φοβάται την κυβέρνηση, υπάρχει τυραννία. Όταν η κυβέρνηση φοβάται το λαό, υπάρχει ελευθερία».
Η εν λόγω δικλείδα ασφαλείας ενός δημοκρατικού συστήματος απηχεί καταφανώς και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενόσω οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και μόνο, χωρίς άλλες εξαρτήσεις ή δεσμεύσεις. Άλλωστε, το ορθολογικό κριτήριο εξ ορισμού υποτάσσεται στην προσμέτρηση κόστους και οφέλους και άρα, κατ’ αντιστοιχία στην ελαχιστοποίηση των απωλειών και στη μεγιστοποίηση των κερδών. Όταν, η εν λόγω εξίσωση δε λειτουργεί για λογαριασμό του κράτους μέσω των θεσμών, αλλά ο τάδε ή ο δείνα επιτήδειος θέλει να λειτουργεί ο μηχανισμός για λογαριασμό άλλων, τότε οι υπόλοιποι απλά προσευχόμαστε να συμπίπτουν τα συμφέροντά μας με εκείνα του «άλλου». Το ζήτημα, όμως, είναι να δημιουργηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων, το οποίο να μη διαταράσσεται από αλλαγές κυβερνήσεων στο εσωτερικό, αλλά και μεταβολές παντός είδους συσχετισμών στο επίπεδο της επιρροής.