«Με τις συνεντεύξεις συμβαίνει ό,τι και με τον έρωτα. Βουτάς βαθιά μέσα σ’ έναν άνθρωπο, και όπου βγει. Ακυρώνεις με την υπογραφή σου την υπογραφή του καθημερινού του θανάτου», γράφει στο νέο βιβλίο του με τίτλο Συνομιλώντας με τον 20ό αιώνα – 40 συνεντεύξεις (εκδ. Ινφογνώμων) ο εξαίρετος δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης. Και με τον σκηνοθέτη Χριστόφορο Τριανταφύλλοφ που είχα την τιμή να γνωρίσω και να μου παραχωρήσει συνέντευξη, αυτό συνέβη: η συζήτησή μας όλο και έβγαζε σε επικίνδυνες στροφές, με την ευθύτητα, την καυστικότητα, το χιούμορ και την αφοπλιστική ειλικρίνεια του. Όμως, αυτή η αυτοπεποίθηση ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, ο οποίος είχε μελετήσει τα θέματα που αγγίζει στα έργα του, και επιχειρηματολογεί για όσα μπορεί ακόμα και να προκαλούν, όλο επανέφεραν το ταξίδι «μέσα του» σε… σταθερή τροχιά. Πάντα επίκαιρη και διδακτική.
Ήταν τέτοια εποχή, ακριβώς 10 χρόνια πριν, όταν ο ταλαντούχος Έλληνας σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ζωγράφος και κινηματογραφιστής της σοβιετικής και της σύγχρονης Ρωσίας Χριστόφορος Τριανταφύλλοφ βρέθηκε στη χώρα μας από τη Μόσχα, για τις ανάγκες των επόμενων κινηματογραφικών σχεδίων του.
Ετοίμαζε δύο ταινίες, με θέμα Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου» και Ο θρυλικός Καποδίστριας, που τον οδήγησαν για γυρίσματα κυρίως στην Πελοπόννησο.
Όμως, τα σχέδια αυτά έμελλε να μην ολοκληρωθούν ποτέ. Επιστρέφοντας σπίτι από το στούντιο όπου δούλευε τις τελευταίες λεπτομέρειες για την ηχητική επένδυση της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, έχασε τη ζωή του, στις 6 Μαρτίου 2013, στερώντας από τον ελληνισμό της Ρωσίας ένα άξιο τέκνο του. Εξάλλου, το 2006 η πολυτελής ρωσική Εγκυκλοπαίδεια Άνθρωποι της χιλιετίας μας στους λαμπρούς εκπροσώπους της χώρας συμπεριέλαβαν τον «Έλληνα γιο του ρωσικού λαού» Χριστόφορο Τριανταφύλλοφ, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός Έλληνας που αξιώθηκε τότε να καταχωρηθεί δίπλα στις σπουδαίες μορφές των Επιστημών και της Τέχνης της Ρωσίας.
Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1937. Ήταν γιος της πανέμορφης Αρμένισσας Μαρίας και του Έλληνα εκ Πόντου Βασίλη Τριανταφύλλοφ, που όλοι αποκαλούσαν «ουστά Βασίκο» και ήξερε ελληνικά, ρωσικά, γεωργιανά και τουρκικά. Ο πατέρας του Χριστόφορου διάβαζε πολύ και ήταν υπέροχος αφηγητής, έπαιζε πνευστά και έφερε πάντα στη στηθότσεπή του ζουρνά, στο λαιμό της μίας μπότας του φλογέρα και της άλλης… στιλέτο.
Αν το κάνετε εικόνα, θα είναι η φωτογραφία του ήρωά μας! Μια τα λόγια του ήταν μια γλυκιά μελωδία και μια… «ο χορός της φωτιάς».
Ο ίδιος μάλιστα έλεγε: «Η ζωή δίνεται στον άνθρωπο από τον Θεό. Είναι η φωτιά που λάμπει. Και κάποτε, με το θέλημα του ίδιου Θεού, θα σβήσει. Μέσα σε αυτήν τη φωτιά, και η ψυχή, και η συνείδηση, και η σκέψη. Η φωτιά είναι η ζωή».
Έλληνες εκ Ρωσίας, Γενοκτονία, σύγχρονη Ελλάδα, πολιτική, τέχνη, είναι κάποια από τα θέματα που αγγίξαμε και οι τοποθετήσεις του σίγουρα αξίζουν την προσοχή και τον προβληματισμό μας…
Κύριε Τριανταφύλλοφ, πείτε μας κατ’ αρχήν δύο λόγια για την οικογένειά σας, από πού κατάγεστε και πού μεγαλώσατε.
Αναφορικά με την καταγωγή μου, γεννήθηκα στην κωμόπολη Αλαβερντί, η οποία ανήκει σήμερα στην Περιφέρεια Λόρι της Αρμενίας και βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη Γεωργία. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα εξόρυξης χαλκού της σύγχρονης Αρμενίας, όμως η πρώτη αναφορά στη δραστηριότητα αυτή στην περιοχή γίνεται ήδη από το 13ο αι. Οι ιστορικές πηγές συμφωνούν στο ότι η σημαντικότερη ακμή της κωμόπολης συνδέεται με το όνομα του βασιλιά της Άνω Γεωργίας -στην οποία ανήκε το Αλαβερντί στα τέλη του 18ου αι.- Ηράκλειου Β’ (1720-1798), ο οποίος έμεινε γνωστός ως ο ηγέτης που έθεσε στόχο της βασιλείας του και κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να ενώσει τα γεωργιανά κρατίδια και να αναβαθμίσει το ρόλο της Γεωργίας στην περιοχή του Καυκάσου. Φυσικά, ένα από τα μέσα του ήταν ο στρατός, και ο Ηράκλειος Β’ είχε ανάγκη τα όπλα. Για την παραγωγή τους απαιτούνταν μέταλλα, κυρίως χαλκός, και ο βασιλιάς, γνωρίζοντας τη φήμη των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως των πλέον ειδικών στον εντοπισμό και την εξόρυξη των μεταλλευμάτων, απευθύνθηκε στους Έλληνες της Αργυρούπολης του Πόντου. Υπήρχε τότε ο Αρχιμεταλλουργός, ο οποίος έδινε σχετική άδεια σε μια ομάδα μεταλλουργών να μεταφερθούν σε κάποια περιοχή, ώστε να ασχοληθούν εκεί με την τέχνη τους.
Ένας από τους προγόνους μου τέθηκε επικεφαλής της ομάδας που βρέθηκε στο Αλαβερντί και πράγματι εντόπισε πλούσια κοιτάσματα χαλκού στην κοιλάδα του ποταμού Ντεμπέντ, κάτω από το ιστορικό μοναστήρι Αχπάτ. Εκεί οι Πόντιοι που ήλθαν από την περιοχή της Αργυρούπολης, δημιούργησαν κοινότητα και επιδόθηκαν στην εξόρυξη και επεξεργασία κυρίως χαλκού, από τον οποίο κατασκευάζονταν τα κανόνια του βασιλιά Ηράκλειου Β’… Στη διάρκεια των δεκαετιών οι Έλληνες ίδρυσαν κι άλλα χωριά στην περιοχή: Μαντάτ, Οπρέτι, Γιαγκντάν, Κογκέζ (όπου η οικογένειά μου), Σαναΐν (στην άλλη όχθη του ποταμού). Τα χωριά παραμένουν ακόμα, οι Έλληνες όμως όχι πια…
Έχουν φύγει για την Ελλάδα; Πώς κρίνετε αυτό το μεγάλο κύμα «επαναπατρισμού»;
Έχω καταγράψει τις σκέψεις και τις αγωνίες μου για το θέμα στο βιβλίο μου Έλληνες της Ρωσίας: να φύγει κανείς ή να μείνει;, που εκδόθηκε το 1994. Προσωπικά θεωρώ μεγάλο πλήγμα για τον ελληνισμό της Ρωσίας και γενικά της π. Σοβιετικής Ένωσης τη «μετανάστευσή» του στην Ελλάδα, αφού, εκτός των άλλων, πριν φύγουν, αναγκάστηκαν να πουλήσουν σε εξευτελιστικές τιμές τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Μετά το σοσιαλισμό που δεν έχει προλάβει να κτιστεί, είναι επικίνδυνο με εισέρχεσαι στον καπιταλισμό.
Από τη Μόσχα όπου διαμένω το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, ελάχιστοι φύγανε. Είχαν ανώτατη μόρφωση, τις δουλειές, τις περιουσίες τους, αλλά και την εθνική τους υπερηφάνεια. Όσοι εξορίστηκαν στην ασιατική ζώνη, στο πλαίσιο των διώξεων, ίσως να έκαναν καλά που έφυγαν. Όμως, όσοι «χτίζανε τον κομμουνισμό», με τις παροχές που τους υπόσχονταν και κάποιοι τις απολάμβαναν κιόλας, ίσως να πίστευαν ότι το ίδιο θα συναντήσουν και στην Ελλάδα, την καπιταλιστική Ελλάδα… Έτσι έχουμε το φαινόμενο οι περισσότεροι να ζουν αρκετά καλά τώρα στη νέα τους πατρίδα, αλλά ταυτόχρονα να παραπονιούνται για την ελληνική πραγματικότητα.
Πείτε μας περιληπτικά για το βιβλίο. Τελικά, ποια είναι η απάντηση, τι συμβουλή δίνετε;
Σκοπός του βιβλίου Έλληνες της Ρωσίας: να φύγει κανείς ή να μείνει; ήταν να παρουσιαστεί με σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο η ιστορία των Ελλήνων, από τους Αργοναύτες έως το θάνατο του Πόντιου μεγαλέμπορου από το Σοχούμ Ιωάννη Χ. Κιβιλίδη, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχάνων της Ρωσίας και μέλος της ρωσικής κυβέρνησης. Πρόκειται για έναν χαρισματικό άνθρωπο, πανέξυπνο, με ευρεία δραστηριότητα, που είχε μεγάλες προοπτικές να ανέλθει στην εξουσία, γεγονός το οποίο ίσως και να οδήγησε στη δολοφονία του, με δηλητήριο μέσω τηλεφωνικού ακουστικού, την περίοδο του Γιέλτσιν.
Στο βιβλίο μου λοιπόν, το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω, ήταν πως εάν κανείς αποφασίζει να φύγει κάπου για πάντα, από τη στιγμή που κάνει αυτήν την επιλογή, για το καλό του οφείλει να κάψει τις γέφυρες, να συνειδητοποιήσει μέσα του ότι δεν υπάρχει δρόμος της επιστροφής, ότι τα νιάτα δεν θα γυρίσουν ποτέ.
Να αναγνωρίσουν, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, ότι κατευθύνονται σε έναν τόπο από τον οποίο οι ίδιοι και τα παιδιά τους δεν θα εκδιωχθούν πια. Όμως, τα μέρη όπου βγαίνατε ραντεβού, το φούρνο όπου αγοράζατε φρέσκο ψωμί, τις αλάνες όπου παίζατε μπάλα, όλα αυτά δεν μπορείτε να τα πάρετε μαζί σας στην Ελλάδα. Αυτά θα μείνουν. Η μνήμη είναι και καλό και κακό… Δεν μπορείς να διαγράψεις τίποτε από αυτήν. Η συμβουλή μου ήταν να σκεφτεί ο καθένας καλά. Ήρθατε σε άλλη χώρα – μην την κακολογείτε, προσαρμοστείτε γρήγορα, μάθετε τη γλώσσα, τη νεοελληνική. Ο Κινέζος πολιτικός, εκσυγχρονιστής Ντενγκ Ξιαοπίνγκ είπε: «Δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, σημασία έχει να πιάνει ποντίκια». Η γλώσσα –όποια κι αν είναι– βοηθά στο να ζει κανείς κανονικά, η γνώση της οδηγεί στην αλληλοκατανόηση. Ήταν καλό που μάθαμε τα ρωσικά στη Ρωσία, διότι αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε και να λέμε φωναχτά –ή ψιθυριστά– ότι είμαστε Έλληνες.
Τελικά, θεωρείτε ότι η Διασπορά πρέπει να παραμένει στο εξωτερικό;
Πολύ καλή η παρατήρησή σας. Ο Γαβριήλ Ποπόφ (σ.σ. εξέχουσα προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής της σοβιετικής και μετασοβιετικής Ρωσίας, Έλληνας στην καταγωγή, πρώτος δήμαρχος της Μόσχας (1991) και Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων «Πόντος» (1989)) είπε ότι οι Έλληνες που ζουν και δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες, θα μπορούσαν να κάνουν πολλά περισσότερα για τους ίδιους και την Πατρίδα τους. Υπάρχουν συνθήκες τις οποίες δεν πρέπει να αγνοούμε. Η εγκατάσταση στην Ελλάδα αμέσως δημιουργεί οικονομικές δυσκολίες.
Πολλοί από αυτούς που ήταν εγκατεστημένοι στη Ρωσία, έχοντας τακτοποιήσει τα παιδιά τους, έχοντας τον κοινωνικό κύκλο τους και τα εξοχικά τους, δεν μπορούσαν να φανταστούν την ελληνική πραγματικότητα.
Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο εμπόδιο, η ηλικία – οι γκριζομάλληδες δεν έβρισκαν δουλειά, και αυτό αρρωσταίνει τον άνθρωπο. Κάποιοι από αυτούς που έφυγαν, έπρεπε να παραμείνουν στη Ρωσία και να συνεχίζουν να ονειρεύονται την Ελλάδα. Εγώ παρέμεινα εκεί όπου έχω την εργασία μου, η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη για τους Έλληνες τόσο της Ρωσίας όσο και της Ελλάδος.
Για τους Έλληνες του Πόντου, ποια είναι η Πατρίδα;
Τι είναι Πατρίδα; Μπορείς να αγαπάς αυτό που δεν έχεις δει, δεν έχεις μυρίσει, δεν το έχεις ζήσει; Όχι, κατά τη γνώμη μου. Όπου κόπιασες, ίδρωσες, εκεί είναι η Πατρίδα.
Θα μιλήσω για τους Έλληνες εκ Πόντου που για δεκαετίες έζησαν στη Σοβιετική Ένωση, περίπου τρεις γενεές! Όλοι εμείς είμαστε Χόμο Σοβιέτικους!
Είχαμε υψηλά την καταγωγή μας, στα πιστοποιητικά και διαβατήριά μας όμως έλεγε «γκρεκ», Έλληνας. Τη λέξη «Πόντιος» τη μάθαμε πριν από 20 χρόνια, εδώ στην Ελλάδα. Είχα κάνει και «δημοσκόπηση»! Δεν ξέρανε οι πιο πολλοί πού ήταν ο Πόντος στο χάρτη. Παρόλα αυτά, αφού «ανακαλύψαμε» ότι είμαστε Πόντιοι, πρέπει να μάθουμε την ιστορία μας, κάτι που δεν συμβαίνει μέχρι στιγμής, να έχουμε αυτογνωσία, όμως η Πατρίδα των παιδιών μας, όσων μένουν μόνιμα πια εδώ, είναι η Ελλάδα.
Πώς είδατε την κατάσταση της χώρας μας κατά τη φετινή σας πολυήμερη επαγγελματική επίσκεψη;
Στην Ελλάδα το βιοτικό επίπεδο είναι αρκετά καλό. Τα αυτοκίνητα εξακολουθούν να κινούνται –είναι μάλιστα πιο πολλά από τους ανθρώπους, και μια οικογένεια μπορεί να έχει πάνω από ένα, ώστε να λήγουν οι πινακίδες του ενός σε ζυγό αριθμό και του αλλού σε μονό! Τα κλιματιστικά δουλεύουν, οι συγκοινωνίες λειτουργούν, τα καταστήματα είναι ανοιχτά. Όσο γι’ αυτά που έκλεισαν, μάλλον ήταν πιο πολλά απ’ ό,τι χρειάζονταν. Ξέρετε, στους Έλληνες λείπει ο υγιεινός τρόπος ζωής, ο λεγόμενος κοσμικός ασκητισμός. Η φράση του Πάγκαλου «Μαζί τα φάγαμε», έπρεπε να είναι «Τα καταβροχθίσαμε». Να μην είμαστε λαίμαργοι. Στα εστιατόρια οι μερίδες πιο μεγάλες απ’ ό,τι έχει ανάγκη ο οργανισμός. Στα ψώνια πόσες φορές μπορούμε να πούμε: «Δεν το χρειάζεσαι αυτό, έχεις παρόμοιο!» Δεν είναι θέμα πολιτικής, είναι τρόπος ζωής. Η βάση για την εξέλιξη όλων μας ήταν η διδασκαλία του Σωκράτη. Στην Άπω Ανατολή, την οποία σήμερα θαυμάζουμε για τη βιομηχανία και την ανάπτυξή της, διδάσκονται τις αρχές και τη φιλοσοφία του διανοητή Κομφούκιου, που σημειωτέον δεν έχει να ζηλέψει πολλά από του Σωκράτη. Οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τη φιλοσοφία της ζωής μας.
Και στην Ελλάδα υπάρχουν τα πάντα για να ζει κανείς καλά χωρίς υπερβολές. Είναι πανέμορφη. Η Ελλάδα είναι για να την παρατηρείς, να την ερωτεύεσαι και να την αγαπάς.
Όσον αφορά το Ποντιακό Ζήτημα, πώς κρίνετε τον αγώνα των Ελλήνων του Πόντου για την αναγνώριση της Γενοκτονίας;
Ο παππούς μου έλεγε ότι υπήρξε Γενοκτονία. Εγώ προσπαθώ να αποκτήσω ολοκληρωμένη άποψη μελετώντας ιστορικά έγγραφα. Είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπήρχε Ανταλλαγή πληθυσμών, η Ελλάδα σε μορφή αποζημίωσης έλαβε κάποια χρήματα… Τι μπορεί να δώσει στους Έλληνες η αναγνώριση; Αμέσως θα αρχίσουν οι απαιτήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η αναλογία του πληθυσμού μας είναι 1 Έλληνας προς 7 Τούρκους, τότε ήταν 1 προς 2 αντίστοιχα. Αυτή είναι και η αδυναμία μας. Ποιος μεριμνά για τον πληθυσμό του; Ποιος οργώνει τη γη μας; Είναι ανάγκη να υπάρχει ενημέρωση των Ελλήνων, ώστε να μην φεύγουν από την ύπαιθρο, αλλά να μένουν, να καλλιεργούν το πετρώδες έδαφος και να κάνουν παιδιά. Οι Τούρκοι μπορεί να ζουν χειρότερα, αλλά αυτοί πληθαίνουν! Το ίδιο αφορά και τους Έλληνες της Ρωσίας στην Ελλάδα… Θα μου πείτε, μετράει η ποσότητα ή η ποιότητα; Μα η ποιότητα βγαίνει μέσα από την ποσότητα. Εάν από τους 5 Τούρκους γεννηθεί 1 έξυπνος, αρκεί για να τον στείλουν για κατασκοπία.
Ενώ εμείς είμαστε απασχολημένοι με τον εγωισμό μας! Ο εγωκεντρισμός είναι έντονος στην Ελλάδα…
Δεν συμφέρει στην Ελλάδα τώρα να ξύνει την παλιά πληγή. Μετά μπορεί να μην βρεθεί το φάρμακο που θα μπορέσει να τη γιατρέψει. Οι έξυπνοι τα κανονίζουν, οι ανόητοι μαλώνουν. Αυτό είχε ως αρχή και ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας ευφυής και σοφότατος διπλωμάτης. Από την επιθυμία της Ελλάδας εξαρτώνται ελάχιστα. Οι μικρές χώρες είναι παιχνίδια στα χέρια των μεγάλων. «Μην καυχιέσαι για όσα είχες στην τσέπη σου, πες πόσα έχεις τώρα», λέει μια παλιά τουρκική παροιμία…
Πείτε μας δυο λόγια για τη δουλειά σας. Έχετε σκεφτεί να σκηνοθετήσετε ταινία ή ντοκιμαντέρ για τη Γενοκτονία;
Ασχολούμαι με τη σκηνοθεσία και τον κινηματογράφο από τα 25 μου χρόνια, δηλαδή 37 έτη. Ξεκίνησα προφανώς την περίοδο της σοβιετικής εξουσίας, σε ένα από τα παλαιότερα και πλέον ιστορικά κινηματογραφικά στούντιο της Ρωσίας και της πρώην ΕΣΣΔ, το στούντιο «Γκόρκι». Ο «πελάτης» ήταν το σοβιετικό κράτος. Το γεγονός ότι ήμουν Έλληνας και μάλιστα εκτός κόμματος (σκόπιμα έκανα τον τρελό, ώστε να μη θέλουν να με πάρουν στο κόμμα! /γελάει/) δεν μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Με ελληνική θεματολογία στη Σοβιετική Ρωσία κυκλοφόρησε με επιτυχία μόνο μια ταινία, Οι Σφουγγαράδες (1960), του Μάνου Ζαχαρία, ο οποίος ήταν πολιτικός πρόσφυγας στο Ουζμπεκιστάν. Πρόκειται για έναν ταλαντούχο ηθοποιό και σκηνοθέτη, τον οποίο σέβομαι ιδιαίτερα. Από το δικό μου ενεργητικό, τα ντοκιμαντέρ Σελίδες ιστορίας των Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου (1997), Μαέστρος Οδυσσέας Δημητριάδης (2000) και Οι νίκες και οι ήττες του Γαβριήλ Ποπόφ (2007) αποτελούν το λιθαράκι μου στην προβολή της πλούσιας ιστορίας και του πολιτισμού του λαού μου.
…Εάν πάντως έκανα ταινία για τη Γενοκτονία, θα έγραφα αλήθειες. Είναι ένα πονεμένο θέμα, που επιβάλλει προσοχή. Σε σχέση με τη Γενοκτονία υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν: Τι έκαναν οι Έλληνες πριν τη Γενοκτονία; Τι οδήγησε στο να εκδηλωθεί; Γιατί οι Τούρκοι τόλμησαν να το επιχειρήσουν; Πώς το επέτρεψαν οι Έλληνες;
Την εξουσία πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι με αποφασιστικότητα, κάτι που χαρακτηρίζει αυτό το έθνος (τους Τούρκους). Είναι σαν αγέλη λύκων!
Ο Οδυσσέας Δημητριάδης αποτέλεσε τον ήρωα ενός από τα ντοκιμαντέρ σας. Τα ελάχιστα έστω που γνωρίζουμε για αυτόν, ήδη επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση μέγιστου καλλιτέχνη, όμως ήταν και ένας από τους Έλληνες της ΕΣΣΔ που μαζί με άλλους επέλεξε το δρόμο προς την Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990, ωστόσο επέστρεψε. Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση σας.
Πράγματι ο Οδυσσέας, με τον οποίο με γνώρισε ο Γιάννης Κεσίσογλου (και οι δυο τους έλκουν την καταγωγή από τα Σούρμενα), συνήθιζε να λέει: «Ο Τριανταφύλλοφ με την ταινία του με έκανε αθάνατο!».
Δεν τολμώ να λέω ότι ήμουν φίλος αυτού του μεγάλου ανθρώπου, είχαμε πάντως θερμές σχέσεις. Αγαπούσε πολύ την Ελλάδα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα περιστατικό, που συνέβη ενώ διηύθυνε την ορχήστρα σε μια συναυλία του στη Μόσχα. Στη 10η-12η σειρά κάθονταν ο Κεσίσογλου με τη μητέρα του και σχολίασαν σχεδόν ψιθυριστά «Κοίταξε πώς ίδρωσε!». Τότε ο Οδυσσέας, παρότι ήταν απασχολημένος με τη διεύθυνση της ορχήστρας, αμέσως γύρισε το κεφάλι στο άκουσμα της ελληνικής λαλιάς…
Αγαπούσε πολύ όμως και τη δουλειά του. Έλεγε: «Θέλω να πεθάνω εκεί που θα κουνάω τη μαεστρική μπαγκέτα…» και κάθε φορά που πήγαινε στη συναυλία, έγραφε τη διαθήκη του. Ήθελε να δημιουργεί και να διευθύνει ορχήστρα μέχρι το θάνατό του και με αυτό να εξασφαλίζει ο ίδιος τα προς το ζην. Στην Ελλάδα ήλθε να παίξει δυο φορές. Ήθελε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα.
Όμως τελικά επέλεξε να επιστρέψει στην Τιφλίδα, όχι γιατί δεν βρέθηκε οργανισμός που θα μπορούσε να αξιοποιήσει τέτοιου επιπέδου μουσικό, αλλά γιατί δεν κατάφερε να αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια… Η Ελλάδα, δηλαδή εκείνοι που έχουν τις τύχες της Ελλάδας στα χέρια τους, δεν κατάφεραν ή μάλλον δεν είχαν το επίπεδο να δουν το μέγεθος αυτού του παγκόσμιας ακτινοβολίας και μεγέθους καλλιτέχνη, και τον ανάγκασαν να γυρίσει πικραμένος στη Γεωργία.
Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότερες χώρες του πλανήτη θα απένειμαν επί τιμή υπηκοότητα στον Έλληνα Οδυσσέα Δημητριάδη, ενώ η Ελλάδα στην ουσία τον απόδιωξε. Αυτό και μόνο αρκεί, για να κατανοήσει κανείς τους λόγους της βαθύτατης κρίσης που περνά η Ελλάδα την περίοδο αυτή, και ολόκληρος ο Ελληνισμός της Διασποράς αγωνιά για την πορεία της.
Χριστίνα Χαφουσίδου