Μία εξαιρετικά σημαντική αναλυτική άποψη της διεθνούς πολιτικής εδράζεται στη Θεωρία Συμμαχιών, όπως παρατέθηκε με εναργή τρόπο τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 από τον Stephen Walt και μετέπειτα από τον Glenn Snyder, στη βάση της νεορεαλιστικής θεωρητικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων.
Πολύ συνοπτικά, μέσω της Θεωρίας Συμμαχιών εξετάζονται ορισμένες υποθέσεις εργασίας, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για το βαθμό προσήλωσης του συμμάχου στους στόχους της συμμαχίας.
Με άλλα λόγια, ελέγχεται σε ποιο βαθμό μειώνεται η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του συμμάχου και κατά πόσο είναι εξασφαλισμένη η κινητοποίησή του σε περίπτωση εκδήλωσης απειλής από κάποιον τρίτο.
Ποιες, όμως, είναι αυτές οι υποθέσεις εργασίας; Ελέγχεται: 1) Αν υπάρχει συναντίληψη περί της μείζονος απειλής μεταξύ των συμμάχων, αν δηλαδή έχουν τις ίδιες «ανησυχίες», 2) Αν η ισορροπία ισχύος δεσμεύει τον ένα σύμμαχο στον άλλον, καθώς αμφότεροι έχουν περιορισμένες εναλλακτικές επιλογές για την εκδήλωση της στρατηγικής συμπεριφοράς τους, 3) Αν παρατηρείται συμμετρία εξάρτησης, η οποία εκδιπλώνεται μέσω πελατειακών σχέσεων και όχι ετεροβαρών συμφωνιών, 4) Αν η συμμαχία είναι νομιμοποιημένη σε επίπεδο γραφειοκρατικό και κοινωνικό, 5) Αν υφίσταται σύμπτωση «στρατηγικών εικόνων», δηλαδή αν αναγιγνώσκουν το διακρατικό περιβάλλον κατ’ όμοιο τρόπο.
Με βάση τα παραπάνω, υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε η ελληνογαλλική συμφωνία να θεωρηθεί μια «καλή είδηση»;
Προφανώς και υπάρχουν, καθώς όντως η Ελλάδα και η Γαλλία μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες περί των απειλών έναντι της σταθερότητας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή έως και το Μαγκρέμπ, η ραγδαία ισχυροποίηση της Τουρκίας σε συνδυασμό με την πρόδηλη διατύπωση των νεοοθωμανικών αξιώσεων προκαλεί κοινό προβληματισμό, ενώ και τα συμφέροντα είναι σαφώς συγκλίνοντα τόσο σε επίπεδο «στρατηγικών εικόνων», όσο και στο πεδίο της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι αυτοί οι λόγοι, βάσει των οποίων επισημάνθηκε σε προηγούμενο κείμενο ότι εξέχοντες αναλυτές, οι οποίοι πρότειναν τη γεωστρατηγική συμπόρευση Ελλάδας-Γαλλίας, δικαιούνται να αισθάνονται πλέον δικαιωμένοι.
Τονίστηκε, όμως, επίσης ότι οι συμμαχίες απαιτούν διαρκή καλλιέργεια. Προϋποθέτουν διατήρηση και αύξηση των προϋποθέσεων δέσμευσης του συμμάχου, μέσω στρατηγικών οι οποίες θα είναι αν μη τι άλλο εξισορροπητικές και σε καμία περίπτωση κατευναστικές. Οι συμμαχίες έχουν ως όρο επιβίωσής τους τη διαρκή υπενθύμιση των προϋποθέσεων συγκρότησής τους και εν προκειμένω, όσον αφορά την ελληνογαλλική συμφωνία, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι αμετακίνητη επί των «κόκκινων γραμμών», οι οποίες της απονέμονται από τη διεθνή τάξη, αλλά και τη διαρκή υπενθύμιση ότι η Τουρκία συνιστά απειλή για τα κοινά συμφέροντα.
Όλα τα παραπάνω καθίστανται πραγματικότητα μέσω μιας συντεταγμένης στρατηγικής, η οποία διαθέτει αρχή-μέση-τέλος, ορίζει σκοπούς και μέσα και χαράσσεται με μοναδικό προσανατολισμό την προστασία του εθνικού συμφέροντος.
Αποτυπώνεται κάτι τέτοιο στο σημερινό εν Ελλάδι κρατικό μηχανισμό; Διαθέτει η χώρα μας τις αναγκαίες βαθμίδες θεσμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων, ούτως ώστε να παράγεται στρατηγική κατά τρόπο αποστειρωμένο και αυτόφωτο; Αρκεί μια ελληνογαλλική συμμαχία στα χαρτιά και μια εκ των πραγμάτων στρατηγική ευθυγράμμιση, όταν η γραφειοκρατία αρνείται να συνταχθεί με τον ορθολογισμό μιας στρατηγικής επιβίωσης; Όταν, δηλαδή, είναι μια στρατηγική μικρού κράτους με χαμηλή επίγνωση της υψηλής βαθμίδας της τιθέμενης εις βάρος του απειλής; Ρητορικά ερωτήματα προς απάντηση…